από τη Σώτια Παπαμιχαήλ //

Τριακόσιες εξήντα τρεις σελίδες δεν είναι πολλές για ένα βιβλίο σαν αυτό. Είναι όμως βιβλίο ή ένας ακόμα ασκός του Αιόλου; Ανοίγεις την πρώτη σελίδα και πετάγονται με θράσος και ορμή, σχεδόν πρωτόγονη, ένα σωρό φυλακισμένοι αέρηδες. Ο βοριάς ο παγωμένος, ο νοτιάς που σε αρρωσταίνει, ο μεγάλος ανατολικός κι άλλοι τόσοι. Ο Κάρλος Φουέντες, πολυβραβευμένος μάστορας του λόγου, στο βιβλίο του Ο Νίτσε Στο Μπαλκόνι, από τις εκδόσεις Κλειδάριθμος, έδωσε τα δικά του ονόματα σε αυτό το λεφούσι των ανέμων. Λεονάρντο και Δάντε, Ααρών και Σαούλ, Ζαχαρίας, Αντρέα, Γκαλά, Ντόριαν, Δολόρ και τους άφησε ελεύθερους, να πλανηθούν ανάμεσα στα σύννεφα, να συρθούν στις στέγες των σπιτιών, να σηκώσουν αντάρα στα σκονισμένα σοκάκια της πόλης του Μεξικού. Να πονέσουν, να φωνάξουν, να κοντοσταθούν και να αναλογιστούν ποιος είμαι επιτέλους, τι κάνω, τι θέλω, από πού έρχομαι και για πού το έχω βάλει.

«Υπάρχουν πολλοί τρόποι να βρίσκεσαι μέσα στην ιστορία. Μερικές φορές τη δημιουργείς, άλλοτε την υφίστασαι, άλλοτε απλώς την κοιτάζεις…»

Πλάσματα ξερασμένα σε μια στιγμή της ιστορίας που παλεύουν να επιβιώσουν, να καταλάβουν, να υπάρξουν. Κι η στιγμή έμελλε να είναι ναι εξόχως κομβική. Το τέλος ενός χθες απάνθρωπου για τους πολλούς και μια νέα αρχή που λαμβάνει χώρα με μια επανάσταση λαϊκή. Σκληρή. Απελευθερωτική. Βαμμένη με αίμα και άγνοια και τρόμο και λύσσα. Μια επανάσταση που καταπίνει όσους φοβάται και προλαβαίνει. Τη μια Θεός, την επομένη εχθρός. Ο ίδιος άνθρωπος. Ο ίδιος σύντροφος. Με το πάθος και την τυφλότητα ενός έρωτα. Έρωτα για την καινούρια μέρα που ανατέλλει. Την ελευθερία, την ισότητα, το δικαίωμα σε όλα, χωρίς όχι και μη. Ο κόσμος εξεγείρεται φωνάζει, εκδικείται. Δε θέλει άλλο να είναι σκλάβος κανενός, ούτε καν του εαυτού κι απαιτεί. Οι ήρωες από διαφορετικές θέσεις βρίσκονται στο μάτι του κυκλώνα. Ενός κυκλώνα αναπόδραστου. Πάνε οι θέσεις οι παλιές. Πάνε κι οι σκέψεις που τους συντρόφευαν. Τους προστάτευαν. Γυμνοί, στο γύρισμα της ιστορίας, αναστοχάζονται το σαρκίο τους, καλούνται να πάρουν γρήγορα νέες θέσεις κι αποφάσεις και ζωή. Ό,τι προλάβουν. Όσοι προλάβουν, γιατί ο χρόνος καλπάζει. Η εξουσία, η οικογένεια, η αλήθεια, η αγάπη, η προδοσία, η πίστη, η θέληση, στο μικροσκόπιο το δικό τους, του αφηγητή και του Νίτσε. Του Νίτσε που υπηρετώντας την αιώνια επιστροφή, είναι εδώ, ανάμεσά μας, για εικοσιτέσσερις ώρες μόνο, όπως κάθε χρόνο. Κάθιδρος σε ένα μπαλκόνι, γίνεται κοινωνός της αφήγησης και ενεργός σχολιαστής σε κάθε ανάσα του αφηγητή.

