Από την bitchάρα //

Στην πρώτη φάση αγωνιάς, ξαγρυπνάς, ενημερώνεσαι για τις εξελίξεις, εύχεσαι και ελπίζεις. Αν έχει μείνει συλλογικό πνεύμα, κινητοποιείσαι.

Στη δεύτερη μουδιάζεις και βουλιάζεις περισσότερο στον καναπέ.

Στην τρίτη φάση θέλεις να τα σπάσεις όλα, θυμώνεις, εκρήγνυσαι με το παραμικρό, κραυγάζεις απελπισμένα πως δεν γίνεται, κάποια λύση πρέπει να βρεθεί. Κι αφού δεν θα τη βρει ο αντίπαλος, καθίστε να την ψάξουμε εμείς.

Στην επόμενη φάση ξαναβουλιάζεις στον καναπέ και αρχίζεις να αφουγκράζεσαι τις διαθέσεις. Όλα τα συγκεντρώνεις και τα μελετάς, λεπτολογείς, ερμηνεύεις κατά το δοκούν. Τρως πέντε κιλά παγωτό κι εφτά σοκολάτες. Και ξανά. Και ξανά.

Εν τω μεταξύ η σκληρή πραγματικότητα δεν περιμένει βέβαια. Σου επιβάλλει μια λύση, όποια και να είναι αυτή. Στον ΔΟΛ πουλήθηκαν τα πάντα και ξεκινούν και πάλι απ’ την αρχή. Χωρίς αποζημιώσεις για τους εργαζόμενους, χωρίς υποχρεώσεις να διασφαλίσουν θέσεις εργασίας για τους εργοδότες. Το ήξερες αυτό, εδώ και καιρό συμβαίνει. Και η τάχα μου αριστερή κυβέρνηση τίποτα δεν άλλαξε. Τίποτα και πουθενά. Σχεδόν. Γιατί τα ψήγματα των αλλαγών, δεν τα λες πολιτική, τα λες άλλοθι.

Ερχεται η στιγμή που- το ήξερες ήδη- θα αποχαιρετήσετε το Έθνος. Καλά εσύ, ανήκες σε αυτούς που έχουν το ψωμάκι από τη σύνταξη, όσο υπάρχει κι αυτή- και έβγαζες το τυράκι σου στον Πήγασο. Τα παιδιά όμως; Τι θα κάνουν τα παιδιά;

Τα παιδιά, όσο και αν δεν θες να το παραδεχτείς, θα ακολουθήσουν τους δύσβατους δρόμους που η κατάσταση εδραίωσε και η κατά δήλωσίν της αριστερή κυβέρνηση πλακόστρωσε. Άλλοι θα βγουν στην ανεργία. Άλλοι θα αναζητήσουν αλλού δουλειά. Πού, σε έναν χώρο με αγκάθια; Όπου μπορέσουν. Ή θα μείνουν με μισθό 500 και 400 ευρώ. Τόσα παίρνουν πλέον παντού. Τόσα.

Το χειρότερο: τα φέσια του Μπόμπολα, όπως και τα φέσια του Ψυχάρη, θα τα πληρώσουμε εμείς και μόνο εμείς. Οι πρώην εργαζόμενοι και οι πρώην εργαζόμενοι γενικώς. Η κοινωνία, διά των φόρων της. Από τον Χάρο και την Εφορεία δεν γλιτώνεις λέγαν οι παλιότεροι. Κι από τις τράπεζες.

Ένας μήνας μας χωρίζει από τον πλειστηριασμό του Πήγασου. Όσα δάκρυα κι αν τρέξουν από τα μάτια μας, η δημοσιογραφική κοινότητα κοιμάται. Το ίδιο και περισσότερο κι η κοινωνία. Πώς να τολμήσει το Έθνος, το κάθε Έθνος, να απευθυνθεί στον κόσμο, να ζητήσει υποστήριξη όταν το επάγγελμά μας έχει τόσο απαξιωθεί; Καθόλου άδικα, θα πείτε. Δεν είναι της παρούσης, όμως ναι. Δεν είναι άδικο. Αλλά και είναι.

Δεν ήμασταν όλοι οι δημοσιογράφοι παπαγαλάκια των κυβερνήσεων. Επιτρέψαμε όμως, συνολικά, χωρίς αυτορρύθμιση στον κλάδο, οι λίγοι να δίνουν τον ρυθμό και το στίγμα. Το οποίο, εν τέλει, πήραμε γενικά. Άντε τώρα να πείσεις πως δεν φταις. Και βέβαια έχεις μερίδιο ευθύνης, γιατί ποτέ δεν αντέδρασες. Όχι όλη την ευθύνη. Ό,τι και όσο κι αν έχεις, δεν πρόκειται πλέον να σε/μας λυπηθεί κανείς. Η αλληλεγγύη που προσπαθήσαμε να καταστρέψουμε για τις κοινωνικές ομάδες, να την περάσουμε μέσα από την Εκκλησία και τον ΣΚΑΙ, μας εξαίρεσε πια. Δεν πρόκειται κανείς να μας την προσφέρει. Κι ας μην είμαστε εμείς οι πρώτοι υπεύθυνοι. Να μη μας κακοφαίνεται όμως.

Από την άλλη, κανείς δεν τα βάζει με τα αφεντικά, ούτε η κυβέρνηση πιέζει να μην πάνε όλα στράφι. Τη βολεύει στο περίπτερο να έχει εφημερίδες στυλ ΕΣΠΡΕΣΟ, Ελεύθερης Ώρας και Σταρ; Προφανώς…

Πίκρα μεγάλη στο Έθνος. Πίκρα και στον ΕΔΟΕΑΠ, το επικουρικό ταμείο μας. Οι συντάξεις δεν καταβλήθηκαν για τον μήνα αυτόν, είναι προφανές πως το ταμείο παραπαίει, μαζί με τον κλάδο και οι κινήσεις και οι αντιδράσεις είναι λιγοστές. Κορυφαίο πρόβλημα: ο κλάδος πάντοτε ελπίζει σε ένα θαύμα. Δεν κινητοποιείται. Δεν πάει στο υπουργείο Εργασίας να τα κάνει λαμπόγυαλο απαιτώντας τη θέσπιση πόρου. Δεν πάει στην ΕΣΗΕΑ να πιέσει το νέο Διοικητικό Συμβούλιο να συγκρατηθεί.

Εν τω μεταξύ, η κυβέρνηση βρήκε τρόπο να εξοντώσει τους μισητούς για εκείνη δημοσιογράφους, κλείνοντας το επικουρικό τους. Σαν τον Δρακουμέλ που τριγυρίζει φωνάζοντας «πόσο σας μισώ απαίσια στρουμφάκια» κάνουν οι αρμόδιοι υπουργοί. Το τερμάτισαν στη γελοιότητα και στην απανθρωπιά, χτυπώντας εκεί που πονάμε: στην ασπιρίνη, στην περίθαλψη, στη σύνταξη. Κι εμείς, τους βλέπουμε.

Όποιος στη μάχη πάει για να πεθάνει, στρατιώτη μου για πόλεμο δεν κάνει έλεγε εκείνο το τραγούδι του Μάνου Χατζιδάκι. Εμείς χάσαμε τον πόλεμο πριν καν πάμε στη μάχη. Ας πεθάνουμε.