Της Σώτιας Παπαμιχαήλ//

«Κάτσε να σου πω μια ιστορία, να μάθεις από πού έρχεσαι και πού πηγαίνεις.
Κάτσε να σου πω μια ιστορία κι άμα σου αρέσει, θα σου πω και άλλη μία…»
Όταν άνοιξα την πρώτη σελίδα του βιβλίου του Δημοσθένη Παπαμάρκου-ΓΚΙΑΚ , εκδόσεις αντίποδες, άνοιξα μαζί της και την πόρτα καφενείου παλιού σε χωριό αφημένο στο χρόνο και μαζεύτηκαν γύρω μου οι γέροντες και με κάθισαν σε τραπέζι ξύλινο, με μάρμαρο φαγωμένο από τα νερά, τους καφέδες και τα τσουγκρίσματα που τάραζαν το κρασί στα ποτήρια τους χρόνια και χρόνια.

-«Κάτσε να σου πω μια ιστορία, να μάθεις από πού έρχεσαι και πού πηγαίνεις…» Κι εκεί που τέλειωνε ο ένας, έπιανε ο άλλος. «Άκου να μάθεις για το αίμα που ζητάει αίμα, το λόγο που δίνεις δυο φορές για το ίδιο πράγμα, για τη χήρα που τα έβαλε με το θάνατο, για τα στοιχειά που δε ζυγώνανε στο χωριό, για τους θεούς που χάνονται μαζί με τους ανθρώπους τους. Άκου για την αλήθεια που πισωπλατίζουμε όταν μας ζορίζει, για τον πόλεμο που σε ξεμαθαίνει να είσαι άνθρωπος, για την τιμή και το χατίρι του βλάμη, για το τάμα της αγάπης, τη μάνα που πάντα περιμένει. Άκου…»

-Θυμήθηκαν τη Συρμούλα και το αδέρφι της που έστησε γλέντι όταν γύρισε από τη Μικρασία μα ποτέ δεν είπε το γιατί, το Βασίλη που πήρε τα βουνά αντί να πάει στη Χαλκίδα να παρουσιαστεί κι εκείνα τον κατάπιαν. Μου είπανε για την αρχοντοπούλα την Ανθούλα από τη Σμύρνη που τον αγάπησε τον Κυριακούλη της πολύ, μέχρι το τέλος. Και δε λησμόνησαν ούτε τον Αργύρη που καθόταν πάντα μόνος του στο καφενείον η Γκιώνα, κάπου στο Σικάγο, ούτε το Θύμιο που ξύπνησε μιαν αγάπη δυνατή μα δεν είχε τη δύναμή της. Πιάσανε κάποια στιγμή και το τραγούδι της χήρας, της διπλοχήρας που τα λόγια της σέβονταν κι ο Θεός και οι διαβόλοι.
Κ όσες λέξεις λέγαν τα χείλη τους, άλλες τόσες λέγαν τα μάτια και τα χέρια τους καθώς βαστούσαν το τσιγάρο.

-«Κάτσε να σου πω μια ιστορία…» Και κάθισα σε μια γωνιά, να ακούω, να μη χορταίνω. Μου είπαν όσα χωρέσανε σε εκατόν δεκαεννιά σελίδες, με λέξεις που έχουν ξεχαστεί και πόνο που έχει λουφάξει πια. Κι όταν τελειώσανε οι ιστορίες, έπεσε μια σιωπή βαριά όσο ο αρχέγονος νόμος του γκιακ που σημαίνει αίμα, αίμα που ζητάει γδικιωμό, μια σιωπή πούπουλο ελαφριά όσο ο άγραφος νόμος της αγάπης.

Πέστε μου ξανά για την Ανθούλα και για το Θύμιο, πέστε και για τον έρμο τον Αργύρη άλλη μια φορά. Κι αν δεν είμαι από εδώ κοντά, τα χώματα όλα είναι βαθιά συγγενικά κι εμείς ένα πέρασμα βιαστικό, λίγα βήματα, λίγες λέξεις κι ένα γεια. Πέστε μου ξανά για τα δικά τους βήματα που πάνω τους πατάω. Κι αν το αίμα πια γίνεται νερό που τα ξεπλένει όλα, κάποτε δε γινόταν.