Από τον Μιχάλη Καφαντάρη //

Χειμώνας μέσα δεκαετίας ’90.

Υγρασία και παγίδα μεταξύ Καλλιδρομίου και Αραχώβης.

Η πεζοδρόμηση έμοιαζε αιώνια και απέθαντη στους μεσαίους δρόμους, σκατά σκυλιών και παγόνερα.

Ήμουν τρελός από έρωτα. Η άλλη δίπλα μου έβγαζε άχνες από το κρύο, όπως γέλαγε ξαφνικά εδώ κι εκεί, όταν το μάτι της έπεφτε στο ψιλομαραμένο λάχανο που κράταγε στοργικά στα χέρια της σαν μωρό.

Μισή ώρα πριν, ενώ πίναμε ακόμα στο L.A.*, η κουβέντα πήγαινε περίεργα.

Ήμουν ερωτευμένος, το γούσταρε αλλά την έπνιγε, αλλά το γούσταρε που την έπνιγε, αλλά την έπνιγε που το γούσταρε που την έπνιγε και το θέμα πήγαινε κάπως έτσι, λεωφορείο για Λαμία με εικοσάλεπτη στάση στα Καμμένα Βούρλα για κουραμπιέδες. Έρωτας στα χρόνια της πεθαμένης καθημερινής σε μπαρ.

Να κάναμε μια ανακωχή απόψε και αύριο βλέπουμε.

Έκανα πως πάω για κατούρημα και βγήκα έξω τρέχοντας, δύο στενά πιο κάτω στο λουλουδάδικο στην Τοσίτσα να της πάρω τριαντάφυλλο, ούτε ξέρω πώς μου ήρθε. Έτρεχα με το πλάκωμα που νιώθουν κάτι δυστυχισμένοι, που τρέχουν στους δρόμους σε ταινίες με την Τζιν Σίμονς την ώρα που ακούγονται σάουντρακ ελαττωμένες συγχορδίες στο πιάνο σε στυλ “Έιντζελ Φέις” του Τιόμκιν.

Αυτή έμοιαζε καμιά φορά με την Τζιν Σίμονς στο “Έιντζελ Φέις” αλλά τότε δεν είχα ιδέα πoια είναι η Τζιν Σίμονς. Ούτε ο Τιόμκιν.

Γαμώ την πουτάνα μου, το μαγαζί είναι κλειστό .

Έψαξα μπας και βρω κάνα χαμηλό μπαλκόνι με γλάστρα να τη βουτήξω επιτόπου, αλλά το κρύο είχε κάψει τα πάντα. Τότε το μάτι μου έπεσε σε κάτι καφάσια έξω από ένα ημιυπόγειο μανάβικο. Κάπου χωμένο είχε μείνει ένα μικρό λάχανο πίσω από τα καγκελάκια που έφραζαν την είσοδο για το μαγαζί.

φώτο 2 μπαίνει στην μέση του κειμένου.Βούτηξα από πάνω και χώθηκα σχεδόν ο μίσος μέσα για να το πιάσω.

Της το έσκασα πάνω στη μπάρα. “Το πιο κοντινό που βρήκα σε λουλούδι” της είπα.

Έβαλε τα γέλια, την άκουσε όλο το άδειο μαγαζί και με φίλησε.

– Θέλεις να γίνει το παιδί μας που το έσωσες από το κρύο και μου το έφερες να το μεγαλώσουμε; Είπε και σκάλισε στο λάχανο στόμα, μύτη και μάτια με ένα πλαστικό σουίζλ που άρπαξε από δίπλα.

Εντάξει, το λάχανο είχε σώσει την κατάσταση, για σήμερα. Αύριο βλέπουμε.

Το κρύο έτσουζε όταν βγήκαμε έξω, κόλλησε πάνω μου να ζεσταθεί και όλοι μαζί, εγώ, αυτή, το λάχανο και οι συγχορδίες, πήραμε τον δρόμο για το σπίτι.

30-40 βήματα πιο κάτω πρέπει να μου ξέφυγε ένα τρέμουλο και το ένιωσε.

-Κρυώνεις;

-Όχι πολύ.

Μου έφυγε και άλλο τρέμουλο.

-Ε… τι όχι πολύ; Κρυώνεις, αφού τρέμεις.

-Δεν κρυώνω.

-Καλά, δεν είναι ντροπή.

-Δεν κρυώνω ρε παιδί μου.

-Καλά…

-Τι καλά;

Έρωτας στα χρόνια της πεθαμένης Δευτέρας, πιωμένος και στα 22 μου, δεν είχα την ωριμότητα να απαντήσω απλά: “Τι μου ζαλίζεις τα παπάρια ρε κοπέλα μου… και βέβαια κρυώνω με 4 βαθμούς, δεν είμαι πιγκουίνος…”.

