του Γιάννη Παναγόπουλου //

Για μια τιμημένη υποκειμενικότητα ζούμε. Αυτή λάμπει όταν όλα μοιάζουν ίδια. Αυτή είναι το πραγματικό μας αποτύπωμα. Να σου πω την αλήθεια, τη βαθιά και ταπεινή και υποκειμενική αλήθεια, το να μιλήσω κάποια στιγμή με τον ηθοποιό Άρη Ρέτσο ήταν απωθημένο που βαστούσε δεκαετίες και έμενε αξεθώριαστο στο διάβα του χρόνου. Όταν τον είδα στους “Οι Απέναντι του Πανουσόπουλου ήταν σαν να έχω βρει τον σούπερ αντιήρωα των 80’s. Το απολωλός πρόβατο του μαύρου καλλιτεχνικού πάνθεον. Τον τύπο που μισεί την κολακεία, την κλίκα γιατί απλά θέλει να κριθεί για την τέχνη του. Και θυμάμαι κάποτε στο σχολείο πως τα κορίτσια, όταν έπαιζε τον μελαγχολικό γόη στην Αστροφεγγιά, έλιωναν στην εικόνα του. Τώρα που τα λέω όλα αυτά ο Άρης μπορεί να λέει: “Τι λέει ο μαλάκας. Αλλού θέλω να πάει το πράγμα”, αλλά στο όνομα της υποκειμενικότητας δεν θα του κάνω τη χάρη. Η καριέρα του Άρη Ρέτσου σε κινηματογράφο, τηλεόραση, θέατρο είναι ένα ατέρμονο μπες – βγες. Πότε δεν έγινε το αστέρι που υποσχέθηκε πως θα γινόταν. Τις φορές που κάθισε απέναντι σε κινηματογραφική κάμερα ή πάτησε θεατρική σκηνή γνώριζες πως θα μπορούσε να παίξει τα πάντα γιατί τα πάντα μπορεί να τα συμπυκνώσει με μια κίνηση, με έναν μορφασμό στο πρόσωπό του. Η συνέντευξη με τον Άρη Ρέτσο έγινε σε μαγαζί στο Μοναστηράκι που το στέρεο έπαιζε σκυλάδικα σε περαστικούς τουρίστες. Σήμερα, ο κάποτε μέινστριμ πρωταγωνιστής Άρης Ρέτσος παρουσιάζει τα  “Τα Μικρά του Παπαδιαμάντη” στον Πολυχώρο Τέχνης «Αλεξάνδρεια» (Σπάρτης 14, Πλατεία Αμερικής, τηλ: 210-8673655).

-Το βιογραφικό σου είναι γεμάτο από μπες – βγες στον θεατρικό και κινηματογραφικό χώρο. Εμφανιζόσουν και εξαφανιζόσουν χωρίς ωράριο. Όταν το κοινό εξοικειωνόταν μαζί σου εσύ το εγκατέλειπες. Και όταν σε ξέχναγε εσύ εμφανιζόσουν, έπρεπε να το κερδίσεις από την αρχή. Γιατί έτσι Άρη;

-Το να δίνεις υποσχέσεις είναι μια άποψη που αφορά περισσότερο εκείνους που σε παρακολουθούν. Ξεκίνησα ηθοποιός, εκπαιδεύτηκα, στην πορεία μου έκανα επιλογές. Δεν ξέρω πώς τις κρίνεις εσύ ή οι άλλοι. Τις φορές που έλειπα από το προσκήνιο έκανα δικά μου πράγματα. Μελετούσα τραγωδίες, έπινα ουίσκι, ζούσα καταστάσεις που για μένα έπρεπε να τις ζήσω. Πρέπει να μπαίνεις και να βγαίνεις στον χώρο αν θέλεις να κρατήσεις μια γραμμή. Και αυτό πρέπει να γίνεται με όλες τις επιπτώσεις που θα σταθούν μπροστά σου.

-Ήταν καθαρή δική σου επιλογή λοιπόν αυτό το μπες – βγες…

-Ακριβώς. Καθαρή επιλογή. Γιατί και τότε και σήμερα δεν υπάρχουν κανόνες στη θεατρική τέχνη. Αν δούμε το θέατρο του χτες και του σήμερα υπάρχει μια βαθιά υπόκλιση στη γερμανική σχολή που δεν μου λέει και πολλά. Αν ήταν να παραμείνω στη θεατρική επικαιρότητα θα έπρεπε να δουλέψω ή με τον Βογιατζή, ή με τον Χουβαρδά ή με τον Μαρμαρινό. Αυτοί είναι εκφραστές μιας θεατρικής λογικής που διατηρώ κάθετη διαφωνία γύρω από τους τρόπους ανάπτυξής τους στη σκηνή.

