της Σώτια Παπαμιχαήλ //

Κυριακή απόγευμα, Θησείο, με μια στοίβα βιβλία να περιμένουν, πότε επιτέλους θα ανοίξω την πρώτη τους σελίδα στη βιβλιοθήκη μου κι ένα ακόμη ταλαίπωρο στο κομοδίνο, κολλημένο στη σελίδα 330, περιφερόμουν στην 40η Γιορτή του Βιβλίου. Δεν έψαχνα κάτι, μια βόλτα είπα να κάνω, για να περάσει το απόγευμα. Με ένα παγωτό στο χέρι κοιτούσα τις ταμπέλες των εκδοτικών οίκων, τους τίτλους των βιβλίων, χωρίς καμία όμως όρεξη να περιπλανηθώ στις σελίδες τους. Μου έφτανε η ατμόσφαιρα. Ώσπου στάθηκα στον πάγκο των Εκδόσεων Πατάκη κι είδα μπροστά μου τα μάτια μιας γυναίκας σε ένα ασπρόμαυρο εξώφυλλο. Ρένα του Αύγουστου Κορτώ. Ζήλεψα τη λάμψη τους. Ζήλεψα τη δύναμή τους. Δεν κοίταξα τίποτα άλλο, πλήρωσα κι έφυγα κι από κείνη τη στιγμή δεν το άφησα από τα χέρια μου.

-Από την πρώτη σελίδα τρύπωσα μαζί της σε μια μικρή αυλή στα Χαυτεία, τότε που φύτρωναν ακόμη λουλούδια σε αυτές τις γειτονιές. Ομολογώ πως η λατρεία μου για μια Αθήνα που δεν πρόλαβα με παρέσυρε στην αρχή. Κάθισα σε ένα σκαλοπάτι της αυλής, έκοψα ένα λουλούδι από τον ντενεκέ κι άρχισα να την παρακολουθώ. Δεν την έχασα στιγμή από τα μάτια μου. Έτρεχα πίσω της. Τρύπωσα στο γάμο της στο Λουμπαρδιάρη. Λαθράκουσα τον σαματά που έκανε ο έρωτάς της, ένιωσα τον πόνο της, το φόβο που την τυραννούσε κι ας μην έκανε πίσω ποτέ.

«Έχεις βάσανα; Βάλε στενά πούτσια και θα τα ξεχάσεις.»
-Οδός Αθηνάς, Φυλής, Θεσσαλονίκη, Τρούμπα, εξορία και τελειωμό δεν είχε το πέρα-δώθε της στο χρόνο. Κοντοστεκόταν σε κάθε μου λαχάνιασμα και με κέρναγε νερό, τσιγάρο, κρασί, σοκολάτες, ό,τι βαστούσαν τα χέρια της εκείνη τη στιγμή και φτου κι από την αρχή. Δεν έμαθε τι θα πει ριζώνω, τι θα πει για πάντα ή έστω για πολύ. Μπροστά η ιστορία, πίσω εκείνη. Ήρθε όμως κι η στιγμή που νόμιζα πως θα την έχανα καθώς βούλιαζε «στη μαύρη λίμνη της αρρωστημένης ψυχής της και λίγο-λίγο έτρωγε τις σάρκες της παλιάς της ζωής». Μα δεν το έβαλε κάτω ούτε τότε, ούτε ποτέ. Το μόνο που ήξερε να κάνει ήταν να ζει, όσα οι άλλοι ποθούσαν μα προσπερνούσαν κι ύστερα καταριόταν πίσω από παράθυρα κλειστά. Το τίμημα; Μεγάλο όπως κι ζωή. Κι αν δεν ήξερε να γράφει το όνομά της, ήξερε να το υπερασπίζεται.
«Και μη θαρρείς πως όταν δεν υπάρχει αύριο κι ελπίδα σταματάς να ονειρεύεσαι – ίσα ίσα, τότε είναι που σε πιάνει λύσσα, και λες, όχι ρε κερατάδες, μου τα πήρατε όλα….αλλά τούτο δω το κομματάκι που μου απέμεινε είναι ολόδικό μου και δε θα μου το πάρει κανείς.»
Με τούτα και με τα άλλα, δεν το άφησα από τα χέρια μου μέχρι την οριστική τελεία και παύλα, ξημερώματα Δευτέρας. Όταν το έκλεισα, κατάλαβα γιατί είχα αφήσει, τόσον καιρό, ένα σωρό αδιάβαστα βιβλία κι ένα ακόμη κολλημένο στη σελίδα 330. Γιατί περίμενα τη Ρένα που κόντρα στη «φουκαροδοσύνη» εκείνη ήξερε να δίνει για έναν έρωτα, για την αγάπη, για τη ζωή που συνεχίζεται.

«Μωρή, αφού έχεις τον απέθαντο και σε βαστάνε ακόμα τα ποδάρια σου γιατί δεν κάνεις κάτι να βοηθήσεις και λες ότι σπαράζει η καρδιά σου; Ο σπαραγμός δεν τρώγεται.»

Είχα ανάγκη από μια καινούρια φίλη, οδηγό, δασκάλα να ξεκολλήσει τα πόδια μου που έχουν γαντζωθεί σε ένα τώρα που όλο και βουλιάζει… Ρένα σε ευχαριστώ από καρδιάς που σε μοιράστηκες μαζί μου απόψε.