της Μαριλιάνας Ρηγοπούλου* //

Την Παρασκευή 2 Μαρτίου είχα την χαρά να παρακολουθήσω στην αίθουσα Black Box του Ιδρύματος Μιχάλη Κακογιάννη την ευφυέστατη κωμωδία του Αμερικανού συγγραφέα Κρίστοφερ Ντουράνγκ με τίτλο: «Baby with the bathwater» σε μετάφραση Χρήστου Παρίδη, μια εξαιρετικά σύγχρονη απόδοση αυτής και σκηνοθεσία Αναστασίας Κουμίδου.

Ο Αμερικανός συγγραφέας Κρίστοφερ Ντουράνγκ, γεννημένος στη Νέα Υερσέη, έχει γράψει πολλά επιτυχημένα θεατρικά έργα, τα οποία χαρακτηρίζονται από μια ιδιαίτερη γραφή, μ’ένα ιδιότυπο καυστικό και καινοτόμο χιούμορ αλληγορικό που ξαφνιάζει και προσεγγίζει από άλλη σκοπιά τα πράγματα. Φοιτητής ακόμα στο Yale στο τμήμα θεατρικής συγγραφής προκάλεσε σάλο, τεράστιο σκάνδαλο με το έργο του «The idiots Karamazov», όπου μάλιστα για πρώτη φορά έπαιξε και η Mέριλ Στριπ.

Έχει κερδίσει το βραβείο Dramatist Guild, καθώς και το βραβείο Obie.

Ξεχωριστό ενδιαφέρον αποτελεί μια σύνθεση κειμένων καμπαρέ που είχε κάνει με τίτλο «Christopher Durang and Dawne» όπου και κέρδισε το βραβείο Bistro το 1996, όπως και μια παρωδία των Brecht-Weill.
Το έργο αυτό λοιπόν «Baby with the bathwater» το οποίο έγραψε το 1982, είχε έντονο το ανατρεπτικό χιούμορ του Durang και παρότι πρωτοπαρουσιάστηκε πριν 36 χρόνια, συνεχίζει να είναι εξίσου επίκαιρο, καταιγιστικό συμβολισμών μ’ ένα διάλογο εύστοχο, ευρηματικό, γρήγορο όπου κρατά ενεργό και αμείωτο το ενδιαφέρον του θεατή.

Το έργο πραγματεύεται τον αυτοπροσδιορισμό της ταυτότητας του φύλου. Και η  υπόθεση του εκτυλίσσεται ανάμεσα σ’ένα νεαρό ζευγάρι, την Έλεν και τον Τζον Ντίνγκλμπερι, οι οποίοι μόλις έχουν φέρει το νεογέννητο μωρό τους στο σπίτι, το οποίο ενώ ανατομικά φέρει χαρακτηριστικά τέτοια που το καθιστούν αγόρι, ωστόσο εκείνοι επιμένουν στις δικές τους αυθαίρετες θεωρίες, ο καθένας από την πλευρά του, κι έτσι το ονομάζουν Νταίζη, το ντύνουν αναλόγως και το μεγαλώνουν με θηλυκά πρότυπα. Φυσικά αυτό έχει ως αποτέλεσμα το παιδί να αναπτύσσει μια προβληματική συμπεριφορά, να βιώνει αντιδράσεις από το κοινωνικό, σχολικό περιβάλλον στην πορεία της ζωής του, να κατακερματίζεται η προσωπικότητά του ακατάπαυστα, με αποτέλεσμα να οδηγείται με σταθερά βήματα στην κατάθλιψη και στις προεκτάσεις αυτής.

Ώσπου μια μέρα η Νταίζη στα πλαίσια της ενηλικίωσής του αποφασίζει και ανακοινώνει πως πρόκειται για ένα αμφισεξουαλικό αγόρι παρότι συνεχίζει να δέχεται αντιδράσεις απ’το έκρυθμο οικογενειακό περιβάλλον μέσα στο οποίο βρίσκεται κι όλα αυτά μέσα απ’ το ιδιότυπο χιούμορ του Ντουράνγκ.

Στο σκηνοθετικό της σημείωμα η Αναστασία Κουμίδου λέει χαρακτηριστικά πως: «Στο κατώφλι μιας τεράστιας κοινωνικής αλλαγής, με τη νομοθέτηση της ταυτοποίησης του φύλου, η κωμωδία λειτουργεί ως ένας εξαιρετικός μηχανισμός για να αντιληφθούμε τις νέες δομές, να ξεπεράσουμε τις ανισότητες του παρελθόντος και να δημιουργήσουμε μια κοινωνία σεβασμού, αλληλοεκτίμησης, ενσυναίσθησης».

Αυτό πράγματι είναι μια μεγάλη αλήθεια, το χιούμορ διαθέτει την ύψιστη δυναμική προκειμένου να απελευθερώνει το ανθρώπινο πνεύμα από τις κατεστημένες κοινωνικές επιταγές της καθεστηκυίας τάξης, όπως αυτή προβάλλεται στο οικογενειακό, σχολικό, κοινωνικό περιβάλλον και να προάγει ολοκληρωμένες προσωπικότητες.

