Από τον Ελευθέριο Λεβαντή // 

 

(Γιώργος Τρανταλίδης – Μεσόγειος )

 α) ο νους του ανθρώπου φαινόμενα μόνο μπορεί να συλλάβει και ποτέ την ουσία

β) και όχι όλα τα φαινόμενα,  παρά μοναχά το φαινόμενα της ύλης

γ) και ακόμα στενότερα ούτε καν τα φαινόμενα της ύλης παρά τους μεταξύ τους συνειρμούς

δ) και οι συνειρμοί αυτοί δεν είναι πραγματικοί , είναι και αυτοί γεννήματα του νου

ε) και δεν είναι οι μόνοι δυνατοί ανθρώπινοι παρά μονάχα οι πιο βολικοί                                                                                 Καζαντζάκη, Ασκητική

Παλιές ιδέες, παλιές μουσικές, παλιά γούστα, παλιοί ξεχαρβαλωμένοι  άνθρωποι, σκεπτόταν  ο γέρος όταν  δεν ήταν καλά. O χρόνος του τέλειωνε και ο κάθε αποχαιρετισμός άλλα και η κάθε καινούργια γνωριμία, του έφερνε μια πρωτοφανή συγκίνηση, το ίδιο και κάθε τι όμορφο που μόλις άρχιζε και που μοιραία κάποια στιγμή θα τέλειωνε.

Αναγνωρίζω – όμως – τα σύνορα τούτα, τα δέχομαι με εγκαρτέρηση , γενναιότητα και αγάπη και αγωνίζομαι  μέσα στην περιοχή τους άνετα σαν να ήμουν  ελεύθερος   – έτσι δεν έλεγε ο Καζαντζάκης ;

Hier stehe ich und kann nicht anders -εδώ στέκομαι και δεν μπορώ να κάνω αλλιώς – είχε πει κάποτε και ο Λούθηρος, όταν έτρωγε άσχημο χέρι από τις καθολικές θεοσεβούμενες φιλενάδες του, για τις απόψεις του.

Τελικά μόνο οι αιώνιοι  καλοκαιρινοί έρωτες  μένουν  , ως μια σίγουρη ανθρώπινη διέξοδος  προς την  λύτρωση ..

Tην κάλεσε να περάσει στο σκάφος του, για να μιλήσουν. Την ώρα που κείνη σάλταρε πάνω από τη στενή λωρίδα νερού, που χώριζε τα δύο σκάφη, πρόσεξε το κομψό της πόδι να περνά μέσα από το φωτεινό μονοπάτι ,που δημιουργούσε  η αντανάκλαση του φεγγαριού πάνω στο νερό. Σαν να διαβαίνει τον Ρουβικώνα –  έτσι του φάνηκε –  ενώ τον τύλιγε το Channel,  εμπλουτισμένο με μια δόση αλμυρό βραδινό αεράκι, επάνω σε όμορφο καλομαυρισμένο κορμ, μόλις μπανιαρισμένο  και τυλιγμένο σε μαγικά γαλακτώματα και έλαια. Και ενώ η θάλασσα  του έκλεινε πονηρά  το μάτι,  στέλνοντας  μια πινελιά  φως στο όμορφο της πρόσωπο ,που φώτισε για λίγο και ‘κείνα τα γλυκά ματάκια.

2-3

-Ελάτε κα Παστάκη της είπε γελώντας  , εγώ  είμαι , ο γέρος με τις τσούλες ..

-Μαρία παρακαλώ , με συγχωρείται δεν ήξερα ..

  • Ναι το γνωρίζω .., κανείς δεν ξέρει …μα και όλοι μιλάνε..
  • Γιατί το κάνετε αυτό..;
  • Τι εννοείτε ;

-Γιατί  είστε τόσο  πικρόχολος ;

  • Δεν είμαι εγώ πικρόχολος ,απλά  έτσι έχουν τα πράγματα..
  • Θέλετε να μας μιλήσετε λίγο για τα παιδικά σας χρόνια.
  • Θυμάμαι λίγα πράγματα ,  το νησί  της  γιαγιάς μου ,  τη θάλασσα, τον Θεό και τον διάβολο !

-Ποτέ ακριβώς αρχίσατε να ασχολείστε με το τη showbiz.

Να τα μας .. σκέφτηκε ο γέρος , το ήξερα ότι κάποιον άλλο με μπέρδευε  !

Άρχισα στο δημοτικό  – επί χούντας. Μ έβαζαν και εγραφα με το ζόρι ποιήματα και θεατρικά έργα για τις εθνικές επετείους, άρχισε να λέει .

Συνέχισα στο Γυμνάσιο και κατά την διάρκεια των σπουδών μου και έκτοτε η αλήθεια είναι ότι δεν σταμάτησα ποτέ!

Η συζήτηση συνεχίζονταν και σε λίγο τους έπιασε αυτή η γλυκιά χαλάρωση που ακολουθεί μια ημέρα στη θάλασσα .

Σε λίγο ξάπλωσαν στο deck και κοιτούσαν τ’ άστρα  – ο γέρος έφερε μια μπουκάλα Jack Daniels και άφθονα παγάκια ,ενώ έστριψε στα μουλωχτά ένα joint. Για την μουσική υπόκρουση φρόντιζε η  μελωδία του πουθενά : ο ήχος από τα ξάρτια.

Και εν τω μεταξύ ,οι κοπέλες του πληρώματος είχαν βγει για μια τσάρκα , ενώ ο δύσθυμος σύζυγος της Μαρίας  είχε  πια αποκοιμηθεί ,αγανακτισμένος. Εκείνος γύρισε και την κοίταξε βαθιά στα μάτια , της χάιδεψε  τα μαλλιά και την φίλησε.

– Με συγχαρείς της είπε , στο σημείο αυτό βιάζομαι πάντα .

Λέει το Hagakure ,  ο Κώδικας Τιμής των Σαμουράι , ότι  η ύστατη μορφή αγάπης  είναι η κρυφή αγάπη , η αγάπη που δεν εκδηλώνεται ποτέ .Τη στιγμή που εκδηλώνεται , η αγάπη ή το συναίσθημα , εκείνη τη στιγμή αρχίζει να περιγράφεται με ανεπαρκείς έννοες και εκφυλλίζεται.

-Δεν πειράζει χαμογέλασε η Μαρία  –  μην το κουράζεις άλλο  , μου άρεσε έτσι και αλλιώς ..

Την φίλησε πάλι , της άνοιξε το πουκάμισο  και άρχισε να της χαϊδεύει – η αλήθεια είναι ότι όταν υπάρχει τέτοια χημεία , δεν πολυσκάς για ένα συναίσθημα ,που μόλις άρχισε εκφυλίζεται σκεφτόταν ο  γέρος , που αν και εξαντλημένος  από τις συγκινήσεις της ημέρας ,ήταν πάλι έτοιμος .

Εκείνη ήταν ήδη από πάνω του και  είχε βγάλει το πουκάμισο της , ενώ  κάτω από τη μύτη του φεγγαριού , τα μικρά λευκά σημάδια  του μαγιό , έκαναν τα στητά της στήθη,όπως πάλλονταν μέσα στο σκοτάδι να σηματοδοτούν κίνδυνο , ενώ τα γλυκά μάτια είχαν κλείσει , ίσως για να μην προδώσουν τις μύχιες σκέψεις της στιγμής .

-Στάσου , είπε η Μαρία και συμμαζεύτηκε  – όχι εδώ  ..

Τους διέκοψε ο σύζυγος αποφασισμένος  για καυγά  :

–  Meine Liebe , we are on vacation – dammed !