Του Γιάννη Παναγόπουλου //

100 % Πειραιάς. Αστικός μύθος; Το καλύτερο μυστικό του λιμανιού; Μπα… Μην ξοδεύεις τις ούγιες σου για πλάκα. Είναι ό,τι είναι. Κατά τα άλλα, είναι Σάββατο 11.30. Μόλις βγήκα από τον σταθμό του ηλεκτρικού στον Πειραιά. Η τελευταία φορά που έκανα την ίδια διαδρομή ήταν τον περασμένο Αύγουστο. Με βερμούδα και κοντομάνικο. Και μια βαλίτσα με ρόδες. Τρέχοντας να καβαλήσω καράβι. Να φύγω από εδώ.

– Κάνω χαζές σκέψεις ψάχνοντας να βρω το “Κουρείο της Αλεξάνδρας”. Μου είπαν πως μέσα του ζει ο αυθεντικός Πειραιάς. Και πως, η Αλεξάνδρα, η ιδιοκτήτριά του είναι η καλύτερη εξομολογήτρα του λιμανιού. Πως τα ψαλίδια της έχει γευτεί κάθε ψιλιασμένος περαστικός ή κάτοικος της περιοχής. Και πως οι λέξεις της μπορούν να σου τρυπήσουν την καρδιά. Να κάτσουν πάνω της. Να στη χαϊδέψουν. Να την ανοίξουν, να την κάνουν να αισθανθεί ελεύθερη, όμορφη.

– Μα καλά, όλα αυτά τα μπορεί η Αλεξάνδρα η κομμώτρια;

Processed with VSCO with f2 preset

– Περπατώ στο απέναντι πεζοδρόμιο από το σημείο του λιμανιού που φεύγουν τα καράβια για τις Κυκλάδες. Ένα λεπτό πριν, στο τηλέφωνο, η Αλεξάνδρα είπε πως η διεύθυνση του κουρείου της είναι Ακτή Ποσειδώνος 24 (εντός στοάς). Δεν έχω ιδέα από την περιοχή. Της είπα, σε παρακαλώ βγες από τη στοά και περίμενέ με στον δρόμο. Το έκανε. Την γνώρισα αμέσως. Είχε χαμόγελο μεγάλο. Το βλέμμα της έβγαζε μια γλυκιά θλίψη. Το πρόσωπό της έλαμπε ανθρωπιά. Υπάρχουν πολλά βλέμματα που μπορείς να πάρεις λέγοντας «καλημέρα». Όταν είπε «Καλημέρα, βρήκες τον δρόμο τελικά» ήταν σαν να εννοεί κάθε γράμμα των λέξεων που μόλις είπε. Ναι ρε! Είμαι απέναντι σ’ έναν άνθρωπο που «λάμπει» αλήθεια.

•«Το Κουρείο της Αλεξάνδρας» είναι ένα δωμάτιο 30 πάνω-κάτω τετραγωνικών. Και όταν μπεις μέσα νομίζεις πως από τα παράθυρα θα σκάσει ο Ντίνος Ηλιόπουλος ερμηνεύοντας ρόλο αδικημένου καλλιτέχνη που θέλει να κουρευτεί βερεσέ. Ή ο Φαίδων Γεωργίτσης σε ρόλο τίμιου μπαλαδόρου που δεν παίζει ποδόσφαιρο στον Ολυμπιακό για τα λεφτά αλλά για την καψούρα του στην ομάδα.

Η Αλεξάνδρα έχει πελάτες μόνο άνδρες. Και τώρα που την ακούω να μιλάει για τη ζωή της ενώ παράλληλα κουρεύει τον Γιάννη. Διακόπτει την αφήγησή της. Εκείνος της λέει πως προσφατα είδε, αν δεν κάνω λάθος, τον «Γλάρο» του Τσέχοφ και πως κάποια στιγμή πρέπει και εκείνη να δει την παράσταση. Είναι σίγουρος πως θα της αρέσει πολύ.