Εικότως τούτου, η σκηνοθέτις Αναστασία Κουμίδου κατορθώνει να προσεγγίσει με έντεχνο τρόπο, να σχολιάσει και να αναδείξει τα κακώς κείμενα, τις αυθαιρεσίες, τα φληναφήματα μιας κοινωνίας όπου συντηρεί την ρατσιστική άποψη απέναντι στη διαφορετικότητα, και να αντισταθμίσει το όνειδος αυτό, με την ομορφιά ενός κόσμου απαλλαγμένου από μικρότητες και χαλκεύματα, ενός κόσμου όπου η επιλογή είναι δίψα για τη ζωή, είναι ομορφιά, είναι ελευθερία. Αριστοτεχνικά προσφυής η ανάδειξη των σημειολογικών δομών του έργου, μέσω του χιούμορ πιστώνεται ως ένα από τα ατού της παράστασης.

Στο ρόλο της Έλεν, της νεαρής μητέρας, η Αθηνά Αλεξοπούλου.

Η Αθηνά Αλεξοπούλου προβάλλει απόλυτα την εικόνα της νεαρής γυναίκας που δεν ήταν ακόμη έτοιμη να γίνει μάνα, τόσο άωρη που δεν ξέρει πώς να μεγαλώσει το παιδί της, που έχει επιλόχεια κατάθλιψη, που η ανατροφή του παιδιού της βασίζεται σε γενικές γνώσεις, σε αβάσιμες θεωρίες, χαρακτηριστικό παράδειγμα τα λόγια της: «Τα παιδιά είναι ανθεκτικά όντα. Πηγαίνουν μέχρι τον άλλο κόσμο και επιστρέφουν», σε διαστρεβλωμένα κοινωνικά πρότυπα, σε μια αμετροέπεια τόσο κυνική κάποιες φορές, με τόσο χιούμορ, που καθιστά την ερμηνεία της ξεχωριστή, εκκωφαντικά ουσιαστική, μοιάζει λες κι ο ρόλος της Έλεν γράφτηκε για εκείνη, βρήκε στο πρόσωπό της, την ιδανική εκπρόσωπο.

Στο ρόλο του Τζον Ντίνγκλμπερι ο Χάρης Μπόσσινας, ο νεαρός γλίσχρος πατέρας που καταβάλλει ιδιαίτερη προσπάθεια να καταλάβει και να ανταποκριθεί παράλληλα στις ανάγκες του νεογέννητου παιδιού τους, στον καθορισμό του φύλου που τόσο αυθαίρετα και οι δύο γονείς αποφάσισαν αλλά και εν συνεχεία στη μετέπειτα σχολική, εφηβική και ενήλικη ζωή του.

Η υποκριτική ικανότητα του Χάρη Μπόσσινα επί σκηνής είναι εξόχως σημαντική γιατί θίγει όλο το κοινωνικό πρόβλημα προσδιορισμού του φύλου σε κάθε άνθρωπο, αναδεικνύει τις διαστάσεις του ζητήματος, τα λάθη, τις παραλείψεις, τις ανακρίβειες, τα κοινωνικά στεγανά, με κινησιολογική ευφράδεια, για την οποία είναι άξια συγχαρητηρίων η Στέφανι Τσάκωνα, υπεύθυνη κίνησης και χορογραφιών, αλλά και εκφραστική δεινότητα.

Κι ο υψιπετής Από Μηχανής Θεός, η νταντά την οποία υποδύεται η Ντέπυ Πάγκα, είναι η συνείδησή τους, είναι η συνείδηση μιας ολόκληρης κοινωνίας, είναι οι ενοχές τους που τους καταδυναστεύουν. Η κυνική της διάσταση επί σκηνής είναι άκρως γοητευτική, τόσο άνετη, δυναμικά και ευέλικτα εκφραστική καθώς μοιάζει σαν αυτή να καθορίζει το παιχνίδι, τη μοίρα, την εξέλιξη, αυτή η αόρατη δύναμη που κινεί τα νήματα.

Ο Άρθουρ Σοπενχάουερ,  έλεγε πως: «όταν το ένστικτο των φύλων φανερώνεται στην ατομική συνείδηση κατά τρόπο αόριστο και γενικό και χωρίς ακριβή προσδιορισμό, αυτό που εμφανίζεται είναι η απόλυτη θέληση για ζωή, έξω από κάθε φαινόμενο».

Αυτό ακριβώς ανέδειξε με την υπέροχη ερμηνεία του ο Γιώργος Σουλεϊμάν στο ρόλο του γιου, όταν μετά από άπειρα εξελικτικά στάδια της προσωπικότητάς του, μετά από κατάθλιψη, από ροπή προς την αυτοκτονία, κατά την ενηλικίωσή του ανακοινώνει στους γονείς του ότι η Νταίζη δεν είναι τίποτε άλλο από ένα αμφισεξουαλικό αγόρι, που θέλει να ζήσει ελεύθερο από όλα όσα το καταπίεζαν και να ρουφήξει τη ζωή παρά τη συνεχιζόμενη επιμονή των γονιών για το αντίθετο.

