Του Γιώργου Κουλούρη //

Αν θεωρήσουμε μια μπάντα σαν μια συλλογική ενιαία οντότητα, τότε θα διαπιστώσουμε κάτι σαν διακυμάνσεις στη «συμπεριφορά της». Υπάρχουν λοιπόν οι «εξωστρεφείς» περίοδοι, που εκφράζονται κυρίως με κάποια live και εκείνες που γίνεται πιο «εσωστρεφής». Κλείνεται χωρίς να πολυεπικοινωνεί με το κοινό της καθώς μπαίνει φερ’ ειπείν σε διαδικασία ηχογράφησης της μουσικής της.

Το ξύπνημα ήταν βαρύ.
Το ξύπνημα ήταν βαρύ.

Αυτό φανταζόμασταν και εμείς εκείνο τον Σεπτέμβριο του 1984 όταν εισερχόμασταν στα ενδότερα του «Master Sound» κάπου στα Άνω Πατήσια. Ενός άκρως επαγγελματικού χώρου με την πρώτη ματιά, για την αρχή της δημιουργίας του «Lacrimae Christi».

Πολύ φυσιολογικά που στο σαλόνι έτυχε να βρίσκεται για λίγο μαζί μας ο Νταλάρας, προφανώς τελειώνοντας κάποιες από τις δεκάδες ηχογραφήσεις του. Καθόλου φυσιολογικό όταν ήρθε η δική μας σειρά να μπούμε στην αίθουσα ηχογραφήσεων και θεωρώντας ότι αυτή την «εσωστρεφή στιγμή» της μπάντας θα τη μοιραζόμασταν φυσικά με τον Μπάμπη (The Boss) της Creep Records και τον Χρήστο Μανωλίτση (The Snake) που, λόγω της παραμονής του στην Αμερική, δεν ήταν ο τυπικός τότε Έλληνας (δλδ. ελαφρώς άσχετος) ηχολήπτης αλλά ένας σχετικά εξειδικευμένος τεχνικός ήχου, διαλεγμένος ήδη από την Creep για προηγούμενες κυκλοφορίες της.

Μάιος 1989.
 1989.

Μπαίνοντας λοιπόν ανυποψίαστοι σχετικά με τις διαδικασίες της εγγραφής και μάλιστα σε μεγάλο 24καναλο στούντιο μάς υποδέχτηκε και ο δρόμος που έπρεπε να βαδίσουμε.

Με αμηχανία καταλάβαμε ότι το πρώτο στάδιο ήταν να περάσουμε τις λεγόμενες: «Βάσεις». Την ηχογράφηση δηλαδή live όλης της μπάντας καθώς παίζει κρατώντας, για την υπόλοιπη εγγραφή, μόνο την rhythm section των τραγουδιών (μπάσο-τύμπανα).

Στο στούντιο αντικρίσαμε μελή των Villa 21, Metro Decay, Yell–O–Yell να μας κοιτούν εξεταστικά μαζεμένοι πίσω από το μεγάλο βαρύ διπλό τζάμι, που επικοινωνούσε οπτικά και μόνο ο χώρος της ηχογράφησης με το control room του ηχολήπτη.

Φρικώδες!! Δεν μας έφτανε το τρακ της live ηχογράφησης σε άγνωστο χώρο με νέες συνθήκες (έπρεπε να φοράμε ακουστικά και να ακούμε το παίξιμό μας μέσα απ’ αυτά και όχι από ενισχυτές όπως μέχρι τότε είχαμε συνηθίσει να παίζουμε στο στούντιό μας).

Από το live στην Πρέβεζα, καλοκαίρι 1988, στο δωμάτιο του ξενοδοχείου που μέναμε.
Από το live στην Πρέβεζα, καλοκαίρι 1988, στο δωμάτιο του ξενοδοχείου που μέναμε.

Αλλά και εκείνα τα βλέμματα μουσικών που ήδη είχαν τουλάχιστον από 1 βινύλιο και θέλησαν προς τιμή μας να παρακολουθήσουν και την πρώτη μας ηχογράφηση. Η όλη κατάσταση άρχισε να μοιάζει μ’ ένα ιδιόρρυθμο μικρό live. Εκείνη λοιπόν η πρώτη μας μέρα ξεκίνησε μεσημέρι προς απόγευμα, μιας και ο Φοίβος, εκτός των άλλων, έπρεπε να τρέξει στο Μοσχάτο παρέα με τον Δαμέλλο, ντράμερ των «Ανυπόφορων», για να του δανείσει τα τύμπανά του αφού εκείνα που υπήρχαν στο «Master Sound» δεν ήταν εν τέλει και τόσο επαγγελματικά.

Οι «βάσεις» ηχογραφήθηκαν πολύ πιο γρήγορα απ’ ό,τι όλοι περίμεναν εξαιτίας του σπάνιου «δεσίματος» που είχαμε από τότε με τον Φοίβο, γεγονός που βοηθούσε να κερδιθεί πολύτιμος χρόνος για όλα τα υπόλοιπα εφόσον η παραγωγή ήταν προϋπολογισμένη σε 80 με 90 ώρες.

