του Γιάννη Παναγόπουλου //

Half Note Jazz Club. Η πιο δυνατή ή, άντε έστω, μία από τις πιο δυνατές ιστορίες στην αθηναϊκή μουσική νύχτα. Το κλαμπ που “στεγάζει” μουσικούς και συγκροτήματα της τζαζ – και κάθε παραφυάδας της – έγινε σαράντα ετών. Άραγε η φετινή χρονιά θα είναι η τελευταία λειτουργίας του; Είναι νωρίς να το πεις αυτό. Οι στιγμές, όμως, που έζησε ως ενεργό μέλος της “συμμορίας” που έστησε τον χώρο –στην έκδοση της οδού Τριβωνιανού 17 στο Μετς – ο Γιώργος Γεώργας έχουν κάτι από κινηματογραφικό σασπένς. Από εκείνη τη μέρα – αρχές της δεκαετίας του 1990 – που μεθυσμένος συμφώνησε να μπει στον χώρο της τζαζ φτιάχνοντας το μοναδικό μαγαζί της Αθήνας που θα φιλοξενούσε ζωντανές μπάντες στη σκηνή του, στο σήμερα τα είδε, τα άκουσε, τα έζησε όλα. “Φλέρταρε” με τη χρεοκοπία, έζησε την ανέλπιστη οικονομική ανάσταση όταν όλα έδειχναν “οικονομική καταστροφή” και χειροκρότησε δυνατά τους μουσικούς που εμφανίστηκαν και εμφανίζονται στο κλαμπ του. Αυτός ο άνθρωπος που έχω απέναντί μου δεν ζει μια τυπική ζωή. Και σίγουρα είναι πολύ αργά να την αποκτήσει.

Πότε μπήκες πρώτη φορά σε χώρο που λεγόταν Half Note;

Πρέπει να ήταν 1977. Με το που άνοιξε στην οδό Μιχαλακοπούλου πήγαινα κάθε βράδυ για ν’ ακούω τζαζ. Μου άρεσε πολύ το είδος. Συστήθηκα με αυτή τη μουσική ακούγοντας τον ραδιοφωνικό σταθμό της αμερικανικής βάσης που λειτουργούσε τότε στο Ελληνικό. Το μαγαζί του Δημήτρη Δεικτάκη είχε γίνει στέκι μου. Δεν ήθελα να πηγαίνω πουθενά αλλού. Ούτε μπουζούκια, ούτε έντεχνα… τίποτα, μόνο εκεί ήθελα να πηγαίνω. Δυο – τρεις φορές την εβδομάδα στάνταρ θα πήγαινα στο Half – Note.

-Εκείνη την εποχή στο κλαμπ έπαιζαν μόνο Έλληνες μουσικοί;

Κυρίως Έλληνες έπαιζαν. Ακολουθούσα το Half Note κατά πόδας. Κάποια στιγμή το 1980 μεταφέρθηκε από την οδό Μιχαλακοπούλου στη Νικηφόρου Ουρανού στο Κολωνάκι και αργότερα πήγε εκεί που έκλεισε για πρώτη φορά, στην οδό Φθιώτιδος στους Αμπελόκηπους. Είχαμε γίνει φίλοι με τον Δημήτρη. Σχεδόν τον θαύμαζα. Ήταν μια ομάδα μόνος του. Εκείνος έστησε το μοναδικό μαγαζί που έπαιζε ζωντανή τζαζ μουσική στην Αθήνα. Εκείνος έκλεινε τους καλλιτέχνες που θα εμφανίζονταν. Η πίστη του στη μουσική που λάτρευε ήταν ανόθευτη. Εγώ τότε έκανα άλλες δουλειές. Είχα τελειώσει το Πολυτεχνείο και είχα ανοίξει ένα γραφείο σαν πολιτικός μηχανικός μαζί με δύο συμφοιτητές μου. Κάποια στιγμή εκείνοι διορίστηκαν στο δημόσιο και εγώ ξέμεινα. Μπήκα στη δουλειά του πατέρα μου. Είχε μια βιοτεχνία με ρούχα που τα πουλούσε σε λαϊκές αγορές στην Ελλάδα. Περίεργος τύπος ο πατέρας μου. Αριστερός και έντιμος. Ήθελε να περπατά στο δρόμο με το κεφάλι ψηλά. Δεν έβγαλε ποτέ λεφτά στη ζωή του. Δεν διανοούνταν να δουλέψει χωρίς τιμολόγια. Όταν ανέλαβα εγώ η δουλειά άνοιξε. Έβγαλα λεφτά, αρκετά λεφτά διαχειριζόμενος μια βιοτεχνία εργατικών ρούχων. Μιλάμε για ρούχα που η γραμμή τους δεν ακολουθούσε καμία μόδα. Αγόραζες νέα μόνο όταν καταστρέφονταν.

