Της Σώτιας Παπαμιχαήλ //

…Μια φίλη με ρώτησε αν το βιβλίο αυτό είναι σκληρό. Ανθρώπινο είναι πολύ κι αληθινό. Τόσο τραχύ, όσο βελούδινο. Κι όταν το κλείσεις κρατάς ακόμα λίγο την ανάσα σου, μέχρι να γίνουν όλοι τους σκιές στο βάθος του δρόμου τους…

Αν δεν είχε βαφτίσει το βιβλίο της, η Κάλλια Παπαδάκη, Δενδρίτες – Εκδόσεις Πόλις, σίγουρα θα λεγόταν Απνευστί, γιατί έτσι διαβάζεται. Με την ανάσα κρατημένη για μακροβούτι στα βαθιά. Σαν να στέκεσαι, στην άκρη του ποταμού Ντέλαγουερ και με μύτη και μάτια κλειστά, δίνεις μια και βουτάς κι όταν πια ακουμπήσεις με τα πόδια σου το λασπωμένο του χώμα, κι ανοίξεις τα μάτια, καταλαβαίνεις πως είναι όλοι εκεί.

Γυρνάς και βλέπεις δίπλα σου, τη Μίνι με το ψαλίδι χειροτεχνίας, να προσπαθεί να κόψει την κοτσίδα της μπροστά στον καθρέφτη της σχολικής τουαλέτας και θες να της φωνάξεις «Μη! Τι κάνεις;» ώσπου βλέπεις την αριστερή ήδη κουτσουρεμένη και καταλαβαίνεις πως είναι μονόδρομος ετούτο το ψαλίδι.

Βλέπεις τον δεκαεννιάχρονο Αντώνη από τη Νίσυρο να καταφτάνει με είκοσι δολάρια κι αυτά όχι για πολύ. Θα μάθει σύντομα πως τίποτα και κανείς δεν είναι για πολύ σε αυτόν τον τόπο. Κι αν ξεμείνει κάποιος, βάσανο γίνεται κι αρχίζει η κατηφόρα.

Να κι η Λητώ 68, που δε σηκώνει πολλά-πολλά από κανέναν πια, ούτε καν από τους δικούς της και μέσα σε όλα, αγωνιά για το ποιος σκότωσε τον Τζέι Αρ. Έχει βέβαια τη θεωρία της, με την οποία συμφώνησα αμέσως αν και ο σεναριογράφος άλλα είχε κατά νου.

«…το μεγαλύτερο κακό το κάνει η σκέψη, είναι ικανή να φανταστεί τα χειρότερα, ανοίγει μονοπάτια εκεί που δεν υπάρχει παρά μόνο πυκνή κι αγριωπή βλάστηση, αυτή συλλαμβάνεται εν βρασμώ κι εσύ τιμωρείσαι ισόβια…»

Και η κυρία Μέκκα που θέλει τόσο να παντρέψει τα κορίτσια της, όμορφα και νοικοκυρεμένα. Γιατί παλεύει με τον άντρα της; Τι ήρθαν να κάνουν σε αυτόν τον τόπο; Γιατί θαλασσοπνίγηκαν; Οικογένεια με παιδιά, εγγόνια και λεφτά και την Κυριακή όλοι μαζί να εκκλησιάζονται με το κεφάλι ψηλά. Έχει τα δίκια της μα δε φτάνουν για να πείσουν τους άλλους.

Παρακολουθείς τον Μπέιζελ που ησυχία δε βρίσκει πια. Ζαλάδα σε πιάνει. Σπίτι-δουλειά, δουλειά-σπίτι με ένα κεφάλι καζάνι γιατί το όνειρο που διάλεξε από καιρό δεν τον χωράει.

Κι εσύ Ραλλού, ναι, εσύ με τα τσακίρικα μάτια που κρατάς το πανεράκι σου με τις εθελοντικές εισφορές υπέρ ανεγέρσεως του Oρθόδοξου Ναού, πες μου πώς από πειρασμός και πόθος καταντάς θηλιά στο λαιμό του άλλου; Πες, γιατί ο κίνδυνος είναι πάντα παρών κι ας μην τον νιώθεις στο πρώτο φιλί.

Με μια βουτιά βρέθηκα στα βαθιά νερά του Ντέλαγουερ του ποταμού που βρέχει το Κάμντεν και το χωρίζει από τη Φιλαδέλφεια. Τα ποτάμια ξέρουν πολλά και ξέρουν να τα φυλάνε κι ο Ντέλαγουερ τους γνώριζε όλους καλά στο Κάμντεν. Τον Αντώνη, τη Λητώ, τη Ραλλού, τη Μίνι, την κυρία Μέκκα κι άλλους κι άλλους. Τους έβλεπε κάθε μέρα να ξυπνούν, να προσπαθούν κι αποκαμωμένοι να πλαγιάζουν στην ίδια πόλη, άλλοι στη δόξα κι άλλοι στην κατωφέρεια του αμερικάνικου ονείρου. 1919, 1930, δεύτερος παγκόσμιος, δεκαετία του ’60 και κάπου εκεί στις αρχές του ‘80. Πόσους κύκλους έκανε το όνειρο αυτό; Πόσες φορές έμεινε μισό; Κ πόσοι τους απομένουν;

«… έξω χιονίζει, σε λίγο θα τα καλύψει όλα το χιόνι, τις τύψεις, τα πάθη, τους δρόμους, τα λάθη, κι η Γκλάντις τρέχει να κλείσει το παράθυρο που έμεινε ανοιχτό και μπάζει και δε λέει να κλείσει, είναι παλιοί οι μεντεσέδες, οι βίδες και τα παξιμάδια έχουν λασκάρει, τα ξύλα έχουν κυρτώσει κι έξω χιονίζει, χιονίζει τώρα και μέσα, χιονίζει πολύ, κι όσο κι αν προσπαθεί η Γκλάντις σε λίγο θα τους καλύψει όλους το χιόνι.»