Με το έργο τους έδωσαν σημασία στις ζωές μας. Είναι άνθρωποι που αποχαιρετήσαμε στη διάρκεια του 2016. Είναι άνθρωποι που νοηματοδότησαν εποχές. Που κινητοποίησαν τις αισθήσεις μας. Τις πολιτικές μας απόψεις. Τη θέα που έχουμε στις κοινωνίες μας. Από τον Έκο στον Πρινς και από τον Κοέν στον Μαρωνίτη λέμε το δικό μας “αντίο”, το δικό μας “ευχαριστώ”  σε μια σειρά προσωπικοτήτων που η σκέψη και το ταλέντο τους σκέπασαν τα  όνειρα, τις ελπίδες, τις προσδοκίες μας.

2016-03-31-21-35-42-768x604-Η Ιρακινοβρετανή αρχιτέκτονας Ζάχα Χαντίντ, η οποία είχε σχεδιάσει αμέτρητα σπουδαία κτίρια σε όλο τον κόσμο, πέθανε την Πέμπτη 31 Μαρτίου σε ηλικία 65 ετών έπειτα από καρδιακή προσβολή, σε νοσοκομείο του Μαϊάμι όπου και νοσηλευόταν με βρογχίτιδα.

«Η Ζάχα ήταν η σπουδαιότερη γυναίκα αρχιτέκτονας στον κόσμο» αναφέρει σε ανακοίνωσή της η εταιρία της. Η Ζάχα Χαντίντ υπήρξε η πρώτη γυναίκα που τιμήθηκε με το χρυσό μετάλλιο του Βασιλικού Ινστιτούτου Βρετανών Αρχιτεκτόνων. Είχε γεννηθεί στις 31 Οκτωβρίου 1950 στη Βαγδάτη και υπήρξε εκπρόσωπος της σχολής της αποδόμησης. Προτού κινηθεί στον χώρο της αρχιτεκτονικής (Σχολή της Αρχιτεκτονικής Ένωσης του Λονδίνου) είχε λάβει πτυχίο μαθηματικών από το Αμερικανικό Πανεπιστήμιο της Βηρυτού. Άνοιξε το δικό της αρχιτεκτονικό γραφείο το 1980 στο Λονδίνο. Το 2002 είχε κερδίσει τον διεθνή διαγωνισμό σχεδίου για να αναλάβει το νέο γενικό σχέδιο πόλης της Σιγκαπούρης. Και το 2004 έγινε η πρώτη γυναίκα που κέρδισε το Βραβείο Πρίτσκερ – τη σημαντικότερη αρχιτεκτονική διάκριση. Στα έργα που είχε σχεδιάσει συγκαταλέγονται το Κέντρο Υγρού Στίβου που χρησιμοποιήθηκε στους Ολυμπιακούς Αγώνες του Λονδίνου το 2012, το Κέντρο Χαϊντάρ Αλίγιεφ στο Μπακού και συγκροτήματα κατοικιών στο Μανχάταν και τη Σιγκαπούρη.

 

thumbnail_liberation_prince-466x600-Έφυγε από τη ζωή στις 21 Απριλίου 2016. Πέντε μέρες πριν εμφανίστηκε σε πάρτυ που έγινε στο στούντιό του και δήλωσε «Προσεύχεστε άδικα στο όνομά μου».  O Πρινς ήταν ο Ντέιβιντ Μπόουι της «μαύρης» μουσικής. Έκανε καριέρα στη μουσική βιομηχανία με τους δικούς του όρους. Άλλαξε όσα λουκ μπορούσε. Δεν έγινε ποτέ αναλώσιμος. Πούλησε σεξαπίλ, χωρίς να ξεπουλήσει την ιδιωτική του ζωή. Έγραψε μουσική που άλλος δεν θα ξαναγράψει. «Το να είσαι μαζί του σήμαινε πως ήσουν δίπλα σε μια μηχανή δημιουργίας που δούλευε χωρίς σταματημό. Αν δεν ήταν στην σκηνή ήταν σε πρόβα και αν δεν ήταν σε πρόβα ήταν στο στούντιο ηχογραφώντας» Έτσι περιγράφει τη ζωή της δίπλα του η πρώην σύζυγος και μητέρα του παιδιού του, Mayte Garcia.

