γράφει η Σώτια Παπαμιχαήλ //

Στέφαν Τσβάιχ. Ήλθε, είδε, σκέφτηκε, γοητεύτηκε, απογοητεύτηκε, έγραψε κι έφυγε. Ήρθε το 1881 κι έφυγε το 1942. Ήρθε κι αφιερώθηκε στη γνώση και τη γραφή. Στην ειρήνη και τον ανθρωπισμό. Έφυγε στο μεσουράνημα του ναζισμού. Αποχαιρέτησε έναν κόσμο που δεν άντεχε πια. Η τυφλή βία κι ο πόλεμος δεν άφησαν την ανήσυχη ψυχή του να γαληνέψει, ούτε κι όταν κατάφερε να απομακρυνθεί από την Ευρώπη. Η μπότα του ναζισμού σκληρή, ανίκητη έκανε τη ζωή να μοιάζει μάταια κι αβίωτη. Μια ζωή στην οποία έγραψε πολύ κι αποθεώθηκε. Βιογραφίες, δοκίμια, μελέτες, αλληλογραφία. Μυθιστορήματα, διηγήματα και νουβέλες. Με μια νουβέλα αποχαιρέτησε τη ζωή. Δεν είχε άλλο τρόπο. Σκακιστική Νουβέλα – Εκδόσεις Άγρα. Είναι το αντίο του και μια απολογία. Αποχωρώ γιατί δεν μπορώ. Κάθε του λέξη. Κάθε του σελίδα ταγμένη σε αυτό το γιατί.

Δεν γεννήθηκε τυχαία στο μυαλό του αυτή η ιστορία. Ο πόλεμος ήταν πανταχού παρών, καταστροφικός, άλογος, εκείνες τις μέρες. Τι θα ήταν πιο κοντά στην αλήθεια από ένα παιχνίδι όπως το σκάκι; Έτσι σκάρωσε αυτή τη νουβέλα. Μια σκακιστική νουβέλα που έχει εξήντα τέσσερα ασπρόμαυρα τετράγωνα. Το ένα δίπλα στο άλλο. Πάνω, κάτω κι εναλλάξ και με πολύ συγκεκριμένα όρια, από τα οποία κανείς δεν μπορεί να ξεφύγει. Μια ιστορία που έχει δεκάξι ασπρόμαυρα πιόνια. Μικρά, ομοιόμορφα που πάνε μπρος και πίσω δε γυρνάνε. Στην τελευταία σειρά πύργοι, στρατηγοί, βασίλισσες, άλογα, άσπρα και μαύρα κι αυτά. Πιο δυνατά, πιο ευέλικτα. Όλα όμως στην υπηρεσία των βασιλιάδων τους. Κανείς δεν πρέπει να τους απειλήσει. Κανείς δεν πρέπει να τους πλησιάσει. Είναι η καρδιά του παιχνιδιού. Δεν πρέπει να σταματήσει. Ρουά και ματ να μην ακουστεί.

Πίσω από τους δυο στρατούς, δυο παίκτες. Ο ένας μαύρος. Όπως ένας άγραφος μαυροπίνακας. Tabula Rasa. Τετράγωνος, άκαμπτος. Με σκληρές γωνίες. Χωρίς χρώματα, σκέψεις, ιδέες, φαντασία. Με σκληρές γωνίες. Σκοτεινός γυρνάει την πλάτη στο φως και πορεύεται μόνος. Οι κινήσεις του γίνονται ριπές. Δεν υπάρχουν συμπαίκτες, μόνο αντίπαλοι που οφείλει να κατατροπώσει. Άμεσα. Σίγουρα. Αυτό το παιχνίδι, αυτή η μάχη είναι όλη του η ζωή. Η μόνη ζωή και δε θα χαριστεί σε κανέναν. Νικητής περνάει από τη μια σκακιέρα στην άλλη κι οι νίκες γίνονται σκαλιά που τα ανεβαίνει δίχως κανένα παραπάτημα. Κι από εκεί ψηλά μοιάζουν οι άλλοι, απλά, σκηνικό. Οι άλλοι δεν υπάρχουν. Οι φωνές τους δεν ακούγονται. Οι ζωές τους δεν υπάρχουν. Μόνο οι νίκες του. Αυτές μετράνε.

