του Γιάννη Παναγόπουλου //

Άνθρωποι σε κίνηση, που γνωρίζουν τι θέλουν από τα καλοκαίρια τους. Άνθρωποι που μπαίνουν στη μνήμη τους και μας ξεναγούν σε προορισμούς της Ελλάδας που αγάπησαν, που δέθηκαν μαζί τους. Αν η Ελλάδα είναι όμορφη δεν μπορεί…. όμορφοι είμαστε κι εμείς. Η Φωτεινή Λαμπρίδη επιστρέφει στην Κάρπαθο. Το νησί σταθερό καλοκαιρινό ραντεβού της ζωής της.

-Πότε πήγες στην Κάρπαθο για πρώτη φορά;

-Πριν τα δύο. Υπερατλαντικό ταξίδι από την Αμερική στη γενέτειρα των γονιών μου, την Κάρπαθο, και μάλιστα χωρίς αυτούς. Ήταν συνηθισμένο να στέλνουν στο νησί οι μετανάστες τα παιδιά με τους παππούδες και τις γιαγιάδες.

-Ποια ήταν η πρώτη εικόνα που έχεις από το νησί σου;

-Αν εννοείς την πρώτη πρώτη, δεν τη θυμάμαι. Η εικόνα που με συγκινεί πάντα όμως, είναι η πρώτη θέα του χωριού μου, της Αρκάσας, κατηφορίζοντας από το βουνό, στο σημείο που ονομάζουμε Του Μαθιού το κεφάλι. Παίρνεις μια στροφή και σε δευτερόλεπτα εμφανίζεται μπροστά σου η απέραντη θάλασσα, η Κάσος απέναντι, το Παλιόκαστρο και τα δύο χωριά, η Αρκάσα και το Φοινίκι, σε απόσταση αναπνοής με τα απόκρημνα βουνά στην πλάτη τους. Οι αντιθέσεις στο φυσικό τοπίο είναι όλη η γοητεία του νησιού. Αν ανοίξεις το παράθυρο, σε παίρνει και η μυρωδιά του θυμαριού. Πληρότητα!

-Ποια ήταν η δυσκολότερη επιστροφή, από το νησί, στην Αθήνα;

-Οι Σεπτέμβριοι των εφηβικών μου χρόνων. Έφευγα τελευταία από το νησί ρουφώντας τη
μελαγχολία της αρχής του φθινοπώρου. Είχα πίσω μου μια ξέγνοιαστη και περιπετειώδη ζωή καλοκαιριού, ανθρώπους που αποχωριζόμουν όπως η γιαγιά μου και αγαπημένοι φίλοι και μέσα μου τη λαχτάρα να ξεχειμωνιάσω εκεί. Να ζήσω τον τόπο στους αυθεντικούς του ρυθμούς. Ακόμα δεν τα έχω καταφέρει.

-Πόσο άλλαξε η Κάρπαθος από την πρώτη φορά που την επισκέφτηκες;

-Πολύ. Θυμάμαι τουρίστες πεζοπόρους σε χωματένιους ακόμα δρόμους. Το ψαροχώρι το Φοινίκι με ένα μόνο καφενείο που ήταν το μοναδικό σημείο συνάντησης νέων, γέρων και παιδιών. Θυμάμαι τους γονείς μας να πηγαίνουν ξημερώματα με τις λύρες και τα λαούτα για να ξυπνήσουν με καντάδα όσους παράτησαν το γλέντι και κοιμήθηκαν νωρίς. Θυμάμαι τα πάρτι της νεολαίας του χωριού στο υπόστεγο της εκκλησίας με ποτά από τα σπίτια και μουσική εκ των ενόντων. Σήμερα έχουμε πολλές ταβέρνες, μπαρ, ξενοδοχεία. Αλλά έχουμε ευτυχώς και τις μεθυστικές μνήμες μιας εποχής που στήναμε γλέντια από το τίποτα και λέγαμε τον πόνο και τη χαρά με μια μαντινάδα και που και που το ξαναζούμε.

 

-Ποια είναι η αγαπημένη σου γωνιά στο νησί;

-Η παραλία του Αγίου Νικόλαου στη μεριά των κέδρων την ώρα της δύσης. Και με βοριά και με νοτιά και με πουνέντη.

-Γράψε μας ένα στίχο για το νησί σου… 

-Στους δρόμους σου μεγάλα σκαλοπάτια
υγρά, σαν τον ιδρώτα του πάτερα
και γράφουν “δεν υπάρχει παραπέρα
από το αίσθημα που διάπλατα σ’ ανοίγει”

 

-Πότε είπες πως τελικά η Κάρπαθος είναι το νησί σου;

-Ήταν πάντα το νησί μου λόγω καταγωγής. Το αισθάνθηκα δικό μου όμως όταν συνειδητοποίησα ότι του μοιάζω. Κάπως αφομοιώνουμε τη φύση που μας περιβάλλει και δεν το παίρνουμε χαμπάρι. Και τους γκρεμνούς και τις μπουνάτσες και τους αέρηδες.

-Τι είναι, τελικά, για σένα τελικά το νησί σου;

-Ρίζα.