 

eko  -Ο Ουμπέρτο Εκο, διανοητής, φιλόσοφος καθηγητής και συγγραφέας, έχασε τη μάχη με τον καρκίνο στις 19 Φεβρουαρίου 2016. Ηταν 84 ετών. Είχε γεννηθεί στην Αλεσάντρια του Πιεμόντε στις 5 Ιανουαρίου του 1932. Φημολογείται ότι το επώνυμο “Έκο” είναι το αρκτικόλεξο των λέξεων “Ex Caelis Oblatus”, που σημαίνει “θεϊκό δώρο”. Ακολούθησε σπουδές μεσαιωνικής φιλοσοφίας και λογοτεχνίας και έκανε το διδακτορικό του στη φιλοσοφία το 1954, ολοκληρώνοντας τη διατριβή του για τον Θωμά Ακινάτη.

-Ανάμεσα στα επιτεύγματά του, ήταν και ο ακριβής ορισμός του κιτς και της μαζικής κουλτούρας. Το σύγγραμά του «Κήνσορες και θεράποντες» είναι πλέον κλασικό. Περιλαμβάνει άρθρα από τη δεκαετία του 60 με διαλέξεις του στο Τορίνο και στη Μπολόνια. Αμέτρητες αναδημοσιεύσεις και αναφορές έχει και το κλασικό του πλέον άρθρο για τον Πρωτο-φασισμό, ur fascism στο οποίο περιγράφει τους λόγους και τα στάδια της φασιστικοποίησης ενός ανθρώπου, μιας ομάδας και ενός λαού.

-Μία από τις φράσεις του που έχει μείνει παροιμοιώδης είναι η περίφημη «τον Αύγουστο δεν υπάρχουν ειδήσεις». Αλλά είναι εντελώς διαφορετική από ό,τι νομίζουμε. Στην πραγματικότητα με αυτή τη φράση κατακευραύνωνε τα ΜΜΕ και την ενημέρωση που προσφέρουν κατά την περίοδο του Αυγούστου που όλοι φεύγουν για διακοπές και μοιραία η ειδησεογραφία περιορίζεται όταν τα αντικείμενα (πολιτικοί και κοσμικοί) της δημοσιογραφικής έρευνας φεύγουν κι αυτοί. Η φράση ειπώθηκε μετά από διακοπές εκείνης της χρονιάς στα νησιά Φίτζι. Τον Αύγουστο ήταν ο πρώτος πόλεμος του Κόλπου στο Ιράκ, όμως οι ιταλικές εφημερίδες, δεν μετέδιδαν σχεδόν τίποτα γι’ αυτόν. Ασχολούνταν με σκάνδαλα τύπου ρεπορτάζ παραλίας και με το λάιφσταιλ. Εξ ου και η ειρωνική φράση.

 

co-3-768x512Λέοναρντ Κοέν “έφυγε” στις 10 Νοεμβρίου 2016. Και δεν μπορείς να τυλίξεις τη ζωή και την καριέρα του σε λίγες λέξεις. Ο Κοέν δίνει σχήμα στην τέχνη. Αισθάνεσαι τυχερός που έζησες στην ίδια εποχή μαζί του. Μια απλή, λιτή δήλωση που ανέβηκε στην ιστοσελίδα του στο facebook, χωρίς να αναφέρει περισσότερες λεπτομέρειες γύρω από τις συνθήκες θανάτου του, έγραφε πως «Με έντονο πόνο αναφέρουμε πως ο θρυλικός ποιητής, συνθέτης και καλλιτέχνης έφυγε από κοντά μας. Η τελετή ταφής του θα γίνει στο Λος Άντζελες η οικογένεια του καλλιτέχνη παρακαλεί να σεβαστείτε την ιδιωτικότητα του γεγονότος». Ο γιος του Λέοναρντ, ‘Aνταμ Κοέν, δήλωσε: «Ο πατέρας μου έφυγε από τη ζωή, ήρεμος, στο σπίτι του στο Λος Άντζελες γνωρίζοντας πως έχει ολοκληρώσει όσα ήθελε στις ηχογραφήσεις του. Έγραφε διαρκώς, μέχρι την τελευταία στιγμή με εκείνο το ιδιαίτερο, τόσο προσωπικό χιούμορ που διέθετε». Ο Άνταμ ήταν παραγωγός στο τελευταίο άλμπουμ του πατέρα του «You Want It Darker».

