γράφει η Σώτια Παπαμιχαήλ // 

Πώς επικρατούν οι Χίτλερ αυτού του κόσμου; Πώς και γιατί επιβάλλονται; Σε ποια ανάγκη πατάνε; Σε ποια αδυναμία μας και θεριεύουν; Ο ΒΙΛΧΕΛΜ ΡΑΪΧ, o Αυστριακός ψυχαναλυτής, και μία από τις πιο ριζοσπαστικές προσωπικότητες στην ιστορία της ψυχιατρικής, μέσα από το βιβλίο ΓΙΑΤΙ ΕΠΙΚΡΑΤΗΣΕ Ο ΧΙΤΛΕΡ;-ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΚΑΣΤΑΝΙΩΤΗ, ρίχνει μια διαφορετική ματιά στο φαινόμενο της ανόδου του φασισμού.

Μια ματιά που δε στέκεται μόνο στην ανάλυση των πολιτικών και οικονομικών συνθηκών που επικρατούσαν τη δεδομένη περίοδο. Η κάμερά του εστιάζει στους ανθρώπους τους καθημερινούς, που κουβαλούσαν το βάρος της επιβίωσης, της εξαθλίωσης, της ματαιότητας και του πόνου. Οι μεγάλοι χαμένοι ενός πολέμου, πεινασμένοι και ταλαιπωρημένοι πώς έγιναν οι μεγάλοι χειροκροτητές του, τα χέρια και τα πόδια του στον πόλεμο που ακολούθησε; Μοιάζει αδιανόητο, μα είναι;

Όταν τελείωσα το βιβλίο, προσπαθούσα να βρω έναν τρόπο να μιλήσω γι αυτό, μέσα από αυτό κι έκανα ένα σωρό σενάρια, ώσπου έπεσε το βλέμμα μου σε μια παλιά φωτογραφία της εποχής. Ένα μικρό, κουρελιάρικο αγόρι με μια βαλίτσα στο χέρι, ρωτάει έναν καλοντυμένο κύριο : «Συγνώμη, το τρένο για έναν καλύτερο κόσμο;» Και ξαφνικά, βρήκαν το πρόσωπό τους όλες οι λέξεις και οι σκέψεις του Βίλχελμ Ράιχ. Ένα παιδί αδύναμο, πεινασμένο, κουρασμένο που θέλει να μπει σε ένα τρένο. Να βρει μια θέση καθαρή. Να ακουμπήσει, επιτέλους, τη βαλίτσα που τον βαραίνει γιατί κρύβει μέσα της ένα χτες που δεν αντέχεται και να καθήσει αναπαυτικά, πλάι σε ένα παράθυρο. Να αφήσει το τιμόνι της ζωής του, στον οδηγό γιατί αυτός λέει πως ξέρει τι χρειάζεται και πως θα του το δώσει. Ξέρει το δρόμο. Ξέρει και τον προορισμό. «Ένας καλύτερος κόσμος». Και θα τον πάει με ασφάλεια. Χωρίς κόπο, ταλαπωρία, αμφιβολία. Τέρμα τα λασπόνερα, τα κακοτράχλα βουνά της αναζήτησης και της σκέψης. Θα σκέφτεται αυτός για μας. Κι αβάδιστα κι αβίαστα θα φτάσουμε στο όνειρο.

