του Γιάννη Παναγόπουλου //

Με τον Γιώργο γνωριστήκαμε στα μέσα της δεκαετίας 2000. Όταν το myspace ήταν μεγαλύτερο από το facebook. Η τελευταία φορά που βρεθήκαμε έκατσε στην τύχη. Πριν λίγες εβδομάδες, στην Αιόλου. Φορούσε μπλούζα με στάμπα Run DMC, στο ένα χέρι κρατούσε το κινητό, στο άλλο τιμόνι ποδηλάτου. Ο Γιώργος Μπρατάνης, aka Cayetano, έχει κάνει στη μουσική ένα σωρό πράγματα. Άλμπουμ που πήραν από θετικές ως αποθεωτικές κριτικές σε Ελλάδα και εξωτερικό. Έχει δώσει Dj set σε ένα σωρό πιθανές και απίθανες τοποθεσίες. Έχει γράψει μουσική για θέατρο, για παραστατικές δράσεις. Ο Γιώργος πριν δύο χρόνια και για επτά μήνες έζησε στην Κίνα, στη Σενζέν, στήνοντας μουσικά πρότζεκτ σε ένα xl μεγέθους κλάμπ. Και πέρασε τον περασμένο χειμώνα στις Μαλδίβες κάνοντας την ίδια δουλειά σε χώρο bigger than life διαστάσεων. Ναι, με τον down–tempo jazzyelectro ήχο που συνθέτει στο στούντιο έχει φτάσει τόσο μακριά. Τι είναι αυτό που τον κάνει περιζήτητο λόγω μουσικής εδώ στην Ελλάδα και έξω (από εδώ); Ο Cayetano, εξωτερικά, δεν είναι παρά ένας ακόμα τύπος που κυκλοφορεί στην πόλη με ποδήλατο…

-Την προτελευταία φορά που τα είπαμε ήρθες με τα πόδια. Σήμερα κινείσαι με ποδήλατο. Πόσο άλλαξε την καθημερινότητά σου;

-Η αλήθεια είναι πως μου έμεινε ως κατάλοιπο από την Κίνα. Και απορώ γιατί τόσα χρόνια και ενώ μένω στο κέντρο της Αθήνας, δεν το χρησιμοποιούσα. Με τα πόδια στο κέντρο και το μετρό ή τη βέσπα μου για μεγαλύτερες αποστάσεις είναι ωραία, αλλά η μετακίνηση με το ποδήλατο τελικά έχει περισσότερη πλάκα.

-Τι έκανες στις Μαλδίβες;

-Η αποστολή μου είχε να κάνει με τη μουσική. Έκανα ό,τι και στην Κίνα, έστησα μουσικά δηλαδή έναν καταπληκτικό χώρο. Στην προκειμένη, ένα -θα μπορούσαμε να πούμε- ιδιωτικό νησί. Κατά τ’ άλλα, τρεις μήνες τους πέρασα πολύ χαλαρά με πολλά μπάνια και ακόμη περισσότερη ησυχία.

-“Μίσησα“ τα ποστ σου από εκεί. Εδώ έκανε βρωμόκρυο, έβρεχε, χιόνιζε. Εσύ πόζαρες σε παραλίες πίνοντας παγωμένα κοκτέιλ…

-Μα ήταν ακριβώς αυτό… Μια πολύ καλή ευκαιρία να τρολάρω τους φίλους μου. Στην αρχή και εγώ διασκέδαζα με τα διάφορα -ενίοτε πολύ εμπνευσμένα- μπινελίκια που εισέπραττα ως σχόλια, μέχρι που όλοι βαρεθήκαμε. Κατόπιν όλα κύλησαν χαλαρά ποστάροντας μόνο τα βασικά.

– Κίνα. Μαλδίβες. Και τώρα, τι;

-Μεξικό. Και εκεί θα κάνω ό,τι έκανα και στους προορισμούς που είπες. Αν όλα πάνε καλά σε τέσσερις το πολύ μήνες θα έχω επιστρέψει. Αν και το να φύγω στη συγκεκριμένη χρονική περίοδο, με ζορίζει περισσότερο από άλλες φορές. Θέλω να ασχοληθώ με τον δίσκο που ετοιμάζω. Οπότε το σκέφτομαι πολύ σοβαρά αν τελικά θέλω να το κάνω.