 

dfff2666-9a18-4923-83a3-8e49b89cb680-1024x576Ο Φιντέλ Κάστρο έφυγε πλήρης ημερών σε ηλικία 90 ετών στις 25 Νοεμβρίου. Είναι ασύμβατο να πεις πως  δεν είναι πια ανάμεσά μας. Το «Μας» είναι πολύ στενό για εκείνον. Ίσως ειναι καλύτερα να πεις ο Φιντέλ έφυγε από τη γη. Ο ηγέτης, ο επαναστάτης, ο οραματιστής Φιντέλ Κάστρο πέθανε χτες βράδυ στις 10.30μ.μ. Την ανακοίνωση του θανάτου του έκανε ο αδελφός του Ραούλ Κάστρο στη δημόσια τηλεόραση της Κούβας. Οι λέξεις που συνόδευαν την είδηση ήταν: «Ο κομαντάτε της Κουβανέζικης  επανάστασης απεβίωσε». Ο Κάστρο, υποβλήθηκε σε εγχείρηση στο έντερο, καθώς έπασχε από καρκίνο, στο συγκεκριμένο σημείο, στις 31 Ιουλίου 2006 και μεταβίβασε προσωρινά την εξουσία στον αδελφό του, Ραούλ.

 

newego_large_t_1101_54699476_type13145– Ο σπουδαίος Ιρανός σκηνοθέτης Αμπάς Κιαροστάμι  έφυγε απο την ζωή στις 4 Ιουλίου, σε ηλικία 76 ετών.

«Ο Αμπάς Κιαροστάμι, που ταξίδεψε στη Γαλλία για θεραπεία, πέθανε» μετέδωσε το πρακτορείο ειδήσεων Isna. Λίγη ώρα αργότερα τον θάνατο του μεγάλου σκηνοθέτη επιβεβαίωσε και η ακαδημία κινηματογράφου του Ιράν.

Πολυβραβευμένος και ανήσυχος, ο Κιαροστάμι γεννήθηκε στην Τεχεράνη το 1940. Σπούδασε στη Σχολή Καλών Τεχνών της Τεχεράνης και ξεκίνησε την καριέρα του ως ζωγράφος. Ασχολήθηκε με την εικονογράφηση παιδικών βιβλίων ενώ εργάστηκε και στο χώρο της διαφήμισης.

Η πρώτη του ταινία ήταν η μικρού μήκους «Το Ψωμί και το Δρομάκι». Το 1997 κέρδισε Χρυσό Φοίνικα στο Φεστιβάλ Κινηματογράφου των Καννών με τη «Γεύση του Κερασιού». Το μινιμαλιστικό φιλμ πραγματεύεται την προσπάθεια ενός άντρα να βρει κάποιον να τον θάψει αφότου θα είχε αυτοκτονήσει. Μέσα από την ιστορία, ο σκηνοθέτης θέλησε να εξερευνήσει τις θρησκευτικές και κοινωνικές συμπεριφορές του Ιράν της εποχής. Μόλις δύο χρόνια αργότερα, κέρδισε το Μεγάλο Βραβείο της Επιτροπής στο Φεστιβάλ της Βενετίας με την ταινία «Ο Άνεμος θα μας Πάρει».

-Για Χρυσό Φοίνικα είχε προταθεί και η ταινία του «10», γυρισμένη με δύο ψηφιακές κάμερες που ακολουθούσαν μια γυναίκα που οδηγούσε στην Τεχεράνη και αποκάλυπταν με ένα μοναδικό τρόπο το ρόλο της γυναίκας στην κοινωνία. Ένας από τους λίγους κινηματογραφιστές που παρέμειναν στο Ιράν μετά το 1979, υπήρξε ένας εκφραστής της γενιάς του ιρανικού «Νέου Κύματος», κύρια χαρακτηριστικά του οποίου συνιστούν οι ποιητικοί διάλογοι και η αλληγορία. Την ίδια ώρα, είχε γίνει γνωστός για την τάση του να χρησιμοποιεί παιδιά πρωταγωνιστές, για να αφηγηθεί ιστορίες που διαδραματίζονταν συνήθως σε χωριά της επαρχίας.

