γράφει η Σώτια Παπαμιχαήλ //

Έρχεται κάποια στιγμή, όπου η μεγαλειότητά μας, ο εαυτός μας, είναι ανάγκη να περάσει στην αίθουσα του θρόνου με τους αυλικούς του, το νου και την καρδιά, για ν’ αποφασίσει επάνω στον καταστατικό χάρτη της ζωής του.” Κι αυτή η στιγμή έρχεται όταν δεν την περιμένεις. Ειδικά τότε. Όταν νομίζεις πως όλα έχουν πάρει το δρόμο τους. Πως τίποτα δε θα αλλάξει πια κι ο Τάσος Αθανασιάδης το ήξερε καλά αυτό κι αν ως τώρα εμείς αναβάλλουμε πεισματικά αυτό το πέρασμα, μετά την ανάγνωση και της τελευταίας λέξης του ομώνυμου βιβλίου του, Η ΑΙΘΟΥΣΑ ΤΟΥ ΘΡΟΝΟΥ, Εκδόσεις ΕΣΤΙΑ, θα είναι πια μονόδρομος για μας.

Καλοκαίρι, δεκαετία ’60, σε ένα κυκλαδίτικο νησί, η ξενοιασιά, η αστοχασιά, ο ήλιος που καίει, η θάλασσα που ξεπλένει έναν ακόμα χειμώνα θα μπορούσαν να είναι η μόνη πραγματικότητα. Τουρίστες, παιχνίδια, μουσική κι έρωτας. Τι άλλο χρειάζεται ένα καλοκαίρι; Σίγουρα όχι, έναν καλόγερο που προσπαθεί να επιστρέψει στα εγκόσμια-Λουκάς Δελόγγης, έναν αρχαιολόγο που υπάρχει μόνο για τις ανασκαφές του κι όλο αναβάλει τη ζωή-Σωτήρης Ανδρουλής, μια ποιήτρια που ψάχνει τα ίχνη του πατέρα που έχασε, πριν καταφέρει να αποκτήσει έστω και μια ανάμνησή του-Γλαύκη Αρχοντίδη. Ούτε έναν δικηγόρο σκληρό όσο το τίποτα, το οποίο έχει για θεό του-Παντιάς Φλέρης. Οι ήρωές μας. Νέοι, όμορφοι μα τόσο αταίριαστοι με τη χαρά τη νησιού.

«Η πίστη μας στο αδύνατο είναι μια πρόφαση για να υπομείνουμε το δυνατό με εγκαρτέρηση και μελαγχολία.» Για πόσο; Οι ψευδαισθήσεις, κάστρα που χτίζουμε για να κρυφτούμε, δεν είναι παρά πύργοι από τραπουλόχαρτα, παλιά, τσαλακωμένα που με το πρώτο μελτέμι σκορπίζονται στον αέρα. Άσσοι, Ρηγάδες, Ντάμες και Βαλέδες που μας στήριζαν, μας αποχαιρετούν σε μια στιγμή. Όσο κι αν τρέξουμε, όσο κι αν τους κυνηγήσουμε είναι αργά. Κι οι ηρωές μας προσπάθησαν πολύ, κυνήγησαν ότι τους κρατούσε ως τώρα όρθιους έστω και με δεκανίκια, φοβούμενοι το άγνωστο που τους περίμενει. Το καινούριο. Ο Λουκάς βολεμένος στον αυτοπεριορισμό και το αέναο ταξίδι προς τα μέσα κι ο Σωτήρης ταμπουρωμένος πίσω από πέτρες, απομεινάρια του χτες, βεβαιότητες κι υπολογισμούς, κρύβονται από την ίδια τη ζωή. Της αντιστέκονται. Ατέρμονες συζητήσεις, αναζητήσεις κι η ζωή να περνά δίπλα τους, να συμβαίνει σα να μην τους αφορά. Η Γλαύκη τρέφεται από πόνο και μίσος άσβεστο για αυτόν που της στέρησε τις ρίζες της, τους γονείς πριν καν τους γνωρίσει. Τον περιμένει στο διηνεκές και ζει για να συγκρουστεί μαζί του και μοιάζει να υπάρχει μόνο γι αυτό. Κι ο Παντιάς βουλιάζει σε έναν ακόρεστο ηδονισμό χωρίς φραγμούς και δεύτερες σκέψεις μια κι όλα είναι μάταια και σπέρνει πόνο και κάποτε θάνατο. Για πόσο πια; Χωρίς να το θέλουν, γίνεται ο ένας για τον άλλο αφορμή για επανεξέταση του βίου κι επανατοποθέτηση στον κόσμο. Φωνή της συνείδησής τους ένας φραγκισκανός μοναχός, δάσκαλος και φάρος στην τρικυμία τους. «Είναι βασικό για έναν άνθρωπο που πάει προς τη δράση, να κόβει τον ομφάλιο με τον εαυτό του.» Καταλυτική και η ξαφνική άφιξη στο νησί ενός Γερμανού, πρώην στρατιωτικού που κατέστρεψε πριν χρόνια το νησί, βασάνισε σκληρά ανθρώπους, αφαίρεσε ζωές μα επέστρεψε για να κλείσει μία-μία τις πληγές, ελπίζοντας στη συν-χώρεση από όσους πόνεσε πολύ. Μα ξεχνιέται τόσο εύκολα ο πόνος; Κλείνουν με τη μετάνοια οι πληγές; Οι ζωές όλων πλέκονται σφιχτά σε ένα γαϊτανάκι που έστησε η στιγμή. Η στιγμή που πρέπει να σταθούν στα πόδια τους και να αποφασίσουν. Να κοιτάξουν μέσα τους. Να κοιτάξουν μπροστά τους. Ο ένας τον άλλο και να συνεχίσουν.