Στο τρένο ανεβαίνουν κι άλλοι με τα συμπράγκαλά τους και στριμώχνονται δίπλα του, μπροστά και πίσω. Και το τρένο γεμίζει. Δεν είχε άδικο, τελικά. Κοίτα, πόσοι συμφωνούν. Πόσοι θέλουν το ίδιο. Οι ελεγκτές προσπαθούν να επιβάλουν την τάξη. Όλοι κάτω. Ζώνες ασφαλείας, παρακαλώ κι ετοιμάστε τον οβολό σας για το εισητήριο. Δε ζητάνε και πολλά μόνο υποταγή. Σιγά τα λάχανα. Είναι εκπαιδευμένοι. Την έμαθαν στο σπίτι, στο σχολείο και την εμπέδωσαν στη δουλειά. Τόσα χρόνια έσκυβαν το κεφάλι στον πατέρα, το δάσκαλο, το αφεντικό, τώρα θα ακολουθούν απλά αυτόν που ξέρει, που τάζει. Έχει όραμα, έχει πρόγραμμα. Από τα μεγάφωνα εξηγεί, εξυμνεί, τραγουδάει. «Φαΐ και δουλειά για όλους. Δύναμη και δόξα. Ισότητα κι ελευθερία.» Όλους; Ε, όχι κι όλους. Πόσοι, πια, να χωρέσουν σε αυτό το τρένο; Εβραίοι, κομμουνιστές και ομοφυλοφιλοι ας κατέβουν πρώτοι. Πού θα πάνε; Έχει φροντίσει ο αρχηγός. Αυτός ξέρει. Οι ελεγκτές τους σπρώχνουν να κατέβουν. Οι υπόλοιποι επιβάτες, με ένα μεγάλο ουφ και δόξα τω Θεώ που δεν είμαι εγώ, συνεχίζουν. Οι ελεγκτές ξαναπερνούν. Ζητάνε να δούν τα εισητήρια. Μμμμ, τελικά είναι πιο ακριβά. Δε φτάνει η υποταγή, χρειάζεται και συνέργεια στο έγκλημα. Γλώττα λανθάνουσα. Το ταξίδι εννοούσε. Θέλει θυσίες κι είναι μόνο για τους εκλεκτούς. Τους λίγους. Τους καθαρούς. Θες να είσαι νικητής; Πάλεψε. Θες έναν καλύτερο κόσμο; Μην κάνεις πίσω. Και το ταξίδι συνεχίζεται. Και το τρένο τρέχει σαν τρελό. Τα καμίνια του δε σβήνουν μέρα νύχτα. Καίνε ασταμάτητα, η μυρώδια τους όμως έχει κάτι… ανθρώπινο. Κι ο γηραιός επιβάτης που καθόταν δίπλα, πού χάθηκε; Τον φώναξε ο ελεγκτής για να τσεκάρουν το εισητήριο. Μα θα γυρισεί, δε μπορεί. Άλλωστε έχει αφήσει τη βαλίτσα του. Και το κορίτσι που καθόταν απέναντι, έχει ώρα να φανει. Στα μεγάφωνα ο αρχηγός φωνάζει. «Η μεγάλη στιγμή έχει έρθει. Ότι ονειρευτήκαμε τόσα χρόνια γίνεται πραγματικότητα. Μη λυποψυχήσετε. Μην κάνετε πίσω. Μόνο η νίκη μετράει.»

Ο Βίλχελμ Ράιχ, στις πενήντα πέντε σελίδες αυτού του βιβλίου, δεν παραλείπει να μιλήσει για τις αβίωτες συνθήκες εκείνων των ημερών στη Γερμανία. Για τη φτώχεια, την ένδεια, την απελπισία, την απαξίωση που βάραιναν τους ώμους των ανθρώπων. Για την αδυναμία του τότε πολιτικού συστήματος να δώσει φως και προοπτική. Για τις λανθασμένες επιλογές των υπόλοιπων κινημάτων που ήθελαν να αλλάξουν τον κόσμο. Για την παραζάλη και το χαός. Την τρέλα. Κυρίως αυτή. Εκείνο όμως που προβληματίζει και τρομάζει είναι η προθυμία των ανθρώπων να απεμπολήσουν την ευθύνη της ύπαρξής τους κι ανακουφισμένοι να την παραδώσουν στον μεγάλο, τον πατερούλη και να τον αφήσουν να κάνει σχέδια για όλους. Να επιλέξουν ένα δρόμο που μοιάζει εύκολος, στρωμένος με βάγια από τον αρχηγό και παθιασμένα να τον ακολουθήσουν, αφήνοντας όλους τους δύσβατους πίσω τους. Όλους αυτούς που απαιτούν παρουσία, ευθύνη, σκέψη, νοιάξιμο, μόχθο. Θα μου πεις, δεν κρύβουμε όλοι έναν Ηρακλή μέσα μας, για να επιλέξουμε το δρόμο της Αρετής απορρίπτοντας με σύνεση αυτόν της Κακίας. Προτιμάμε ακόμα το τυράκι από το ξεροκόμματο κι ας κρύβει τη φάκα στη στροφή. Δεν τη βλέπουμε. Μπορεί και να γλυτώσουμε. Η επιλεκτική μνήμη βοηθάει σε αυτό. Εμείς θα τα καταφέρουμε καλύτερα από τους παλιούς, δεν είμαστε σαν κι αυτούς.

Με μάτια και αυτιά ορθάνοιχτα στο σήμερα, παρατηρούμε πως δεν έχουμε αλλάξει. Καθόλου. Δεν έχουμε μάθει κι ο Βίλχελμ Ράιχ παραμένει τραγικά επίκαιρος και το βιβλίο του απαραίτητο στη βιβλιοθήκη μας, να γυρνάμε πότε-πότε σε αυτό και να λέμε, ξύπνα, πρόσεχε που πας. Κι αν σου είπαν πως δεν είσαι κι εσύ ένας Ηρακλής, ψέματα σου είπαν για να γεμίζουν τα τρένα.