 

%ce%b4-%ce%bc%ce%b1%cf%81 «Το τέλος δεν είναι αποτρόπαιο» είχε πει ο Δημήτρης Μαρωνίτης. Ίσως σε μια προσπάθεια να συμφιλιωθεί με αυτό, ίσως, πάλι σε μια προσπάθεια να αισιοδοξήσει. Το τέλος της ζωής του, στις 12 Ιουλίου,  τον βρήκε στην κορυφή της δόξας του ως φιλολόγου, μεταφραστή, δασκάλου. Άνθρωπος δύσκολος, αυστηρός, μονήρης κατ’ επιλογήν, θα λείψει πολύ από την αναιμική πνευματική μας ζωή, στην οποία παρέβαινε κριτικά, δυναμικά και καίρια, πάντοτε με τον Λόγο του, προφορικό και, κυρίως, γραπτό.

Γεννημένος στη Θεσσαλονίκη το 1927, με εγκύκλιες και πανεπιστημιακές σπουδές σε αυτήν, σπούδασε επίσης στο Πανεπιστήμιο του Χούμπολτ, πριν επιστρέψει στο Αριστοτέλειο ως διδάσκων. Όμως, η αριστερή οικογένεια και η δική του αντιδικτατορική δράση, που τον έστελναν συχνά-πυκνά στα κρατητήρια, δεν έμειναν ατιμώρητα. Οι δικτάτορες τον συνέλαβαν, αλλά ακόμα και αυτή την περίοδο εκμεταλλεύθηκε ο παθιασμένος δημιουργός, γράφοντας κρυφά σε χαρτοπετσέτες όταν κατάφερνε να βρει μολύβι.

-Επέστρεψε στη συμπρωτεύουσα το 1975, «όπου πραγματικά έζησα ονειρικά τα πρώτα μεταπολιτευτικά χρόνια – δεν ξεχνώ τις διαδρομές ανάμεσα στο πανεπιστήμιο και το σπίτι μου, στη Γρηγορίου Παλαμά» όπως σημείωνε. «Ο κόσμος ήταν άλλο πράμα τότε στο πανεπιστήμιο, διάβαζε, ενδιαφερόταν για τα πάντα, συζητούσε. Βγήκαν, επίσης, σπουδαίες δουλειές, όπως το Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας που ιδρύσαμε μαζί με τον Τάσο Χρηστίδη, με τον οποίο δουλέψαμε μαζί και συστηματικά για πολλά χρόνια» συνεχίζει. «Ωστόσο, πάντοτε επέστρεφα στην πρωτεύουσα, κάνοντας μια λοξοδρόμηση στις σπουδές μου, τα πρώτα φοιτητικά μου χρόνια αλλά και αργότερα, κάθε φορά που συνέτρεχε ουσιαστικός λόγος.» Αγάπησε, άλλωστε, πολύ και την Αθήνα, όπου ζούσε με την οικογένειά του, τη σύζυγό του Ανθή και τις κόρες τους. Τον βόλευε, όπως έλεγε, ταίριαζε στη μοναξιά του και στα αυστηρά του ωράρια.

-Επανήλθε στο Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο και παρέμεινε καθηγητής από το 1975 έως το 1996. Ηταν επίσης επισκέπτης καθηγητής σε πανεπιστήμια της Γερμανίας, Αυστρίας και Κύπρου και των ΗΠΑ. Από το 1994 έως το 2001 πρόεδρος και γενικός διευθυντής του Κέντρου Ελληνικής Γλώσσας, που εδρεύει στη Θεσσαλονίκη και συντονιστής του προγράμματος «Αρχαιογνωσία και Αρχαιογλωσσία στη Μέση Εκπαίδευση», που εκπονείται στο πλαίσιο του Κέντρου Εκπαιδευτικής Έρευνας.