Το βιβλίο αυτό του Τάσου Αθανασιάδη είναι απάγκιο κι οδηγός. Στήριγμα και ταρακούνημα μεγάλο. Σημείο αναφοράς. Σημείο κάθε νέας αρχής. Λέξεις όμορφες κι ενίοτε ξεχασμένες, εικόνες περίτεχνες, χρώματα γίνονται το κάλεσμα σε έναν κόσμο τόσο γοητευτικό. Οι ήρωες σκαλισμένοι με πένα αριστοτεχνική ακουμπάνε σε όλα τα κομμάτια της ψυχής μας, μύχια και φωτεινά. Όλοι κουβαλάμε εντός, φόβο για τη ζωή, πόνο, μίσος, παραίτηση, ροπή στη ματαιότητα, βαρβαρότητα. Όλοι κουβαλάμε έναν Λουκά, μια Γλαύκη, έναν Σωτήρη, έναν Παντιά. Ακόμα και έναν σκληρό βασανιστή, βαθιά μετανιωμένο. Πώς να μην ταυτιστούμε; Σκιές μας όλοι οι ήρωες που βγαίνουν στο φως. Κι έτσι ο συγγραφέας μας παρασύρει, χωρίς να το καταλάβουμε σε ένα λαβύρινθο σκέψεων και αναθεωρήσεων. Αντιπαραθέσεων, απόψεων και αποφάσεων. Μικρών ή μεγάλων. Από τις πρώτες σελίδες ξεκινάει ένας διάλογος, τόσο ζωντανός μέσα μας που κάνει τη νύχτα μας, μέρα γιατί η αίθουσα του θρόνου γίνεται κοινός στόχος και δοκιμασία για τους ήρωες και για μας. Θέλουμε δε θέλουμε. Αναπόφευκτη η στιγμή.

ΥΓ.1 Θεωρείται από τα διαμάντια της ελληνικής λογοτεχνίας και είναι. Η τέχνη του λόγου απαράμιλλη. Η πνευματική συγκίνηση που προσφέρει, ένα πραγματικό δώρο.

ΥΓ.2 Λένε πως ο δάσκαλος σε βρίσκει όταν είσαι έτοιμος. Το ίδιο ισχύει και για το βιβλίο αυτό. Μόνο που σε ξαναβρίσκει και σε ξαναβρίσκει όσες φορές το χρειαστείς γιατί η αίθουσα του θρόνου είναι δύσκολη υπόθεση πολύ και δεν ξεμπερδεύεις με την πρώτη.