της Φραντζέσκας Ντόγκα //

 Στην περίπτωση του ποδηλάτη φαίνεται να πονάει περισσότερο η ανηφόρα αλλά αυτό είναι σχετικό.

Για μένα οι ανηφόρες είναι πρόκληση.

Μ’ αρέσει να τις δαμάζω. Τις κάνω από εχθρούς συμμάχους με κόλπο μαγικό. Περνώ από πάνω τους ξανά και ξανά, φαντασιώνομαι ότι το ποδήλατο είναι οδοστρωτήρας. Επιμένω τόσο ώσπου στο τέλος τα καταφέρνω.

Έχω δει τεράστιες, απειλητικές ανηφόρες που μοιάζουν αδιάβατα βουνά να μεταμορφώνονται με τον καιρό σε κακόμοιρες αστείες πεδιάδες.

Αντίθετα αισθάνομαι παράξενα και άβολα μπροστά σε μια απότομη κατηφόρα.

 

Πανόραμα Βούλας.

Αυτή η περιοχή φαίνεται απαγορευτική για τον ποδηλάτη. Αν ξεκινήσεις από Βουλιαγμένης η διαδρομή αρχίζει αργά-αργά με “ήπιες”ανηφόρες αλλά στο τέλος οι απότομες κλίσεις θα σε τρομάξουν.

Αξίζει όμως να φτάσει κανείς ως το τέλος ακόμα κι αν χρειαστεί να κατέβει και να σύρει το ποδήλατο του μέχρι πάνω. Γιατί η θέα σε αποζημιώνει αμέσως.

 

Πονούν οι φωτογραφίες;

Πολλές φορές έχω παρατηρήσει το Πανόραμα Βούλας από το πλοίο.

Τα σπίτια από μακρυά μοιάζουν καρφωμένα άτακτα στην γυμνή κορυφογραμμή σαν δόντια λευκά.

Βεβαία το να ζεις τόσο ψηλά, με όλη την θάλασσα μπροστά σου πιάτο, είναι όνειρο πολλών.

Τα όνειρα όμως είναι κι αυτά σχετικά και διαφέρουν για τον καθένα.

Κι όταν το όνειρο λέγεται σπίτι, ο καθένας αρπάζει την ευκαιρία για να κάνει πραγματικότητα το δικό του. Όπως το ‘χει στη φαντασία του.

α1 Γυρνώντας τον φακό μου σε μια θεόρατη βίλα, ακούω από μέσα μια κραυγή.

“Τι στο καλό; Πονούν οι φωτογραφίες”; Σκέφτομαι.

Η φωτογραφία βγαίνει θολή, κουνημένη, στο λεπτό με πλησιάζει ένα φύλακας.

Μου ζητά να απομακρυνθώ, γιατί ο κύριος εφοπλιστής με είδε και ενοχλήθηκε.

Προχωρώ αποδιωγμένη προς τον γκρεμό και κάθομαι στην φιλόξενη σκιά ενός δέντρου απ’τα λίγα που απόμειναν να ευχαριστιούνται τη θέα μετά τις πυρκαγιές.

α2

Ξεχνιέμαι για λίγο απολαμβάνοντας το γαλάζιο του ουρανού και της θάλασσας. Το βλέμμα μου στρέφεται στο ένα και μοναδικό, σταθμευμένο αεροπλάνο, στο παλιό αεροδρόμιο του Ελληνικού.

α3

Ευκαιρία για κατηφόρα! Ελληνικό

Από το Πανόραμα Βούλας ως το Ελληνικό είναι μια “πεταλιά” δρόμος.

Αφήνεσαι στις κατηφόρες και φτάνεις στη στιγμή.

Στην επίσκεψή μου στον παλιό αερολιμένα με περίμενε μια έκπληξη. Μετά από τόσα χρόνια αχρηστίας και απομόνωσης υπήρξαν κάποιες αφίξεις…

α4

 

α5

 Άναρχα κι εδώ οι σκηνές, σκορπίζονται εδώ κι εκεί, ξεπροβάλλουν από τα μπαλκόνια του κτηρίου και απλώνονται μέχρι το προαύλιο. Κάθε σκηνή πίσω από το φωσφοριζέ χρώμα της κρύβει ένα όνειρο που αντιπαλεύει την γκρίζα αποσύνθεση του χώρου. Οι φιλοξενούμενοι φαίνονται ταλαιπωρημένοι μα συνάμα κατά κάποιον τρόπο ικανοποιημένοι.

α6

 

α7

Η κ. Μαρία που έχει βρει στέγη εδώ και χρόνια με τον πατέρα της λίγα μέτρα πιο κάτω, στέκεται μέσα στο χαοτικό νοικοκυριό της σκεπτική.

 

α8

α9

Αδυνατεί να συγκρίνει τον πόνο της με τον δικό τους.

– Αυτοί είναι πολλοί, εγώ είμαι μόνη. Αυτοί είναι νέοι και έχουν όλη τη ζωή τους μπροστά.

Αλλά βέβαια έχουν παιδιά. Μικρά παιδιά…

 

α10

α11

Κάθε βόλτα με το ποδήλατο είναι διαφορετική, άλλες φορές κοιτάς τον δικό σου δρόμο κι άλλοτε οι δρόμοι των άλλων παρεμβάλλονται. ‘Άλλοτε είναι είναι ανηφόρα κι άλλοτε κατηφόρα. Όχι, αυτά τα δύο μεταξύ τους δεν έχουν καμία διαφορά τελικά.

Δεν πονάει το ένα περισσότερο από τ’ άλλο.

Αν πονάει κάτι στην περίπτωση αυτή είναι η φωτογραφία…