Από τον Μιχάλη Καφαντάρη //

 

Ο Άρης Καραντάνης είναι από τις φιγούρες που θα μπορούσαν να εμφανίζονται σε ταινίες του Κασσαβέτη σε στυλ: “Ο θάνατος του Κινέζου πράκτορα”. Όπως πολλοί ήρωες του Κασσαβέτη σού φαίνεται πως έχει καταφέρει να κουβαλάει ολόκληρη την ιστορία της ζωής του πάνω του και εσύ να την αντιλαμβάνεσαι σε ένα μόνο καρέ από τον τρόπο που κάθεται στο μπαρ, όπως παίζει με το τσιγάρο πάνω από το τασάκι, το ντύσιμο και κυρίως από τον τρόπο που δεν κοιτάζει την κάμερα όταν μιλάει για λίγα μόλις λεπτά, όπως και το έκανε για πρώτη και τελευταία φορά σε μια εκπομπή στην ΕΡΤ στα μέσα του ’80 και το κείμενο που ακολουθεί το έγραψα όταν είδα ένα μικρό απόσπασμά της πριν μερικά χρόνια.

“Τον σαξοφωνίστα Άρη Καραντάνη τον φαντάζομαι, πιθανώς με ένα κλαρινέτο στην αρχή που μετά έγινε σαξόφωνο, να μελετάει κλίμακες κλασικής μουσικής σε κάποιο ωδείο κάπου στη Μέση Ανατολή της δεκαετίας του ’50 που μεγάλωσε και μια νύχτα να βλέπει, όπως όλοι σχεδόν οι έφηβοι με δυτική κουλτούρα είδαν ξαφνικά, τον Μπιλ Χάλευ στη “Ζούγκλα του μαυροπίνακα” σε ένα τοπικό σινεμά και εκείνη η προβολή να του αλλάζει τη ζωή.

thumbnail_karantanis 2
Πλάνο του Άρη Καραντάνη από την τηλεοπτική σειρά ΚΥΝΗΓΟΙ ΤΟΥ ΟΥΡΑΝΙΟΥ ΤΟΞΟΥ (ΕΤ-2 1986)

Μετά να φτιάχνει κοστουμάκι στενό και επίσημο για εμφανίσεις μαζί με άλλους και να περιοδεύουν σε καζίνο, μιούζικ χολ, και κλαμπ ξενοδοχείων στη Δαμάσκο, την Τεχεράνη, τον Λίβανο, την Αίγυπτο.

Τον φαντάζομαι να καβαλάει τη θήκη με το σαξόφωνο από το ένα χέρι και από το άλλο τη βαλίτσα και να τσεκάρει τα πακεταρισμένα όργανα μαζί με τους άλλους πριν τα δώσουν για να φορτωθούν στο αεροπλάνο.

Άλλες φορές τον φαντάζομαι να έχει το σαξόφωνο δίπλα του την ώρα που τον έχει πάρει ο ύπνος με κολλημένο το κεφάλι στο τζάμι, ενώ το νοικιασμένο πούλμαν αγγλικής ή ιταλικής κατασκευής περνάει μέσα από έρημες εκτάσεις γεμάτες σκόνη, βεδουίνους και καμήλες.

Τον φαντάζομαι να καπνίζει ή να λέει για γκόμενες με τους άλλους, όσο περιμένουν σε κάποια όαση να κρυώσει η μηχανή του πούλμαν που άναψε από τη ζέστη.

Τον φαντάζομαι σε δωμάτια ξενοδοχείων να προσπαθεί να πιάσει στο τηλέφωνο τους δικούς του, να δοκιμάζει για πρώτη φορά κάποιο σινγκλ μολτ, που κερνάει αυτόν και τους άλλους μουσικούς ο ιδιοκτήτης του ξενοδοχείου ή του μιούζικ χολ που θα εμφανιστούν το βράδυ.

Να παίζει κάθε βράδυ διασκευές μπροστά σε ένα παγκόσμιο κοινό από τουρίστες, να κοιτάζεται διακριτικά με τον μπασίστα ή τον κιθαρίστα, έτοιμοι να γελάσουν, την ώρα που ένας μεθυσμένος κάνει μαλακίες στην πίστα και άλλες φορές να παραμένει αδιάφορος σολάροντας πάνω σε ένα τζαζ στάνταρ, σαντιμεντάλ τύπου “Ολ οφ μι”.