Ο Άρης Ρέτσος σήμερα

-Δηλαδή ανάμεσα στη διαφωνία με μια λογική θεατρικής εξέλιξης και τη σιωπή επέλεξες το δεύτερο;

-Κοίτα, αν έμενα με τους όρους του θεατρικού κατεστημένου έπρεπε να υποκύψω είτε στον λαϊκισμό, δηλαδή τη μπαλαφάρα, την επιθεώρηση και τρέχα γύρευε, ή να κάνω το ίδιο πράγμα στα τρέχοντα πολιτικά κομματάκια, τους πολιτικοποιημένους θιάσους. Επί Πασοκ η επιθεώρηση αποθεώθηκε, της δόθηκε πρόσφορο έδαφος να συμβεί αυτό. Και από την άλλη υπάρχουν και υπήρχαν οι κλειστές ομάδες του κινηματογράφου. Ξέρεις κάτι, έχω ολοκληρώσει τα γυρίσματα μιας ταινίας εδώ και τρία χρόνια τώρα και είναι σαν να μην έχω κάνει τίποτα. Λες και βρίσκομαι στη χώρα μηδέν. Δεν έχω λεφτά να το κάνω εγώ. Γνωρίζω πολύ κόσμο. Νόμισα πως ένα τηλέφωνό μου σε κάποιον από τους ανθρώπους που είχαμε συνεργαστεί θα ήταν αρκετό να τους κινητοποιήσει. Να ολοκληρωθεί ας πούμε το μοντάζ. Κανένας δεν ανταποκρίθηκε. Είναι σαν να κατέβηκα σαν μετανάστης στην Αθήνα χτες, δίχως να γνωρίζω κανένα. Και αυτό δεν στοχεύει μόνο για μένα. Υπάρχει πολύς κόσμος που αισθάνεται έτσι. Πελαγοδρομώ ανάμεσα στην επιθυμία μου και την ανάγκη μου να υπάρχω. Είμαι ένα διαρκές «να μείνω ή να μη μείνω». Δεν μπορείς να κάτσεις σ’ αυτές τις καταστάσεις, δεν υπάρχει λογική. Τι σημαίνει σχολή Ροντήρη; Τι σημαίνει η σχολή του Κουν, κατά βάση, όχι από σεβασμό στο έργο τους. Ήταν απαραίτητο το στάδιο του Κουν μέσα στο θεατρικό σκοτάδι της Ελλάδας; Αν είναι να μιλήσουμε κάτω από αυτό τη σκοπιά, ναι.

-Το ίδιο πράγμα συμβαίνει και στις άλλες τέχνες που αναπτύσσονται εντός Eλλάδας;

-Ακριβώς.  Η μουσική είναι ένα ακόμα παράδειγμα. Υπάρχει η σχολή Χατζιδάκι, όμως εδώ στη χώρα αυτή οτιδήποτε θετικό συμβαίνει, από ένα σημείο και μετά φορμάρεται, καλουπώνεται και αρχίζει να γίνεται κακή χρήση από ατάλαντους και από άσχετους για να πάρουν μια πρόφαση ύπαρξης, να χτίσουν το προφίλ τους. Ακούς απλώς την τοποθέτηση της φωνής πολλών που μιλούν για τον Χατζιδάκι και σου είναι αρκετό να καταλάβεις πως πρόκειται για ανθρώπους που όταν βγαίνουν στο δρόμο θα λειτουργούν με βία απέναντι στους άλλους ή εκείνους που θεωρούν πως απειλούν τη δανεική μοναδικότητά τους. Η δική μου άποψη είναι πολύ συγκεκριμένη. Δεν έχουμε κρατήσει το πολιτιστικό υπόβαθρο των αρχαίων Ελλήνων. Και δεν θα αντέξουμε για πολύ σε αυτό το διεθνιστικό ρεύμα που συμπαρασύρει τα πάντα. Δεν ξέρω αν ο πολιτισμός που παράγουμε σήμερα θα μας κρατήσει σε 150 χρόνια από τώρα. Γενικώς, ο πνευματικός μας κρίκος δεν είναι απλώς σκουριασμένος, είναι κάτι περισσότερο, σπασμένος. Πια, σήμερα, αν θέλεις να πεις μια πρόταση θα διαλέξεις την απλούστερη και πιο γρήγορη διατύπωση για να γίνεις αντιληπτός.