Χαρακτηριστική η φράση της μάνας: «Πιο κοφτερό κι από φιδιού το δόντι είναι αχάριστο παιδί να έχεις».
Στο ρόλο του ψυχιάτρου, όπου δεν βρίσκεται επί σκηνής, ακούγεται ηχογραφημένη η φωνή του Άγγελου Παπαδημητρίου, τον οποίο παρότι οι θεατές δεν βλέπουν, έχει ωστόσο μια εξόχως στιβαρή παρουσία μέσα απ’τον ιδιαίτερο φωνητικό χρωματισμό που δίνει παλμό, εξέλιξη στην πορεία των πραγμάτων και φυσικά ερμηνεύει αριστοτεχνικά το ρόλο του ψυχιάτρου, γεμίζει τη σκηνή με την απούσα παρουσία του. Η ηθική δύναμη της φωνής ισχυροτέρα της παρουσίας πολλές φορές, αυτό ακριβώς ισχύει εδώ.

Όμως ο ρόλος του είναι διττός, καθώς είχε και την ευθύνη όλης της εικαστικής επιμέλειας της παράστασης σε ό,τι αφορά τόσο τα σκηνικά όσο και τα κοστούμια, τα οποία είχαν αμφότερα την ίδια λογική, ήταν ευέλικτα ως προς τη λειτουργικότητά τους.

Ένα κομπινεζόν το οποίο μπορούσε εύκολα και γρήγορα να μετατραπεί σε ταγιέρ, νυχτικό, φόρεμα, σύλληψη ιδιαιτέρως πρακτική και συνάμα ευφυής.

Όπως κι ένα σκηνικό αφαιρετικό βασισμένο σε κυβιστικές δομές που μπορούσε να μεταμορφωθεί σε τραπέζι, κρεβάτι, παγκάκι, κούνια του μωρού.

Όση ταχύτητα και αέναη κίνηση είχε ο διάλογος του Ντουράνγκ, την ίδια ακριβώς ροή είχαν τα σκηνικά και τα κοστούμια του Άγγελου Παπαδημητρίου, ο οποίος χρήζει ιδιαίτερης μνείας γι’αυτό το εικαστικό του δημιούργημα.

Εξαιρετικές υπήρξαν και οι ερμηνείες των Μαργαρίτα Παπαγιάννη και Εύας Φρακτοπούλου που υποδύονται τις δύο μαμάδες που κάθονταν στο πάρκο με τα παιδιά τους εν μέσω κωμικών καταστάσεων, σημαντικές φιγούρες στην όλη δομή.

Σε ανάλογο ύφος κινήθηκαν τόσο τα μουσικά μοτίβα των Burger Project, όσο και οι φωτισμοί της Στέλλας Κάλτσου.

Έχουμε λοιπόν να κάνουμε με μια παράσταση που αποτελεί κορωνίδα του χιούμορ, του ευφάνταστου χιούμορ, που καινοτομεί, προβληματίζει, θυμίζει θέατρο του παραλόγου, εισάγει πρωτότυπες φόρμες σκέψης και έκφρασης, εξυμνεί τον έρωτα, τη δημιουργία ζωής, μα και την διαφορετικότητα στην επιλογή, πέρα από δακέθυμες κοινωνικές συμβάσεις, πέρα από στερεοτυπικά ανάλγητα πρότυπα, πέρα από το τέναγος του κοινωνικού πλαισίου, σε μια διάσταση ελεύθερη, φαεσίμβροτη, όπου το χιούμορ θα είναι ο βασικός τρόπος επικοινωνίας των ανθρώπων.

Ολοκληρώνοντας στο ίδιο ύφος, κάπως πιραντελικά, καθώς αυτό που εξυμνείται είναι ο ίδιος ο έρωτας κι αυτό που δικάζεται είναι ο ρατσισμός απέναντι στην ελεύθερη επιλογή, θα κάνω λίγο το δικηγόρο του διαβόλου μ’ένα καυστικό χιουμοριστικό σχόλιο του Άρθουρ Σοπενχάουερ πάνω σε μια άποψη του Λα Ροσφουκώ: «Υπάρχουν δύο ειδών σταθερότητες στον έρωτα: η μια προέρχεται από το γεγονός ότι βρίσκει κανείς ακατάπαυστα στο αγαπημένο του πρόσωπο καινούργια πράγματα για ν’αγαπήσει, η άλλη από το γεγονός ότι θεωρεί κανείς τιμή του το να είναι σταθερός», κι ο Σοπενχάουερ σχολιάζει: « Η Τρίτη από το ότι δεν μπορεί κανείς να βρει κάτι καλύτερο».

Το σίγουρο είναι ότι την παράσταση θα την απολαύσετε!!!

*Η Μαριλιάνα Ρηγοπούλου  είναι εκπαιδευτικός, σοπράνο, κριτικός θεάτρου.