Από τον Μιχάλη Καφαντάρη //

Χρόνος: Φθινόπωρο, τέλος δεκαετίας του ’90

Γινόταν ένα “τσαφ” χωρίς λόγο, γιατί έτσι καύλωνε και ολόκληρη η περιοχή κάτω από τον Ηλεκτρικό, τετράγωνα ατέλειωτα μέχρι τα χωράφια της Λένορμαν, έμενε χωρίς ίντερνετ τα πρώτα χρόνια.

Βγες έξω και ψάξε μεσημεριάτικα, το ίντερνετ έτσι και κοπεί σ’ αυτά τα μέρη, ξαναέρχεται του χρόνου.

Βγήκα από το γραφείο να ψαχτώ τριγύρω. Έπρεπε να στείλω mail, ο χλιαρός ήλιος έλεγε πως η ώρα κόντευε τρεις, ερημιά, τοίχοι, πεζοδρόμια, παρατημένα αμάξια και κλειστά μαγαζιά. Ο χρόνος είχε σταματήσει στη δεκαετία του ’80 σ’ αυτούς τους δρόμους και δεν είχε προχωρήσει ούτε χιλιοστό.

Χάσιμο χρόνου για τους οπαδούς της εξέλιξης, χτύπημα κάτω από τη ζώνη για τους κοσμοπολίτες, σφαίρα στον κρόταφο για τις ευαίσθητες ψυχές, που ακόμα δεν μπορούσαν να φανταστούν πως θα έρθει ο καιρός να λατρέψουν από την αρχή τη μόδα με τις βάτες και τις βιντεοκασέτες, με τη Νανά Βενέτη να πίνει μπλου κουρακάο σε υπαίθρια ντίσκο στον Κάλαμο.

Όσο για τους κάτοικους της Λιοσίων, της Αυλώνος, της Δυρραχίου, έκαναν την καρδιά τους πέτρα και αποφασίζουν να επιβιώσουν στη νεκρή ζώνη γύρω από το γκρεμισμένο εργοστάσιο τσιμέντων που είχε γίνει πάρκο για “σουτάρισμα” εδώ και κάτι χρόνια, διπλά στις γραμμές του τραίνου, που κάθε τρεις και λίγο στην αφύλακτη διάβαση πιο κάτω κινδύνευε να σκοτωθεί, έτσι για το έθιμο, καμιά γριά που της σκάλωσε στις ράγες το καροτσάκι της λαϊκής.

Τελικά βρήκα ίντερνετ μισή ώρα μετά λίγο πριν τη Λένορμαν.

Το μαγαζί, κάτι μεταξύ καφενείου και μπιλιαρδάδικου, είχε μέσα εκτός από μπιλιάρδα, στρογγυλά τραπέζια με τσόχα για χαρτιά και δύο υπολογιστές.

horsesΜπήκα γρήγορα και μάλλον με θόρυβο γιατί καμιά δεκαριά που κάθονταν μπροστά στην τηλεόραση και περίμεναν να αρχίσουν οι ιπποδρομίες γύρισαν απότομα. Με ξέχασαν αμέσως, γιατί η κούρσα άρχισε. Ο ένας μάλιστα σηκώθηκε και φώναζε στον τζόκεϊ: “Μην το πουλάς ρε Μπάμπη, τρέχα ρε Μπάμπη, όχι ρε Μπάμπη”. Ο Μπάμπης δεν τον άκουσε και φρέναρε το άλογο πριν την τελική ευθεία.

Χριστοπαναγίες.

– Σκάσε ρε μη βρίζεις, ακούστηκε μια βραχνή φωνή πίσω από το μπαρ

Μα δεν τον βλέπεις ρε… (και είπε κάτι που έμοιαζε με παρατσούκλι παρά με όνομα).

Πίσω από το μπαρ βγήκε ένα χέρι με ένα τηλεκοντρόλ και έκλεισε την τηλεόραση χωρίς να πει τίποτα άλλο.

Οι δέκα τζογαδόροι ξέσπασαν σε διαμαρτυρίες.

– Μην ξανακούσω βρισιά εδώ μέσα. Θα ξηλώσω το καλώδιο. Κομμένες οι μαλακίες προειδοποίησε η φωνή.

Ησυχία

Η τηλεόραση ξανάνοιξε

– Ο κύριος; …

Πίσω από τον μπούφε είδα κάποιον με επιθετικές μασέλες, σαν Ντόπερμαν πίσω από κάγκελα που το παράτησαν δυο μήνες στην αυλή και πήγαν διακοπές στο Λουτράκι

doberman άνοιγμα– Θέλω μια στιγμή να μπω στο ίντερνετ.

-Ξέρεις ή να έρθω να στο βάλω;

– Ξέρω.

Η οθόνη έδειχνε παιχνίδι με “φρουτάκια”. Εκείνη την εποχή είχε γίνει ένας σχετικός χαμός στις τηλεοράσεις με τον παράνομο τζόγο από τα τέτοιου είδους παιχνίδια.

Τα αγνόησα και δοκίμασα να μπω στο ίντερνετ να στείλω mail.

– Α… θέλεις ίντερνετ, ακούστηκε η βραχνή φωνή από πίσω μου.

– Ναι ένα mail, είπα εγώ. Ο Ντόπερμαν από πάνω μου.

– Πόσο πάει η ώρα?

– Νόμιζα ότι ήθελες να παίξεις, είπε, αυτά δεν τα ξέρω, δεν έχει τύχει, πόσα δίνεις αλλού;

– Ε ξέρω γω, ανάλογα.

-Κάτσε να πάρω ένα τηλέφωνο να ρωτήσω

Η δουλειά τελείωσε. Βγήκα από τη σύνδεση και πήγα στον μπουφέ να πληρώσω για να φύγω.

Ο τύπος δεν βιαζόταν να πληρωθεί.

– Να σου πω, σε είδα εδώ με τα ίντερνετ, έχεις σπουδάσει;

– Ε, ναι ας πούμε, ακόμα δηλαδή …

– Ναι ρε φίλε, εννοώ, δεν είσαι τσόλι, ξέρεις γράμματα.

– Ε, πώς …

– Τι πίνεις; Να κεράσω κάτι, κανα ουισκάκι? Θέλω να μου πεις κάτι και εσύ μου φαίνεσαι να ξέρεις.

Και ενώ μίλαγε, τσέκαρε γύρω του συνωμοτικά μπας και τον ακούει κανείς από τους άλλους θαμώνες που στο μεταξύ είχαν παρατήσει τα άλογα και μίλαγαν μεταξύ τους και αυτοί.

Τσέκαρα και εγώ κλεφτά τις μούρες γύρω μου, τα βρώμικα μπιλιάρδα, τα ύποπτα “φρουτάκια”, τα σκοτεινά τραπέζια με την πράσινη τσόχα γεμάτη κάφτρες στη γωνία, το “πουθενά” έξω από την τζαμαρία.

– Άμα ξέρω, γιατί όχι …

Ο Ντόπερμαν ξανακοιτάει γύρω του με τρόπο και μου ψιθυρίζει:

-Έλα λίγο πιο κοντά μη μας ακούσουνε αυτά τα χαμένα κορμιά και με πάρουν στο δούλεμα και εδώ είναι μαγαζί… Ρε φίλε, έναν Τζέημς Τζόυς συγγραφέα, τον ξέρεις; Λέει τίποτα το παλικάρι ή μαλακίες;

James Joyce