•Θέλω το Half Note να ζήσει, όμως η οικονομική του αιμορραγία δεν μπορεί να συνεχιστεί

Η σχέση σου με το Half Note της εποχής που περιγράφεις πώς ήταν;

Δεν είμαι από τους ανθρώπους που τους αρέσει το ποτό. Αναγκάζομαι και πίνω μερικές φορές. Εκείνη την περίοδο είχα λεφτά. Κέρναγα τους μουσικούς και τους πελάτες του μαγαζιού. Και όλα έμοιαζαν να έχουν πάρει μια ροή στη ζωή μου όταν το 1992 ο Δεικτάκης μου είπε πως το μαγαζί που λάτρευα θα έκλεινε. Τον θυμάμαι σαν τώρα. Έλεγε πως είχε καταστραφεί οικονομικά. Πως οι Έλληνες δεν ακούν τζαζ. Φαντάσου τα καλοκαίρια αναγκαζόταν να πηγαίνει στη Σαντορίνη να δουλεύει μάγειρας για να μαζέψει τα χρήματα που θα πλήρωνε μουσικούς και προσωπικό του κλαμπ. Εγώ είχα λεφτά. Και μόλις τον άκουσα να μιλά έτσι είπα στον εαυτό μου: “Είσαι ένας μαλάκας με λεφτά, ένας δυστυχισμένος”. Θαύμαζα το όνειρο του Δεικτάκη. Κατά τα άλλα στο μαγαζί του πήγαιναν 3 και ο κούκος. Ε, εγώ ήμουν ο ένας από τους τρεις.

Τι τελικά έγινε όταν έκλεισε το μαγαζί;

Όταν μου είπε πως η απόφασή του ήταν οριστική του πρότεινα να πιούμε ουίσκι. Έγινα λιάρδα εύκολα. Πάνω στο βαρύ μεθύσι μου του είπα να βρει έναν άλλο χώρο με χαμηλό νοίκι και πάρκινγκ στην είσοδο, στο κέντρο της Αθήνας. Του είπα επίσης: “Eγώ θα βάλω τα λεφτά”. Πέρασαν δύο χρόνια -1994- και μια ωραία μέρα με πήρε τηλέφωνο θυμίζοντας όσα είχα πει κάποτε “λιώμα”. Είχε βρει χώρο στην Αθήνα με τις προδιαγραφές που είχα ζητήσει. Καβάλησα τη Βέσπα και πήγα σε ένα μαγαζί που πουλούσε ταφόπλακες και ήταν απέναντι από το Α’ Νεκροταφείο. Το νοίκιασα δίνοντας προκαταβολή για δύο χρόνια. Σκέφτηκα πως το Half Note, στον χώρο που υπάρχει ως σήμερα, έπρεπε να φτιαχτεί με παλιά υλικά. Για να γίνει αυτό κάναμε γύρες σε οικοδομές και μαζεύαμε άχρηστα υλικά. Βρήκαμε και δύο Πολωνούς που μαζί με το μεροκάματο τούς πηγαίναμε κάθε μέρα δύο κασόνια μπύρες. Πίνανε όλη μέρα αλλά ήταν μερακλήδες, οι τέλειοι μάστορες. Εκείνοι έφτιαξαν το κλαμπ πετραδάκι – πετραδάκι. Τους πήρε κάπου δύο χρόνια να το τελειώσουν αλλά η δουλειά που “άφησαν” πίσω τους ήταν αυτό που ήθελα.

Και μετά;

Μετά δεν είχαμε καλλιτέχνες να βάλουμε στο πρόγραμμα του κλαμπ. Νόμιζα πως ο Δεικτάκης γνώριζε. Έκανα λάθος. Ήταν τέλειος στην καλλιτεχνική διεύθυνση αλλά δεν είχε επαφές. Ήθελα καλλιτέχνες από το εξωτερικό. Πήγαμε εκείνος, εγώ και ο αδελφός μου στο North Sea Jazz Festival στην Ολλανδία. Το μεγαλύτερο φεστιβάλ τζαζ μουσικής στην Ευρώπη. Εκεί γίνονται κάπου 150 συναυλίες σε ένα τριήμερο. Μιλήσαμε σχεδόν με όλους τους καλλιτέχνες. Από τους εκατό, ας πούμε, οι 8 δέχτηκαν να έρθουν στην Αθήνα. Το Half Note Jazz Club άνοιξε επίτηδες Παρασκευή και 13 Οκτώβρη του 1995. Η πρώτη μπάντα που ανέβηκε στη σκηνή ήταν το τρίο του Bobby Few. Έγινε της παλαβής. Και το καλύτερο ήταν πως οι μουσικοί ερχόντουσαν και έφευγαν κατευχαριστημένοι. Τους κλείναμε για μια εβδομάδα. Τους μιλούσαμε σε πρώτο πρόσωπο. Και η φιλοξενία μας ήταν μοναδική. Η όρεξη μας ήταν μεγάλη. Οι πρώτοι καλλιτέχνες που εμφανίστηκαν στο κλαμπ έγιναν το διαβατήριο για να έρθουν περισσότεροι και περνούσαν τόσο καλά στην Αθήνα.