Ο άλλος παίκτης, λευκός. Με όλα τα χρώματα εντός. Βρώμικα και φωτεινά. Σκέψεις, εικόνες, γρατζουνιές του δίνουν σχήμα και μορφή. Οι ευθείες του λίγες. Πιο πολλές οι καμπύλες. Οι γωνίες του σβησμένες όπως κι οι βεβαιότητες. Βεβαιότητες πως τάχα μπορείς να κρυφτείς, να γλιτώσεις ακόμα και στο πιο ανθρωποβόρο περιβάλλον, σε αυτό που διαμόρφωσε ο ναζισμός, αρκεί να μην ενοχλείς. Ήσυχος να περπατάς ανάμεσα στα θεριά. Να μην προκαλείς. Να προσέχεις. Ένα στραβοπάτημά του όμως και γκρεμίστηκαν όλα. Κι η ζωή του έγινε ένα δωμάτιο τρία επί τρία. Ένα κελί και το σκάκι σανίδα σωτηρίας. Κράτησε το μυαλό του ζωντανό. Τον βοήθησε να μη χαθεί μέσα στο τίποτα της σιωπής και της επανάληψης. Για λίγο όμως. Γιατί ούτε αυτό στάθηκε αρκετό. Το μυαλό δεν είναι πάντα σύμμαχος. Κρύβει παγίδες και σκοτεινές στροφές κι αν πίστευε πως το παιχνίδι αυτό θα ήταν ο από μηχανής θεός του, πως το μυαλό του δε θα τον άφηνε να διαλυθεί μες στο κελί, απώλεσε άλλη μια βεβαιότητα και τώρα πορεύεται γυμνός από στηρίγματα.

Η μάχη των δύο παικτών σκληρή, λαμβάνει χώρα στο σαλόνι ενός πλοίου που ταξιδεύει για έναν καινούριο κόσμο. Επίπονη. Αργή, να ταλαντεύεται μέχρι το τέλος. Κίνηση την κίνηση κι ο χρόνος να σκαλώνει. Κίνηση την κίνηση ιδρώνουν πάνω στη σκακιέρα. Μια παρτίδα επιβίωσης. Ο ένας προσπαθεί να μη χάσει. Τον περιμένουν νέοι αγώνες. Ο άλλος παλεύει να μη χάσει πάλι το μυαλό του. Τον περιμένει αυτός ο καινούριος κόσμος. Θα κάνει, επιτέλους, το λάθος ο αήττητος ως τώρα μαύρος παίκτης ή θα οπισθοχωρήσει ο λευκός; Θα νικήσει η ακάματη πολεμική μηχανή ή θα πάρει τη ρεβάνς ο άνθρωπος που χτυπήθηκε και πόνεσε, για να αποδείξει στον εαυτό του πως δεν έχει καταθέσει τα όπλα, πως πήρε το μάθημα του και προχωράει; Η έκβαση μοιραία όπως και να έχει.

Λένε πως το σκάκι είναι το μόνο παιχνίδι που δε μετράει η τύχη. Και πως είναι κονταροχτύπημα ευφυίας και μόνο. Ψέματα. Εκεί πάνω στα ασπρόμαυρα τετράγωνα μιλάνε οι αντοχές, οι πληγές κι ό,τι κουβαλάει ο καθείς κι ο Στέφαν Τσβάιχ το ξέρει καλά. Για τον συγγραφέα δεν είναι καν ένα παιχνίδι. Είναι μια παρτίδα ζωής. Η ταύτισή του με τον λευκό παίκτη, σου κόβει την ανάσα μέχρι την τελευταία κίνηση. Η αγωνία του γίνεται αγωνία σου. Ο ιδρώτας του δικός σου. Στο τέλος πια καταλαβαίνεις.

Τόσο απλό, λιτό και συγκλονιστικό το βιβλίο αυτό. Εκατόν δεκαεφτά σελίδες όλες κι όλες που χωράνε τόσες σκέψεις κι ερμηνείες. Η ανάγνωση της ζωής του συγγραφέα οφείλει να προηγηθεί, για να κατανοηθεί η εξαιρετική αυτή ιστορία. Για να πάρει τη σωστή διάσταση αυτή η νουβέλα, ως παρακαταθήκη. Ως τελευταίο γράμμα του, σε έναν κόσμο που δεν τον χωράει πια.

Υ.Γ. Πάντα θα αναρωτιέμαι αν είχε αποφασίσει το τέλος του κι έγραψε τη σκακιστική αυτή νουβέλα ή γράφοντάς την, πήρε την απόφαση.