 1987. από την ηχογράφηση του ομώνυμου τρίτου άλμπουμ των S.O.N.N. Ο Χρήστος Μανωλίτσης επί το έργο.
1987. από την ηχογράφηση του ομώνυμου τρίτου άλμπουμ των S.O.N.N. Ο Χρήστος Μανωλίτσης επί το έργο.

Ε, ταλαιπωρηθήκαμε λίγο με τις κιθάρες που ήταν δύο, τρεις, τέσσερις σε πολλά κομμάτια, ε, δεν θα έλεγε κανείς ότι παίχτηκαν και με την πρώτη φορά η καθεμία, εδώ που τα λέμε, φτάνοντας τελικά στο κρίσιμο σημείο εγγραφής της φωνής.

Ήμασταν πάνω-κάτω στην τρίτη συνεχόμενη μέρα των ηχογραφήσεων. Ήταν μια διαδικασία που ξεκίναγε νωρίς το πρωί. Τον τραγουδιστή μας, τον Αντρέα, δεν θα τον έλεγες και πρωινό τύπο. Και έτσι, αν τις προηγούμενες μέρες είχε ταλαιπωρηθεί λίγο στο ξύπνημα, μόνο για να μπορεί απλώς να βρίσκεται και αυτός, εκείνο το πρωί και μάλιστα πολύ νωρίς έπρεπε να τραγουδήσει κιόλας.

Ο κλήρος έπεσε στο «Suddenly». Ο Αντρέας είχε όλη την καλή διάθεση αλλά η φωνή του προφανώς του κρατούσε μούτρα! Όχι να τραγουδήσει δεν μπορούσε αλλά ούτε να μιλήσει καλά–καλά. Όμως έπρεπε!

Από φωτογράφιση των S.O.N.N., 1985.
Από φωτογράφιση για το τρίτο lp των S.O.N.N., 1987.

…Κινηθήκαμε αποφασιστικά με ήρεμες κινήσεις για να μην τον αγριέψουμε προς το μέρος του. Εκείνος σαν κάτι να κατάλαβε και προσπαθώντας διακριτικά να μας αποφύγει κατευθύνθηκε αδιάφορα (και καλά) προς κάποιο διάδρομο. Τα βλέμματα όλων μας ήταν παγερά σκληρά και αποφασισμένα. Τον ακινητοποιήσαμε και με σαφή υπονοούμενα για τα χειρότερα που έρχονταν τελικά τον πείσαμε. Ήπιε μονοκοπανιά και σχεδόν βουρκωμένος δύο ωραιότατα, φρεσκότατα αβγουλάκια (ωμά), για το καλό όλων μας μιας και αυτό το «πικρόν ποτήριον» ήταν και η τελευταία μας ελπίδα να ξεκινήσει επιτέλους να γράφει και αυτός.

Δεν μπορώ να πω ότι δεν το προσπάθησε όσο μπορούσε, πάντως το συγκεκριμένο ρεφρέν του «Suddenly» πάντα θα μας θυμίζει εκείνες τις στιγμές. Οι μέρες της ηχογράφησης κυλούσαν ομαλά. Εμείς αποκτούσαμε την τεράστια εμπειρία της παραγωγής μουσικής σε στούντιο ώσπου….

Ήμασταν στο τελικό remixing και με τους ρυθμούς που δουλεύαμε υπολογίζαμε ότι θα τελειώναμε σε κανά τριημεράκι χαλαρά. Οι συνηθισμένες μέρες ηχογράφησης διαρκούσαν 6–8 ώρες τη φορά. Το μαντάτο μάς έπεσε βαρύ. Το στούντιο είχε ήδη κλειστεί για μια νέα ηχογράφηση που άρχιζε και εμείς είχαμε μόνο μια μέρα για να τελειώσουμε.

Μια πολύ καλή φίλη, 1988.
Μια πολύ καλή φίλη, 1988.

Εκείνη την τελευταία Τρίτη, πολύ–πολύ πρωί, ξεκινήσαμε γεμάτοι αγωνία για το τελικό remixing.

Ακόμα θυμάμαι το πρωινό ξύπνημα της Τετάρτης….

Ανοίγοντας τα μάτια μου και αισθανόμενος ότι το όνειρο είχε αρχίσει πλέον να γίνεται ενοχλητικό μιας και ήμουν ακόμα μέσα στο «Master Studio». Ενώ νόμιζα ότι κοιμόμουν βολεμένος κάπου αλλού μετά από το 24ωρο συνεχόμενο remixing (από το προηγούμενο πρωί), άκουσα την απαλή φωνή του Φοίβου (ντράμερ) να μου ψιθυρίζει μαλακά: «Μαλάκα ξύπνα να πάμε για ύπνο. Το τελειώσαμε!».

Soundtrack για ηχογράφηση.

1. Tones On Tail – Performance 

2. Southern Death Cult – Moya

3. Killing Joke – America

4. David Sylvian – Orpheus

 

Από φωτογράφιση των S.O.N.N., 1985.
Από φωτογράφιση των S.O.N.N., 1985.