Μπέτυ Λιβανού και Άρης Ρέτσος στους “Οι Απέναντι”

-Αυτό συμβαίνει μόνο στην Ελλάδα;

-Η μόνη αξία που μπορεί να κρατήσει τη κοινωνική μας συνοχή είναι το πνεύμα. Το πολιτιστικό αγαθό που παράγουμε. Τίποτε άλλο δεν υπάρχει.

-Πότε ξεκίνησε το πάθος σου με το κλασικό θέατρο;

-Το 1983-1984 είχα την πρώτη μου επαφή. Τα χρόνια της σχολής δεν τα αναφέρω. Τα έχω αρνηθεί. Δεν ανέβαινα καν να παίξω τραγωδία όταν με καλούσαν οι καθηγητές μου. Το αρνιόμουν.

-Γιατί;

-Γιατί πίστευα πως αυτό που κάναμε δεν είχε σχέση με τη συνολική λειτουργία της τραγωδίας.

Από την ταινία “Φωτογραφία” του Νίκου Παπατάκη

-Πες μας περισσότερα για την εποχή που βούτηξες στην τραγωδία.

-Ήταν λοιπόν 1983-1984. Η καριέρα μου είχε ξεκινήσει νωρίτερα και ήμουν γεμάτος φιλοδοξία. Ήθελα να διακριθώ. Ήθελα να ξεχωρίσω. Τα σενάρια έρχονταν στο σπίτι μου το ένα μετά το άλλο. Ήταν κάτι θεματάκια, κάτι ιστοριούλες χωρίς μεγαλοσύνη. Το 1983 ήμουν στο Παρίσι για τα γυρίσματα της ταινίας “Φωτογραφία” του Νίκου Παπατάκη. Μαζί μου είχα πάρει και κείμενα του Σοφοκλή. Ξεκίνησα να τα διαβάζω στα διαλείμματα των γυρισμάτων. Ο Αίαντας, η Ηλέκτρα με συγκλόνισαν. Και ξαφνικά, ενώ ήμουν σε μια ξένη χώρα, σε ένα δωμάτιο που δεν είχα τι να κάνω, πού να πάω, γιατί είχαμε και τα γυρίσματα, ανακάλυψα ένα ολόκληρο ποιητικό σύμπαν που θεώρησα πως κανένας δεν είχε ακουμπήσει θεατρικά, πραγματικά ποτέ.

-Δεν έβγαινες στην πόλη.;

-Να σου πω κάτι. Δεν τρελάθηκα για το Παρίσι. Όλοι μιλούσαν με καλά λόγια για εκείνο αλλά εμένα δεν μου είπε κάτι. Παραμύθι ήταν και αυτό. Εκεί ήταν αρκετό να διαβάσω πέντε-έξι γραμμές από τον Αίαντα ή τον Οιδίποδα και να νιώσω πλημμυρισμένος ηρεμία. Συγκλονίστηκα και μετά αναρωτήθηκα «τι κάνουμε εμείς εδώ τώρα ρε;» Με είχε συνεπάρει η ανάγνωση των κειμένων εκείνων, ένιωσα πως είχα επιτέλους συστηθεί σε μια πραγματική τέχνη. Στη προηγούμενή μου ζωή είχαν συμβεί διαφορά. Αναζητούσα έντονα μια τέχνη για να μπορέσω να βιώσω, να συνδεθώ και μετά να τη μεταφέρω στο κοινό. Για μένα ο ηθοποιός πρέπει να είναι γειωμένος με την τέχνη στο μέγιστο. Εκείνη την περίοδο στην Ελλάδα πήγαινα και ίσως ήμουν πρωταγωνιστής. Δηλαδή έπρεπε να μείνω για πάντα παιδί. Να ζω στα προάστια και να πίνω ουίσκι κάθε βράδυ με τους ίδιους ανθρώπους.

-Τα έζησες όλα αυτά…

-Λίγο ναι.

-Τα ευχαριστήθηκες;

Πάρα πολύ. Μέχρι τώρα με κυνηγάνε. Θα σου πω μετά τι εννοώ..

Το δεύτερο μέρος της συνέντευξης με τον Άρη Ρέτσο θα δημοσιευθεί αύριο