Γράφει ο Νικηφόρος Γκολέμης //
Το νομοσχέδιο του Υπουργείου Εργασίας και Κοινωνικής Αλληλεγγύης έθεσε – για πολλοστή φορά το τελευταίο διάστημα – στο επίκεντρο το ζήτημα της διαφορετικής μεταχείρισης ομόφυλων και ετερόφυλων ζευγαριών από το κράτος. Μια διαφορετική μεταχείριση που πρόκειται να αρθεί και στον τομέα της αναδοχής τέκνου, έναν χρόνο περίπου μετά την επέκταση του συμφώνου συμβίωσης στα ομόφυλα ζευγάρια. Οι όροι με τους οποίους τίθενται τα εν λόγω ζητήματα στον δημόσιο διάλογο είναι εξόχως προβληματικοί και υποκρύπτουν τεράστιες σκοπιμότητες, με τους πολιτικούς προϊστάμενους να «τζογάρουν» πάνω σε θεμελιώδη ζητήματα ατομικής ελευθερίας.
Αφήνοντας στην άκρη το ουσιαστικό μέρος του νομοσχεδίου (για τις επιστημονικές προεκτάσεις και τα ζητήματα παιδοψυχολογίας υπάρχουν εξάλλου αρκετοί αρμόδιοι για να τοποθετηθούν), ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζει η όλη διαδικασία των «βαθμιαίων παραχωρήσεων» προς τα ομόφυλα ζευγάρια. Από την επέκταση του συμφώνου συμβίωσης προχωρήσαμε πλέον στην αναδοχή, με φόντο να καταστεί κάποια στιγμή εφικτή η υιοθεσία και εν τέλει ο γάμος. Η βραδύτητα στη λήψη νομοθετικής πρωτοβουλίας και ο «κατακερματισμός» των προς παραχώρηση δικαιωμάτων στη λογική του «ένα τη φορά» έχουν διττή ανάγνωση: Από τη μία μεριά, το «φάντασμα» του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων, το οποίο είχε καταδικάσει την Ελλάδα ήδη από το 2013 για τη μη επέκταση του συμφώνου συμβίωσης στα ομόφυλα ζευγάρια, ενώ προσφάτως ήταν η αιτία που προχώρησε με διαδικασίες – εξπρές το νομοσχέδιο της ταυτότητας φύλου. Ανάλογη πίεση δεχόμαστε και στην περίπτωση της αναδοχής, αφού ενδεχόμενος αποκλεισμός των ομόφυλων ζευγαριών που έχουν συνάψει σύμφωνο συμβίωσης θα σημάνει αυτομάτως νέα καταδίκη, οπότε οφείλουμε να δείξουμε τη «δέουσα προσοχή». Το ερώτημα που τίθεται σε πρώτη βάση είναι απλό: Γιατί αδυνατεί να πάρει πρωτοβουλία η Ελληνική Δημοκρατία προς διευθέτηση των ατομικών ελευθεριών των πολιτών της και περιμένει την ύστατη στιγμή να λάβει… βηματοδότη εκ Στρασβούργου για το πώς θα κινηθεί; Πόσο τιμητική είναι για το πολιτικό προσωπικό της χώρας αλλά και για τους ίδιους τους ενδιαφερόμενους μια εικόνα εξαναγκασμού του κράτους σε νομοθετήματα καθ΄ υπαγόρευσιν;
Σε δεύτερη φάση, η παροχή των ελευθεριών σε «δόσεις» και η ανακύκλωση της ίδιας συζήτησης στον δημόσιο διάλογο φαίνεται σε μικροπολιτικό επίπεδο να ευνοεί αυτούς που εκφράζουν ξεκάθαρες θέσεις όσον αφορά την παραχώρηση ή μη των δικαιωμάτων. Με άλλα λόγια, όσοι τάσσονται αναφανδόν υπέρ ή κατά των εν λόγω νομοθετημάτων βρίσκουν μέσω της διαρκούς επαναφοράς των ερωτημάτων αυτών στο προσκήνιο την ευκαιρία να βγουν μπροστά, να επικοινωνήσουν σε ένα καθεστώς πόλωσης τις θέσεις τους και να συσπειρώσουν εν τέλει τα ακροατήριά τους στον επιθυμητό βαθμό. Αυτήν την προοπτική προσπαθεί να εκμεταλλευτεί στην παρούσα φάση ο ΣΥΡΙΖΑ, ο οποίος, τοποθετώντας εαυτόν στο ρεύμα του «αναφανδόν υπέρ» επιχειρεί να δημιουργήσει σύγχυση στη «φιλελεύθερη» ΝΔ, η οποία ακροβατώντας μεταξύ φιλελευθερισμού, ευρωπαϊσμού, συντηρητισμού, εκκλησιασμού και «αντιπροεδρεύοντος» πούρου ακροδεξιού φασισμού, αδυνατεί φυσικά να δώσει ξεκάθαρες απαντήσεις και να παρουσιάσει μια ενιαία θέση. Τον αντίπαλο πόλο στον «προοδευτικό» ΣΥΡΙΖΑ σχηματίζει η «συντηρητική» Εκκλησία, με τους δύο φορείς να βολεύονται ιδιαίτερα στην υπάρχουσα διαμορφωμένη κατάσταση και τις ευκαιρίες για διαρκή επανάληψη των θέσεών τους. Εξάλλου, η αναγωγή της αντιπαράθεσης στο δίπολο «πρόοδος – συντήρηση» αποτελεί την «ονείρωξη» του κάθε συστημικού (και σε αυτό πολιτικό προσωπικό και Εκκλησία συμφωνούν απόλυτα), αφού αποπροσανατολίζει από τα πραγματικά ζητήματα πολιτικής και πολιτειακής οργάνωσης και δημιουργεί διαχειρίσιμες αντεγκλήσεις στη βάση «εχθρός – φίλος».