– Η Αλεξάνδρα λέει: «Γεννήθηκα στην Κόρινθο. Και ήρθα στον Πειραιά στα 17 μου. Μπήκα αμέσως στη δουλειά. Στα κομμωτήρια Dino–Gino. Έμεινα εκεί ως τα τριάντα μου. Ωραία πέρασα. Και τα λεφτά καλά ήταν. Εγώ και τα ψαλίδια μου μεγάλωσαν τις δύο μου κόρες. Και η ζωή ωραία τα έφερε. Κάποια στιγμή, όταν είπα «μπούχτισα» από τις γυναίκες θέλω να κουρεύω άνδρες, ο κύριος Νίκος χτύπησε την πόρτα του σπιτιού μου. Ήμασταν γείτονες. Και ως εκείνη τη στιγμή δεν λέγαμε κάτι παραπάνω από «Καλημέρα». Ήταν 2004 όταν πρότεινε: «Θέλω να χτενίσεις τη γυναίκα μου». Πήγα σπίτι του. Και τότε έμαθα πως ήμασταν συνάδελφοι. Είχε το κουρείο που είμαστε τώρα εδώ. Όταν τέλειωσα με τη γυναίκα του, εκείνος πρότεινε κάτι ακομα: «Θα φτιάξω καφέ. Και θα τον πιούμε μαζί. Θέλω να σου πω κάτι».

– Εκείνο το «κάτι» ήταν πως ήθελε εγώ, μια άγνωστη, να πάρω το κουρείο του. Ήταν 80 ετών. Είχε δοκιμάσει πολλούς που θα μπορούσαν να πάρουν τη θέση του. Κανένας δεν του έκανε. Δεν ξέρω τι είδε πάνω μου.»

1-30

– Οι άνδρες πάνε και έρχονται στο κουρείο της Αλεξάνδρας. Έχει μάθει να τους διαβάζει. Έχει μάθει την ώρα που θα πει την κουβέντα που θα τους γλυκάνει. Λαϊκή σοφία στην κυριολεξία. «Από εδώ περνούν χιλιάδες άνθρωποι. Από όλο τον κόσμο. Ναυτικοί που έρχονται να κουρευτούν πριν μπαρκάρουν για ταξίδι, έτσι απλά για να πουν το δικό τους «γεια» στον Πειραιά. Ναυτικοί που μόλις τέλειωσαν ένα ταξίδι και θέλουν να καλωσορίσουν τη στεριά με ένα κούρεμα. Από εδώ περνούν όλοι. Από τον γιατρό και τον δικηγόρο ως τον πικραμένο μπατίρη. Έχω μια καλημέρα για όλους. Αυτή η γειτονιά χωράει τους πάντες.»

Processed with VSCO with c1 preset

– Η Αλεξάνδρα είναι από τις λίγες κομμώτριες που ακόμα ξυρίζει με φαλτσέτα. «Όταν μπήκα για πρώτη φορά στο μαγαζί με υποδέχτηκαν ο κύριος Νίκος και οι υπάλληλοί του. Ο κύριος Διονύσης και ο κύριος Αντώνης. Ο τελευταίος ήταν 90 χρονών, πρώην χορευτής και είχε μάτι αετίσιο. Ο κύριος Διονύσης μού έμαθε τη φαλτσέτα. Μου πήρε έναν χρόνο να την δουλεύω καλά. Ξύριζα τον θυρωρό του κτηρίου. Δεν θα με άφηνε να πιάσω πελάτη αν πρώτα δεν μάθαινα να κάνω τη δουλειά τέλεια».

– Η Αλεξάνδρα γέρνει το κεφάλι. Μαλακώνει το βλέμμα της. Λέει: «Ξέρεις, εδώ βλέπω την αγάπη. Ο χώρος μου είναι μικρός, τον φροντίζω καθημερινά. Είναι λες και βγήκε από ταινία της δεκαετίας του ’50. Μου αρέσει η τέχνη. Μου αρέσει το καινούριο. Μου αρέσει πολύ το καινούριο που δεν ξεχνά τις ρίζες του. Δεν ξέρω αν το καταλαβαίνουν όλοι αυτό. Το μαγαζί μου είναι το σπίτι μου. Και τους ανθρώπους που κουρεύω δεν τους βλέπω σαν πελάτες αλλά σαν μουσαφίρηδες που τους κερνώ καλοσύνη. Μου φέρνουν μέλι. Μου φέρνουν ούζο. Μου κάνουν καντάδες. Είμαι η Αλεξάνδρα. Και λέω πως η ζωή θα σου φερθεί όμορφα αν της φερθείς όμορφα και συ».

1-31