Από την Αγγελική Κώττη //

Δώδεκα Απριλίου 1941. Η πόλη έχει κατάκλειστα τα παράθυρα και τις καρδιές της. Είναι μια συννεφιασμένη Κυριακή, από αυτές που κανείς δεν θα ήθελε να έχει ζήσει. Οι κατακτητές μπαίνουν στην Αθήνα.

Σε λίγο, μια σκηνή θα επαναλαμβάνεται σε όλες τις πόλεις που έχουν αρχαιολογικά μουσεία. Οι Γερμανοί θα τα βρίσκουν άδεια και θα ρωτούν με μανία πού είναι τα αγάλματα. Εκείνα έχουν «φύγει» και δεν υπάρχει στόμα να αποκαλύψει πού πήγαν. Στο Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο, οι αρχαιολόγοι απαντούν συβιλλικά: «στο χώμα, όπως πάντοτε». Με κίνδυνο της ζωής τους, το ζεύγος Καρούζου (οι μεγάλοι «Καρουζαίοι» όπως τους αποκαλούσαν όσοι τους έζησαν) και οι συνεργάτες τους, αρνούνται να οργανώσουν έκθεση στις άδειες αίθουσες, επικαλούμενοι το φρόνημα του ελληνικού λαού, που πεθαίνει από την πείνα και δεν ενδιαφέρεται, δήθεν, για αρχαιότητες.

eam-stat

Την ίδια εποχή, ο Γιάννης Μηλιάδης, γενναίος έφορος Ακροπόλεως, με κίνδυνο ζωής, επίσης, αποστέλλει γραπτές διαμαρτυρίες στον γερμανό Φρούραρχο των Αθηνών επειδή οι («μορφωμένοι» και «φιλάρχαιοι») στρατιώτες του έχουν μετατρέψει τον Ιερό Βράχο σε κέντρο ακολασίας και υπαίθριο ουρητήριο. Εκείνος ουρλιάζει απειλώντας ότι θα τον εκτελέσει για τις… συκοφαντίες εναντίον των Γερμανών στρατιωτών. Και ο Μηλιάδης επιμένει…. Όπως όλοι οι συνάδελφοί του, αλλά και φύλακες αρχαιοτήτων, και συντηρητές και εργάτες, ανά την επικράτεια.

Πού ήταν όμως τα αγάλματα και πώς είχαν φύγει από το μουσείο; Το έχει περιγράψει ο Βασίλειος Πετράκος στο βιβλίο του «Τα αρχαία της Ελλάδας κατά τον πόλεμο 1940- 44» με τεκμήρια και λεπτομέρειες. Είναι έκδοση της εν Αθήναις Αρχαιολογικής Εταιρείας και έχει πολύ μεγάλο ενδιαφέρον. Τα αναφέρει όλα, από το πώς πήραν την απόφαση να σιγουρέψουν τα αρχαία μεταφέροντάς τα σε κρύπτες ή σπηλιές, ή θάβοντάς τα στα υπόγεια των μουσείων μέχρι και το τι έγινε μετά, όταν συγκεντρώθηκαν σε ένα μικρό βιβλίο οι ζημιές που επέφεραν τα κατοχικά στρατεύματα σε αρχαιότητες που είχαν μείνει σε μουσεία ή υπήρχαν σε αρχαιολογικούς χώρους. Την ίδια πρακτική ακολούθησαν οι Γερμανοί σε όλες τις χώρες που είχαν κατακτήσει.

eam-stat2

Δείτε και την ταινία του Αλεξάντρ Σοκούροφ «Η κιβωτός των ανθρώπων» (Francofonia) που προβάλλεται τώρα στους κινηματογράφους, με επίκεντρο το Λούβρο. Και θυμηθείτε το Monuments’ men σε ταινία και βιβλίο, με τις ανάλογες ιστορίες που ξεκινούν από την κατεχόμενη Γαλλία και φτάνουν μέχρι αλατορυχεία στη Σιλεσία και αλλού, όπου οι κατακτητές είχαν φυγαδεύσει κλεμμένα έργα τέχνης. Για να δώσουμε μια τάξη μεγέθους, θα πούμε ότι οι Γερμανοί είχαν κλέψει περί τα πέντε εκατομμύρια έργα τέχνης από μουσεία, ιδιωτικές συλλογές και σπίτια, στη «μεγαλύτερη ληστεία της Ιστορίας».

