από τη Σώτια Παπαμιχαήλ //

Πόση αγάπη μπορεί να χωρέσει σε πενήντα εννιά σελίδες; Πόση τρυφερότητα; Πόσο νοιάξιμο; Κάθε λέξη, κάθε σημείο στίξης είναι μια αγκαλιά που χωράει πολλούς, που τους χωράει όλους. Γυναίκες κρυμμένες πίσω από μια χούφτα φερετζέ, ασθενείς με σπλάχνα ρημαδιό, λυγμούς που οργώνουν τα μέσα μας, παιδιά που κατεβαίνουν τα μεσημέρια ξύλινες κουπαστές πιο αθόρυβα κι από την ανάσα. Κι ένα σκυλί χωράει που δεν έχει που αλλού να πάει και γυρνάει στο άτιμο το αφεντικό, που ήθελε σε άξενη γη να το πετάξει. Ηλίας Παπαμόσχος. Ο αυτουργός ενός καμβά που όσο τον κοιτάζεις τόσο βαθαίνει και πλουταίνει. Η αλεπού της σκάλας και άλλες ιστορίες. Έτσι βάφτισε ετούτο τον καμβά και τον παρέδωσε στις εκδόσεις Κίχλη. Δεν το κράτησε για τα μάτια του μόνο. Τι νόημα έχει αν δεν τον μοιράζεσαι. Σκόνη του καλοκαιριού θα γίνει και θα χαθεί.

Δε βρήκα άλλες λέξεις για να ξεκινήσω την παρουσίαση αυτού του βιβλίου. Σκέφτηκα να μιλήσω για τη ματιά του την άχρονη, τις λέξεις και τις εικόνες του, που με έκαναν να αναρωτιέμαι αν έλειπε το μια φορά κι έναν καιρό μπροστά από κάθε ιστορία του ενώ εκείνος απλά κατέγραφε το τώρα. Σκέφτηκα να μιλήσω για τη συγκίνηση που μου πρόσφερε, όμοια με εκείνη που ένιωσα όταν πρωτοδιάβασα Παπαδιαμάντη. Έκανα κι άλλες σκέψεις και πολλές δοκιμές μα μια βάρκα με δυο άντρες στη σελίδα είκοσι πέντε, που προσπαθούσαν να ταράξουν τα νερά της λίμνης, τις έκαναν όλες πέρα. Κι άφησα το μολύβι μου στα χέρια τους, γιατί το μόνο που ήθελαν ήταν να γεμίσουν τα δίχτυα τους με ψάρια. Κι αν τάραξαν της λίμνης τα νερά κι αν χώρισαν ψαρομάνες από παιδιά, ούτε που το φαντάζονταν και ούτε που το ξέρουν. Και για τους περαστικούς που τους κοιτούν δε δίνουν σημασία. Όμως κι οι περαστικοί κοιτάζουν μα δε βλέπουν. Θηράματα κι ετούτοι μιας ζωής που τάραξε τον ύπνο τους, για να γεμίσει τα δικά της δίχτυα. Στις τσέπες τους κρύβουν τσαλακωμένα χαρτονομίσματα που δε χάλασαν ποτέ για να στεγάσουν τις τελευταίες μέρες τους. Στις χούφτες κρύβουν επίσημα εξιτήρια από τον πόνο. Κάτω από τη γλώσσα τους κοιμούνται τα ονόματα που έχουν από καιρό ξεχάσει. Τα μαλλιά τους έχουν πλέξει με τα κλαριά μιας ροδιάς για γούρι και για τύχη και πάνε στο δρόμο που χάραξαν κι όπου βγει. Άλλωστε «από αυτό που φοβάσαι δε γλιτώνεις».

Να τος ο γερο Λέμας σουφρωμένος σαν τον ξερό καρπό, μιλάει κρυφά με τον Μανώλη για κυνήγια παλιά, προπολεμικά. Κι η χήρα με τη θεία τη Σαλονικιά δε βάζουν γλώσσα μέσα τους. Για όσα τους τρώνε θέλουν να πουν, τώρα που τα θυμούνται γιατί ο χρόνος τα σβήνει όλα μαζί με μας κι είναι άδικο πολύ. Ο Γιακουμής κερνάει κρασί, νέκταρ σωστό κι ο Φούτης ο ελαιοχρωματιστής όλο πίνει. Μα το λαούτο του Γιακουμή μαραζώνει δίχως τα δάχτυλά του. Δεν παίζει πια χωρίς τον κουμπάρο στο βιολί που έφυγε και πάει. Η Βαλεντίνα πετάει τις στάχτες από το μπαλκόνι και την κατσαδιάζει ο Μπάμπης γιατί κρατάει πέντε πέρδικες στα χέρια, καμαρωτός. Είχε καιρό να πιάσει τόσες. Πώς θα τις πάει στο σπίτι έτσι σκονισμένες. Στο πλατύσκαλο όλων ετούτων των ηρώων κι άλλων πολλών κείτεται μια μικρή αλεπού που έγινε χαλί, για να σκουπίζουν τα πόδια τους από τις έννοιες που κουβαλούν, πριν ανέβουν ένα-ένα τα σκαλιά και πάλι του ύπνου.

Το ομολογώ πως εν γένει αγαπώ λίγο πιο πολύ τις ιστορίες που μυρίζουν χθες γιατί γίνονται βαρκούλες χάρτινες και με ταξιδεύουν και με κάνουν να ξεχνώ το γκρίζο χρώμα της ασφάλτου μου. Για τον Ηλία Παπαμόσχο όμως ετούτη η άσφαλτος δεν είναι γκρι. Βλέπει χρώματα μέσα της. Το κόκκινο το ζουμερό, το πράσινο το βαθύ και το κίτρινο που λάμπει. Και ντύνει με τούτα τα πινέλα του και να τος ο καμβάς που λέγαμε. Μπροστά μας ζωντανός, να μας καθρεφτίζει. Ο Ηλίας Παπαμόσχος με μια τόση δα αλεπού της σκάλας, μας ξανασυστήνει τη ζωή. Την κάθε μέρα μας. Το γείτονα, το διπλανό που από καιρό πια δε χαιρετάμε. Δεν κρίνει. Σκύβει και κρυφακούει την ιστορία του. Με αγάπη, τρυφερότητα και νοιάξιμο πολύ, όσο χωράει δηλαδή σε πενήντα εννιά σελίδες κι ακόμη λίγο παραπάνω.

Υ.Γ.1. Καμία έκπληξη, πραγματικά, το Κρατικό Βραβείο Διηγήματος που του απονεμήθηκε πριν λίγες μέρες. Το άξιζε και με το παραπάνω.

Υ.Γ.2. Το βιβλίο αυτό διαβάζεται αργά, λέξη τη λέξη και δυνατά. Δε χορταίνεται μόνο με τα μάτια. Διαβάζεται, επίσης, ξανά και ξανά. Δε φτάνει μια φορά για μια κουβέντα όπως αυτή: «…Χαμηλότερα απ’ της καλοσύνης το στασίδι ας μη στεκόταν ο άνθρωπος, είπα, κι ο θεός, κάτω αφήνοντας της σκέψης το ξίφος και της βασίλισσας μνήμης το σκήπτρο, να μπορούσε να ξεκουραστεί.» Δε φτάνει.