∠Οι χειρισμοί του κρατικού μηχανισμού σε θέματα ισότητας και δικαιωμάτων των μη ετεροφυλόφιλων μελών της κοινωνίας αποτελεί μνημείο προχειρότητας και μικροπολιτικών σκοπιμοτήτων. Το «ψάρεμα» σε θολά νερά στην πλάτη των ανθρώπων αυτών δεν τιμάει κανέναν από τους εμπλεκόμενους και υπονομεύει τα όποια βήματα γίνονται προς την σωστή κατεύθυνση.
Μια ειδικότερη ένσταση επί του συγκεκριμένου νομοσχεδίου έχει να κάνει με την προσπάθεια επικοινωνιακού πλασαρίσματος της αναδοχής από τα ομόφυλα ζευγάρια ως ένα ακόμα βήμα προς τη λεγόμενη «αποϊδρυματοποίηση». Τεχνηέντως προσπαθεί ο κρατικός μηχανισμός να κρυφτεί για άλλη μια φορά πίσω από το δάχτυλό του και να κουκουλώσει την ανεπάρκειά του, υποστηρίζοντας ότι η άθλια κατάσταση των ιδρυμάτων και οι δαιδαλώδεις γραφειοκρατικές διαδικασίες που απαιτούνται για την αναδοχή θα λυθούν επειδή θα βρεθούν περισσότεροι ενδιαφερόμενοι! Είναι χαρακτηριστικό εξάλλου το γεγονός ότι από διαδικαστική σκοπιά (δεν εξετάζουμε το πόσο αξιοπρεπές είναι αυτό για την προσωπικότητα των ενδιαφερόμενων αναδόχων) ένα ομόφυλο ζευγάρι μπορεί και μέσα στο υπάρχον νομικό πλαίσιο να γίνει ανάδοχος τέκνου μέσω της ατομικής αναδοχής. Δεν λείπει λοιπόν η νομική οδός ούτε η ζήτηση από πλευράς ζευγαριών να γίνουν ανάδοχοι γονείς. Η μόνη «έλλειψη» που παρατηρείται είναι η διάθεση του κράτους να σταθεί στα πόδια του και να αναλάβει σοβαρές πρωτοβουλίες για τους πολίτες του. Και ως γνωστόν, κάθε φορά που το κράτος αδρανεί, ένας «φιλεύσπλαχνος ιδιώτης» και κάποια «ανεξάρτητη Μ.Κ.Ο.» τρίβουν τα χέρια τους από ικανοποίηση.
Οι χειρισμοί του κρατικού μηχανισμού σε θέματα ισότητας και δικαιωμάτων των μη ετεροφυλόφιλων μελών της κοινωνίας αποτελεί μνημείο προχειρότητας και μικροπολιτικών σκοπιμοτήτων. Το «ψάρεμα» σε θολά νερά στην πλάτη των ανθρώπων αυτών δεν τιμάει κανέναν από τους εμπλεκόμενους και υπονομεύει τα όποια βήματα γίνονται προς την σωστή κατεύθυνση. Η αναδοχή από ομόφυλα ζευγάρια, όπως και ανάλογες κινήσεις, δεν θα πρέπει να νομοθετούνται επομένως με όρους πολιτικού τακτικισμού ούτε εν μέσω υπονοιών για «φορσέ» κινήσεις από το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (ΕΔΔΑ) και λοιπές κοινοτικές οδηγίες.