Αν όμως θέλετε ένα βιβλίο με μυθοπλασία, με αγωνία, με αγάπη, με δάκρυα, με ευψυχία, ένα βιβλίο για εφήβους (αλλά κάθε ηλικίας), μπορείτε να απολαύσετε το βιβλίο της Αγγελικής Δαρλάση «Όταν έφυγαν τ’ αγάλματα» που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις «Μεταίχμιο». Θα μαγευτείτε από όλα: από την ίδια την ιστορία που ξετυλίγει, από τους πρωταγωνιστές του, αλλά και από κάθε σελίδα του. Διότι, ως γνωστόν, δεν είναι μόνο ΤΙ γράφεις, αλλά και ΠΩΣ το γράφεις. Η συγγραφέας το έγραψε θαυμαστά.

DARLASH (1)Η κεντρική ιδέα, το κόκκινο στημόνι του υφαντού, είναι η απόκρυψη των αγαλμάτων από τους ανθρώπους του Εθνικού Αρχαιολογικού Μουσείου. Πρόκειται όπως είπαμε για αληθινή ιστορία. Κάτι που κάνει ακόμα πιο δύσκολη τη δημιουργία του συγγραφέα. Πώς δεν θα τον «ξεπεράσουν» τα συνταρακτικά γεγονότα; Πώς θα καταφέρει να τοποθετήσει τους μικρούς, χάρτινους ήρωές του μέσα στο ιστορικό «γίγνεσθαι»; Πώς θα αιχμαλωτήσει την προσοχή του αναγνώστη;

Η συγγραφέας τα κατέφερε σε όλα. Παρακολουθούμε το μεγάλο ιστορικό γεγονός της απόκρυψης των αγαλμάτων μέσα από τα μάτια της μικρούλας Αγγελίνας, που είναι παιδί, αλλά σύντομα θα βαδίσει ψυχικά προς τον κόσμο των ενηλίκων. Σαν ένα ωραίο κατασκοπικό αφήγημα, με την Αγγελίνα και τον αχώριστο φίλο της Τίκο να παρακολουθούν κρυφά τι κάνουν οι μεγάλοι και, μέχρι να το ανακαλύψουν, να φαντάζονται τρομερά πράγματα. Οι ήρωες είναι τόσο γήινοι, σαν να έχουν πλαστεί από τη γη που φυλάει τα αγάλματα πριν οι αρχαιολόγοι τα φέρουν στο φως. Και η προσοχή του αναγνώστη προσελκύεται αβίαστα από τη συναρπαστική πλοκή, τη γεμάτη ανατροπές, αγωνίες, μικρές και μεγάλες αποκαλύψεις, αλλά και από την υπέροχη γραφή της Αγγελικής Δαρλάση. Η σύλληψή της, να μιλά το μικρό κορίτσι με τα αγάλματα και να ακούει τα μυστικά τους, (ιδιότητα που πιθανώς είχε και η μητέρα της) είναι από μόνη της εξαιρετική. Το κείμενο όμως απογειώνεται από τον ποιητικό τρόπο με τον οποίο γίνονται οι διάλογοι της Αγγελίνας με τα αγάλματα.

Να το διαβάσετε λοιπόν; Οπωσδήποτε. Αυτά είναι τα καλά βιβλία και τα καλά νέα. Αν θέλετε όμως και ένα «κακό» ο Τίκος, ο παιδικός φίλος, σύμμαχος και συμπαραστάτης της Αγγελίνας στην αναπηρία της (έχει κι ο ίδιος το δικό του πρόβλημα και την καταλαβαίνει) ίσως και η πρώτη αγάπη της (αν και σε αυτή την ηλικία δεν το συνειδητοποιείς καν), δεν βγαίνει ζωντανός. Γιατί και οι απώλειες ανθρώπων που αγαπήσαμε, μέσα στη ζωή είναι. Τα παιδιά του πολέμου τις ζουν από τις πιο τρυφερές ηλικίες.

(Ναι. Και πάλι στα προσφυγάκια το πάω. Αλλά δεν θα κλείσω το σημείωμα χωρίς να πω ότι ο αρχαιολόγος Κώστας Πασχαλίδης, που τόσες φορές έχει μιλήσει δημόσια για τη μεγάλη επιχείρηση απόκρυψης των αγαλμάτων, ήταν ανάμεσα στους ανθρώπους που ενέπνευσαν την Αγγελική Δαρλάση.)

darlasi anoigma