Τον φαντάζομαι, όταν η φήμη του σαν σαξοφωνίστας θα μεγαλώσει σ’ αυτές τις χώρες, να διαβάζει στις ρεκλάμες το όνομά του και δίπλα τον τίτλο: “Ο ΒΑΣΙΛΙΑΣ ΤΟΥ ΣΑΞΟΦΩΝΟΥ” .

Τον φαντάζομαι να περπατάει στην Αθήνα του ’60, ψάχνοντας για κουρείο ή να αγοράζει τσιγάρα, μια μέρα πριν εμφανιστεί σε κάποιο νάιτ κλαμπ στο Σύνταγμα. Η Αθήνα τού φαίνεται χωριό αλλά ξέρει τη γλώσσα και είναι ανακουφισμένος που βρήκε καινούρια δουλειά γιατί η πολιτική κατάσταση και ο φονταμενταλισμός στη Μέση Ανατολή άρχισε να ζορίζει.

Τον φαντάζομαι να κάνει πρόβες με τους άλλους το “Στη μαμά μου θα το πω” σε ρυθμό “γιάνκα” και να συμφωνούν, όλοι τους μαζί, ότι το κομμάτι θα πιάσει στη νεολαία.

Τον φαντάζομαι να σκέφτεται πως αυτό το συγκρότημα είναι η οικογένειά του, όταν πανηγυρίζουν μετά τη συμφωνία που έκαναν με τη δισκογραφική εταιρία ή μετά που πετυχαίνουν το τραγούδι στο ραδιόφωνο.

Τον φαντάζομαι να ακούει στο πικάπ δίσκο, που παρήγγειλε να του στείλουν από την Αγγλία ή τη Γερμανία, με κάποιο τζαζ λάιβ στο Μπέρντλαντ της Νέας Υόρκης, ενώ δεν του έχει περάσει ακόμα η απογοήτευση αφού ένα ακόμα μέλος από το συγκρότημα αποφάσισε τελικά να αποχωρήσει, γιατί τα λεφτά στην Ελλάδα είναι περισσότερα στα μπουζούκια.

Πλάνο του Άρη Καραντάνη από την τηλεοπτική σειρά ΚΥΝΗΓΟΙ ΤΟΥ ΟΥΡΑΝΙΟΥ ΤΟΞΟΥ (ΕΤ-2 1986)
Πλάνο του Άρη Καραντάνη από την τηλεοπτική σειρά ΚΥΝΗΓΟΙ ΤΟΥ ΟΥΡΑΝΙΟΥ ΤΟΞΟΥ (ΕΤ-2 1986)

Τον φαντάζομαι μετά στην Αμερική να μπαίνει ο ίδιος στο Μπέρντλαντ και να κοιτάει κάδρα στους τοίχους με μεγάλους σαξοφωνίστες που έπαιξαν εκεί .

Τον φαντάζομαι με γάντια και χοντρό παλτό στη Φινλανδία ή στην Ελβετία, με κοντό πουκάμισο στο Μεξικό, με το σαξόφωνο σταθερά στο χέρι να τον συνοδεύει σε όποιο μέρος του κόσμου πήγε για δουλειά μετά τη διάλυση του γκρουπ στην Ελλάδα, πιστός πάντα στο είδος μουσικής που διάλεξε. Μέχρι που τα χρόνια άλλαξαν και ρυθμοί όπως της τζαζ, του ροκ & ρολλ, του σέικ και της γιάνκα έφυγαν από τη μόδα.

Τον φαντάζομαι στα τέλη του ’80, πάλι στην Αθήνα, την ώρα που δοκιμάζει τον ήχο σε ένα ακριβό τενόρο Σελμέρ Γαλλίας με επάργυρα κλειδιά, που ένας φίλος του έμπορος μουσικών οργάνων έφερε στο μαγαζί.

Τον φαντάζομαι δάσκαλο κάτω από το κίτρινο ηλεκτρικό φως σε μια αίθουσα του Ωδείου Αθηνών, να προσπαθεί να δείξει σε έναν άπειρο μαθητή πώς να κάνει γρήγορο βιμπράτο .

