του Βασίλη Καραγιάννη //

 

Ο χειμώνας είναι ο εσωστρεφής θεός με τις παιχνιδιάρικες εξάρσεις. Η συγγραφέας που αγαπάει τον πρωινό ύπνο και τα απόκοσμα όνειρα. Η οικοδέσποινα που διοργανώνει λαμπερές βραδιές με φίλους. Ο πότης που στραγγίζει την πλούσια κάβα του. Ο μουσικός που ανάμεσα στις παύσεις ακούει το ρυάκι να διαπερνά τον πάγο. Σει Σόναγκον: “Είναι θαυμάσιο όταν έχει πέσει λίγο χιόνι και καθόμαστε το βράδυ γύρω από το μαγκάλι στην άκρη της βεράντας με λίγους ευχάριστους φίλους φλυαρώντας μέσα στο σκοτάδι. Δεν χρειάζεται λάμπα γιατί το χιόνι από μόνο του αντανακλά ένα καθαρό φως.” Ο χειμώνας είναι μια εικόνα που μπορείς να νιώσεις μέσα από το παράθυρο. Που και που τριζοβολάνε τα ξύλα στο τζάκι και ο χρόνος προχωράει με βήμα σημειωτόν ενώ ένα σμήνος από πουλιά κατεβαίνει στη γη και ύστερα ανεβαίνει στον ουρανό και χάνεται σε άλλη διάσταση. Άλλοτε πάλι είναι τα σύννεφα που χαμηλώνουν και νιώθεις την υγρασία να σε τυλίγει όπως τη νιώθει και το βουνό στο βάθος. Ο χειμώνας είναι μπαρόκ, κουιντέτα αρχιτεκτονικής και κουαρτέτα και σεπτέτα που εξελίσσονται αρμονικά με στροφές και εξάρσεις την ώρα που ο ποιητής γράφει με φτερό χήνας στίχους και αποφθέγματα στο γυμνό κορμί της αγαπημένης του. “Τεϊσίτσου” : Νερό και πάγος, οι διαφορές τους λύθηκαν και πάλι φίλοι.

Σαντόκα: “Ανάμεσα σε ζωή και θάνατο πέφτει αδιάκοπα χιόνι.” Οι νιφάδες του χιονιού είναι αυτές που αλλάζουν ραγδαία τη ροή των γεγονότων. Ένα δέντρο που έχει χάσει το φύλλωμά του μεταμορφώνεται σε κρυστάλλινο πολυέλαιο. Μια λίμνη γκρίζα παγώνει στις δύο η ώρα το πρωί και μια αίσθηση σιγής εισέρχεται εντός σου και σε συνεπαίρνει. Τον χειμώνα συναντιέται ο Διόνυσος με τον Κρόνο περιπαίζοντας πίσω από μάσκες την αλαζονεία της εξουσίας. Ενώ όλοι χορεύουν και γλεντούν γεννιούνται θεάνθρωποι με την αφάνταστη αίσθηση της τρυφερότητας του απόκοσμου. Οι φωτιές σε εστίες και πλατείες μοιάζουν πιο λαμπερές ενώ η μοναξιά που φαίνεται ότι θα επικρατήσει υποχωρεί. Ταϊρα Νο Κανεμόρι: Εδώ στο σπίτι του βουνού το χιόνι σκέπασε τα μονοπάτια. Αληθινά θα ταράξει την καρδιά μου ο άντρας που ήρθε σήμερα. Χιτομάρο: “Αν ήρθες μόνο για να είσαι ξεχασμένη πλάι μου το μήνα της μακριάς νύχτας γελάστηκες κι εσύ, γελάστηκα κι εγώ.” Το γυμνό κορμί αντικατέστησε το φεγγάρι. Η ζωή δεν είναι παρά ένα όνειρο όπου βυθίζεται στην ανυπαρξία μετά από παθιασμένο έρωτα. Όπου το εμείς ξαναγίνεται εγώ σε άπειρες διαστάσεις και ύστερα τίποτα. Έτσι είναι ο χειμώνας, πάρα πολλοί κόσμοι που αναδύονται και καταδύονται που κυρίως υπονοούνται στο μυστήριο τους και που διαισθητικά αφουγκραζόμαστε.    

Υ.Γ. Η πηγή των ποιημάτων είναι από την ανθολογία ιαπωνικής ποίησης σε μετάφραση Γιάννη Λειβαδά, εκδόσεις Ροές