«Και αν δεν αντέχεις τη μοναξιά και δε θέλεις ούτε την κοινότητα;
Ένα από τα δύο. Γίνεσαι ταπεινός. Ή γίνεσαι αντάρτης.
Ή διαλέγεις αν θα είσαι θύμα ή θύτης.»

Ναι, το βιβλιο μιλάει για την ιστοριά ανθρώπων που βρέθηκαν στο Μεξικό, σε μια στιγμή σκληρή, αναπάντεχη, όπου η σκακιέρα δονείται κι αφήνει τα πιόνια της στη μοίρα τους. Ποιος θα αντέξει τη λαίλαπα που έρχεται; Οι συνειδητοί επαναστάτες Δάντε, Σαούλ και Ααρών; Ο Λέο ο εξαιρετικός καιροσκόπος; Η μεγαλοαστή Σαρλότ; Ο αδίστακτος Ζαχαρίας; Η σκοτεινή Ντόριαν ή η Σαγκάλ που ζει σε ένα ιδανικό αύριο; Δε θελω τίποτα να πω για τη μοίρα, που αποφάσισε ο καθένας για τον εαυτό του. Δε θέλω να κλέψω ούτε στιγμή από τη μαγεία αυτής της διαδρομής. Τόσο συγκλονιστικής όπως όλα τα ανθρώπινα. Ανθρώπων έργο αυτός ο βίος κι αυτό το βιβλίο ένας μάρτυρας άξιος μέχρι την τελευταία λέξη.

Εμείς, βεβαία, σαν αναγνώστες μπορούμε να δώσουμε τα δικά μας ονόματα, να αναγνωρίσουμε οικείους και ξένους κι αν έχουμε το κουράγιο να αναγνωρίσουμε κι εμάς σε κάποιους ή και σε όλους τους ήρωες του Φουέντες. Μας το ζητάει κι ο ίδιος άλλωστε, στη σελίδα τριακόσια δύο. Ακόμα και την επανάσταση μπορούμε να βαφτίσουμε, αναπάντεχη ανατροπή, αλλαγή που θέλαμε πολύ και πάντα, μα όταν ήρθε δεν καταφέραμε να τη διαχειριστούμε και μας ξεπέρασε. Δεν ήμασταν έτοιμοι, ούτε θαρραλέοι. Ας καταδυθούμε σε μας με όποιον τρόπο έχουμε. Η συνοδοιπόρηση με τον Νίτσε και τον Φουέντες είναι η ουσία σε αυτό το ταξίδι που ξεκινάει από τα ήρεμα νερά του λιμανιού των πρώτων σελίδων και καταλήγει σε μια φουρτούνα πέραν κάθε προσδοκίας. Αν καταφέρνει να γυρίσει το καράβι μας πίσω, στα ίδια μας; Όχι . Σίγουρα μετά το βιβλίο αυτό θα αναζητήσει άλλο λιμάνι. Σε αυτό δε θα χωράει πια. Ας είμαστε προετοιμασμένοι.

Υ.Γ. 1 Και να φανταστεί κανείς πως το επέλεξα για τον χαριτωμένο τίτλο του, που φιγουράριζε πλάι στο ταμείο, κεντρικού βιβλιοποωλείου. Προτεινόμενο με το χέρι στην καρδιά.

Υ.Γ.2 Ήταν το τελευταίο βιβλίο του Κάρλος Φουέντες. Έφυγε το Μάιο του 2012. Μάλλον πήγε να βρει κι αυτός το Νίτσε. για να συνεχίσουν το κουβεντολόι τους, στους αιώνες των αιώνων.