Το σάουντρακ από πίσω σε στυλ “Έιντζελ Φέις” βαραγε ασταμάτητα.

Έβγαλα επιτόπου τα ρούχα μου. Έμεινα γυμνός από τη μέση και πάνω.

-Είπαμε, δεν κρυώνω.

Της έφυγε ένα πνιχτό ξεφύσημα-γελάκι από τη μύτη. κοίταξε κάτω και συνέχισε το περπάτημα.

Μαλάκα, με θεώρει φλώρο…

Την προσπέρασα και άρχισα να τρέχω επιδεικτικά, σε ρυθμό τζόκινγκ, γυμνός μέσα στο κρύο.

Θα έτρεχα κανα λεπτό, την είχα αφήσει πίσω σίγουρα γιατί ποτέ δεν χάλαγε το αργό περπάτημά της και όμως άκουσα βήματα να με πλησιάζουν.

Χωρίς να σταματήσω να τρέχω γύρισα στα αριστερά και είδα έναν ξανθό με χεβιμεταλάδικο κούρεμα να τρέχει δίπλα μου στον ίδιο ρυθμό με εμένα. Χαμογέλαγε.

Οι συγχορδίες εκεί:

– Φίλε, έχεις καιρό που βγήκες;

– Μπα, όχι πολύ καιρό. Με είχε πάρει στο ψιλό ένας άσχετος, οπότε συνέχισα την πλάκα, αλλά σταμάτησα να τρέχω. Κοίταξα πίσω μου να δω πού ήταν η άλλη. Έβλεπα τη σκιά της να περπατάει στο ήρεμο και εδώ κι εκεί έλαμπε το λάχανο κάτω από τα φώτα του δρόμου.

Ο τύπος συνέχισε.

– Χα’ι’δάρι σε είχαν;

Μόνο ο χαβαλές με αγνώστους μου έλειπε τώρα,

– Σε ιδιωτική κλινική είσαι;

Ο τύπος συνέχισε με ενθουσιασμό. Ξαφνικά μου φάνηκε ότι το εννοούσε.

– Εμένα με είχαν Χα’ι’δαρι. Ψιλοπίκρα, συνέχισε. Πριν δύο εβδομάδες βγήκα. Τι φάρμακα παίρνεις;

φώτο 3.Κάτι πήγα να του πω, ότι έγινε παρεξήγηση και ότι δεν έχω τέτοιο θέμα με ψυχασθένεια και ας τρέχω γυμνός από τη μέση και πάνω μέσα στο κρύο, αλλά εκείνος συνέχισε πιο χαμογελαστός να μου λέει, σαν παιδί που μόστραρε τη συλλογή του από αυτοκινητάκια Μαζορέτ, ένα κατεβατό από φάρμακα που τελείωναν σε -αξ σε -ζολ, σε -βιν και που ούτε είχα ξανακούσει.

– Και εγώ καμιά φορά δεν τα παίρνω και κάνω διάφορα, μου είπε μετά, μη τ’ αφηνεις ρε φίλε, να τα παίρνεις γιατί αλλιώς σκατοκατάσταση …

Στεκόμουν με τα ρούχα στο χέρι και ένιωσα να χώνεται το δικό της χέρι και να με πιάνει αγκαζέ. Είχε επιτέλους φτάσει.

Ο ξανθός χεβιμεταλάς έδειξε να ξαφνιάζεται. Μετά κοίταξε εμένα.

-Είστε μαζί;

Δεν πρόλαβα να απαντήσω.

Το πρόσωπο του σκοτείνιασε.

– Μου είπες ψέματα ρε φίλε. Δεν παίρνεις φάρμακα. Αφού έχεις κοπέλα. Δεν είσαι τρελός.

Έφυγε αμίλητος και λίγο θυμωμένος χωρίς να κοιτάξει πίσω του.

Έφυγε ανυποψίαστος για το πόσο έξω είχε πέσει στη διάγνωσή του.

Στη μέση του πεζόδρομου έμειναν μόνο ένας γυμνός από τη μέση και πάνω και, κολλημένη στο μπράτσο του, κάποια να κρατάει ένα λάχανο, τον καρπό του έρωτά τους που σύντομα θα μαραίνονταν και γύρω τους να περιστρέφεται μια κουρτίνα από ελαττωμένες συγχορδίες σε στυλ “Έιντζελ Φέις” του Τιομκιν, που εμπόδιζε να τους ακουμπήσει το κρύο τουλάχιστον για εκείνη τη νύχτα.

Ήμουν και εγώ τρελός. Από έρωτα.

Για πολλές νύχτες ακόμα.

* L.A.: Mπαρ στον πεζόδρομο της οδού Μεθώνης στα Εξάρχεια που έπαιζε αποκλειστικά ψυχεδέλεια δεκαετίας 60-70.