-Δεν υπάρχει κάτι λάθος σ’ αυτο. 

Το μαγαζί ήταν διαρκώς γεμάτο. Αλλά αυτό δεν ήταν αρκετό. Το 1997 στην παραζάλη της καλλιτεχνικής επιτυχίας κάναμε οικονομικό απολογισμό. Τα νούμερα ήταν συντριπτικά. Είχαμε μπει μέσα κατά 200 εκατομμύρια δραχμές. Μια χασούρα αδύνατο να αναστραφεί ή τουλάχιστον έτσι πιστεύαμε. Μας θυμάμαι σαν σήμερα να κλαίμε τη μοίρα μας στο Half Note, ο Δεικτάκης, ο αδελφός μου και εγώ. Είχαμε πάρει απόφαση να κλείσουμε το μαγαζί μέχρι τη στιγμή που το τηλέφωνο χτύπησε. Ήταν μια φίλη ζωγράφος που ζούσε στο Παρίσι. Κλαίρη Κορέλη τη λένε. Μας ρώτησε τι κάνουμε και εμείς της ανακοινώσαμε πως είχαμε πάρει την απόφαση να κλείσουμε το μαγαζί. Εκείνη όμως είχε να προτείνει κάτι. Την ίδια χρονιά στη Γαλλία ήταν η “Χρονιά της Κούβας”. Μας είπε πως θα μπορούσαμε να φέρουμε στην Αθήνα όσους καλλιτέχνες θέλαμε πληρώνοντας μόνο τα αεροπορικά τους εισιτήρια. Αυτό ήταν. Οργανώσαμε το φεστιβάλ “Κουβανόραμα” στο θέατρο του Λυκαβηττού τον Ιούνη του 1998. Έγινε πανικός. Στο τέλος του διημέρου πήραμε βαθιά ανάσα. Βγάλαμε καλά χρήματα. Αρκετά όχι μόνο για να πληρώσαμε τα χρέη μας αλλά και για να στηρίξουμε το μέλλον του Half Note. Την επόμενη σεζόν μεγαλώσαμε το κλαμπ. Ως εκείνη τη στιγμή είχε 80 άτομα χωρητικότητα. Με τις κατάλληλες αφαιρέσεις περιττών τοίχων έφτασαν τα 130. Αλλάξαμε το μπαρ και πλέον θα μπορούσαμε να είχαμε χώρο για όρθιους. Την ίδια περίοδο, προς δική μας έκπληξη, όλοι ήθελαν να σχετιστούν με την τζαζ. Με τον έναν ή τον άλλο τρόπο. Βρήκαμε χορηγό ουίσκι που μας έδωσε καλά χρήματα. Το πράγμα πήρε άλλες διαστάσεις. Πλέον μπορούσαμε να στηρίξουμε δικές μας παραγωγές και σε άλλους χώρους.

Όλα καλά λοιπόν, μέχρι πότε όμως;

Μετά το 2010 ήρθε η κρίση. Οι χορηγίες αποσύρθηκαν. Οι προϋπολογισμοί μειώθηκαν. Από το 2010 το κλαμπ μπαίνει μέσα κάθε χρόνο. Δεν ξέρω, δεν ξέρω. Θέλω το Half Note να ζήσει, όμως αυτή η οικονομική αιμορραγία δεν μπορεί να συνεχιστεί. Αν το πράγμα συνεχιστεί έτσι ίσως αναγκαστούμε κλείσουμε το κλαμπ. Ίσως αυτή η χρονιά να είναι η τελευταία του. Μπορούμε να αντέξουμε ζημιές αρκεί αυτές να είναι μικρές, διαχειρίσιμες. Είμαι ο τελευταίος που θέλει αυτός ο χώρος να κλείσει.