-Αριστερός με δράση, είχε συνταχθεί με το ΚΚΕεσ. Όταν η Ιωάννα Κλεφτόγιαννη, σε συνέντευξη τού 2014 για την «Ελευθεροτυπία», τον είχε ρωτήσει για την ιστορική αυτή παράταξη, είχε απαντήσει: «Υπάρχει κυρίως ένα πρόβλημα -κατά τη γνώμη μου- δύσκολο, για να μην πω δυσεπίλυτο, ενδεχομένως και άλυτο, για αυτό που ονομάσαμε στη ζωή μας Αριστερά και τύχη της Αριστεράς. Η Αριστερά περνά την πιο επίμαχη και προβληματική φάση της τα τελευταία χρόνια κι αντί κάπου να προοδεύει, μάλλον περιπλέκεται και εκφυλίζεται. Η αίσθησή μου είναι ότι δεν βλέπω διέξοδο κι από εκεί που θα περίμενε κανείς περισσότερη φρόνηση και σκέψη. Υπάρχει λοιπόν ένα πρόβλημα που δεν μπορώ να το βγάλω απ’ το μυαλό μου. Ωραία, τα αριστερά κόμματα βρίσκονται σε κρίση, η Αριστερά ως πράξη -και ως θεωρία ενδεχομένως- βρίσκεται σε κρίση. Τι κάνει, όμως, καθένας μας με την προσωπική του Αριστερά; Τι την κάνει; Τη διαγράφει για να βρει την ησυχία του. Εγώ δεν θέλω να το κάνω αυτό. Και είναι ώρες ώρες που μαυρίζει ο νους μου!».

-Ξεκίνησε ως πανεπιστημιακός δάσκαλος μεταφράζοντας και διδάσκοντας Ηρόδοτο και συνέχισε με Όμηρο, Ησίοδο, Σοφοκλή και λίγο με τη Σαπφώ. Από τα ομηρικά έπη μετέφρασε πρώτα την «Οδύσσεια» και κατόπιν την «Ιλιάδα» που τη θεωρούσε «κιβωτό δραματικής επικής τραγωδίας».

«Γενικά, πρόκειται για κιβωτό, και ίσως αυτή είναι η υπεραξία της έναντι της “Οδύσσειας”» έλεγε στη συνέντευξη για την Ελευθεροτυπία. «Ουσιαστικά, έχει σπέρματα όλων των επόμενων τεχνών. Και της ερωτικής ποίησης, και ας μην φαίνεται αμέσως, και της λυρικής ποίησης, και του στοχασμού, και φυσικά και του θεάτρου. Δένονται ταυτόχρονα ως προκαταβολές μέσα στο έπος. Εκεί βρίσκεται και η μεγαλοφυΐα του ποιητή της “Ιλιάδας”, που μάλλον είναι άλλος από αυτόν της “Οδύσσειας”, ο οποίος μπορεί να ήταν ένας μαθητής. Η “Οδύσσεια” είναι ένα έπος γενικότερα αγαπησιάρικο. Αν του αφοσιωθείς, σου ανταποδίδει την αγάπη έτσι σχεδόν σε επίπεδο ερωτικό. Η “Ιλιάδα”, σας το ορκίζομαι, είναι το πιο ακατάδεχτο έπος που μπορεί κανείς να φανταστεί. Το πιο ακατάδεχτο! Ηταν σα να μου μιλούσε από απόσταση, και μάλιστα από απόσταση υπεροχής, και μου έλεγε “δεν σε θέλω, φύγε από πάνω μου, Μαρωνίτη”.».

Ο λαμπρός φιλόλογος, που είχε μελετήσει και αρχαία και νέα ελληνικά, είχε μια ρηξικέλευθη πρόταση για τα αρχαία ποιητικά έργα:

«Να δίνουν ολόκληρο το κείμενο να το διαβάσουν τα παιδιά όπως διαβάζει κανείς ένα μυθιστόρημα. Και αφού το διαβάσουν -σε 10, σε 15 μέρες;- να αρχίζουν μια συζήτηση ανταλλαγής εντυπώσεων επί του συνόλου. Κι από εκεί να προκύπτουν και κάποιου είδους επιλογές, χωρίς ωστόσο να καπακώνουν το σύνολο του κειμένου. Όλα αυτά που δεν γίνονται!».