Ό,τι φαντάζομαι είναι από μερικές φράσεις που λέει σκυφτός μπροστά την κάμερα ο Έλληνας σαξοφωνίστας. Όμως, ακόμα και αν δεν μιλούσε καθόλου, θα μπορούσα και πάλι να φανταστώ στιγμές της ζωής του μέσα από τη ζωή άλλων ροκ & ρολλ μουσικών.

Όλοι τους διάσημοι ή λιγότερο γνωστοί, χωρίς εξαίρεση, πέρασαν τη ζωή τους στριμωγμένοι σε πούλμαν, αεροδρόμια, ξενοδοχεία, νάιτ κλαμπ, γραφεία ατζέντηδων και δισκογραφικών με ίδιες πάνω-κάτω εμπειρίες, προσπαθώντας πάνω απ’ όλα να ζήσουν από το επάγγελμα και το ταλέντο τους και άφησαν ό,τι μπόρεσε ή ό,τι πρόλαβε να αφήσει ο καθένας.

Από αυτή την άποψη, ακόμα και αν δεν φτιάχτηκα ποτέ με την ελληνική ποπ του ’60, ο σαξοφωνίστας Καραντάνης στέκει για μένα το ίδιο αυθεντικά πάνω στον απέραντο και μοναχικό κώδικα του ροκ & ρολλ μαζί με τύπους σαν τον Jerome Ricardson και τον Buddy Lucas που στόλισαν κυριολεκτικά με το σαξοφωνο τους παγκόσμιους ύμνους όπως το “The Wanderer” του Dion …”

Αυτά είχα γράψει για τον Άρη Καραντάνη τότε και τα ανέβασα στο διαδίκτυο αλλά μετά από μια μέρα το μετάνιωσα. Ό,τι γράφω προέρχεται από δικές μου εμπειρίες γι’ αυτό και θεώρησα ότι έκανα φάουλ αναπαράγοντας με τη φαντασία μου στιγμιότυπα από τη ζωή ενός άλλου ανθρώπου που δεν γνώρισα ποτέ από κοντά. Ήμουν έτοιμος να κατεβάσω το κείμενο λοιπόν όταν από κάτω βρήκα με ανακούφιση αυτό το μήνυμα:

“Σκιαγραφείτε τον πατέρα μου λες και τον ξέρετε πάρα πολύ καλά. Το ύφος και το περιεχόμενο του κειμένου περιγράφει με απόλυτη ακρίβεια έναν από τους καλύτερους σαξοφωνίστες της Ελλάδας.

Σας ευχαριστώ πολύ. Νίκος Καραντάνης

19 Φεβρουαρίου 2013 – 4:21 π.μ. “

Έστω και αν είχα λοιπόν φανταστεί την πραγματικότητα, είχα ευτυχώς γράψει μια αληθινή ιστορία. Μια ιστορία που για τέλος έχει μια ακόμα σκηνή επίσης αληθινή και “Κασσαβετική”.

Ο Έλληνας σαξοφωνίστας Άρης Καραντάνης πέθανε ξαφνικά από έμφραγμα κάπου στη δεκαετία του ’90. Την εποχή ακριβώς που τα μέχρι τότε παραγκωνισμένα ελληνικά ποπ τραγούδια της δεκαετίας του ’60, επανήλθαν ξαφνικά σαν μόδα στα μέηνστριμ κλαμπ, εκεί που φοιτήτριες της Φιλοσοφικής και φοιτητές της ΑΣΟΕΕ μετά το χάουζ-τέκνο ρεπερτόριο ανεβοκατέβαζαν τα χέρια, σε στυλ Προκοπίου-Σειληνός, στον ρυθμό των τραγουδιών του Καραντάνη. Η γιάνκα ήταν ξανά στη μόδα αλλά ελάχιστοι ήξεραν τι είναι και πώς χορεύεται.

Δεν είχε μεγάλη σημασία όμως. Έστω και αν το περιβάλλον δεν είχε σχέση με αυτό που εγώ τουλάχιστον θεωρώ ροκ & ρολλ, το σαξόφωνο στα ηχεία πέρα από κάθε εποχή και μόδα ούρλιαζε θριαμβευτικά για να επιβεβαιώσει αυτό που κάποτε είχε πει και ο Ντιον:

Τι είναι το ροκ & ρολλ χωρίς ένα καλό σόλο σαξοφώνου;

 

Η ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΗ ΤΩΝ ARIS-ALBA (VIDEO) 1986

https://www.youtube.com/watch?v=IU11sbu9KzE