-Ας επιστρέψουμε στην εποχή της Κίνας. Έμεινες επτά μήνες. Σκόπευες να μείνεις πολύ περισσότερο. Γιατί γύρισες νωρίς;

-Το συμβόλαιο μου ήταν για δύο χρόνια. Η δουλειά όμως βγήκε στο πρώτο τετράμηνο και μάλιστα στους επτά μήνες το LAVO, όπως είναι το όνομα του πολυχώρου, βραβεύτηκε για τη μουσική του απο κοινό και κριτικούς. Στην Κίνα υπάρχει ένα ισχυρό σύστημα αξιολόγησης. Το γεγονός λοιπόν οτι η δουλειά είχε ήδη γίνει και σε συνδυασμό με την καθημερινότητα της Κίνας που για έναν δυτικό είναι τελείως διαφορετική -θα την χαρακτήριζα ίσως και “παράλογη” για τα δικά μας δεδομένα- με έκαναν να διακόψω το συμβόλαιό μου και να επιστρέψω. Ήταν ευτυχώς μια “βελούδινη” διαδικασία καθώς είχα να κάνω με εξαιρετικούς επαγγελματίες και ανθρώπους με κατανόηση. Είμαι όμως στο standby καθώς ετοιμάζουν και άλλον ένα καινούριο χώρο.

-Σήμερα, όταν επιστρέφεις στην περίοδο που έζησες εκεί τι σκέφτεσαι;

-Ότι όσο “διαστροφικό” και να ακούγεται, μου λείπει εκείνη η καθημερινότητα και ακόμη περισσότερο -και καθόλου διαστροφικό βέβαια- μου λείπουν οι άνθρωποι με τους οποίους συνεργαζόμουν.

 

-Μουσικά τι κάνεις αυτό το διάστημα;

-Προσπαθώ να ολοκληρώσω τις ηχογραφήσεις για το νέο μου άλμπουμ. Ήδη γράφτηκαν αρκετά πράγματα στην Κίνα και στις Μαλδίβες, κάποια έγχορδα στη Ρουμανία, φωνές στη Μάλτα και κάποιες κιθάρες στην Αμερική αλλά το να ολοκληρώσω εδώ στην Ελλάδα αυτά που μου λείπουν είναι παραδόξως η μεγαλύτερη πρόκληση. Ο χρόνος μου απο τότε που γύρισα είναι εξαιρετικά περιορισμένος. Ευτυχώς μόλις τελείωσα την παραγωγή για ένα νέο συγκρότημα, τους SWORR, οπότε ελπίζω να ξεκαθαρίσει λίγο το πρόγραμμά μου. Από την άλλη, τώρα το καλοκαίρι οι ημερομηνίες για παιξίματα αποδείχθηκαν πολλές ενώ σκεφτόμουν να κάνω το πολύ πέντε ή έξι. Τι να πω… Να είμαστε γεροί και όλα θα γίνουν…

-Πέρυσι παρουσίασες το Cayetano Solo Project. Ένα μουσικό μονόπρακτο. Έστηνες τον εξοπλισμό σου στη σκηνή και έπαιζες όλα τα όργανα ζωντανά. Έχουμε περάσει στην εποχή της μη μπάντας. Στην εποχή που ο ένας θα κάνει τα πάντα;

-Δεν νομίζω ότι έχει παρέλθει η εποχή της μπάντας. Και δεν πιστεύω οτι θα παρέλθει ποτέ βέβαια. Το Solo Project το έκανα καθαρά από καλλιτεχνική ανάγκη. Η βασική ιδέα ήταν να παίζω τα δικά μου κομμάτια και να αντικαταστήσω τα dj sets. Κάθε φορά όμως που το δοκίμαζα, το ήθελα ακόμη πιο “ζωντανό” και προσέθετα όργανα. Τελικά, το project έφτασε στη μορφή του “χτίζω από το μηδέν”. Αυτό δυστυχώς (ή ευτυχώς) συνεπάγεται πολύ εξοπλισμό και ιδιαίτερα μέρη στα οποία ο κόσμος θα παρακολουθεί μια performance σε συνθήκες απόλυτης ησυχίας. Όμως το γεγονός οτι παρουσιάστηκε σε μέρη όπως το Ίδρυμα Σταύρος Νιάρχος, η Αγγλικανική Εκκλησία και το Κρατικό Θέατρο Βορείου Ελλάδος που αυτόματα, με το κύρος τους, κατέταξαν την performance σε ένα αρκετά υψηλό επίπεδο, είχε ως αποτέλεσμα να μην είναι εύκολο να παρουσιαστεί πια σε μπαρ που ήταν και η αρχική ιδέα. Νιώθω όμως υπερήφανος για αυτή την έκβαση.

φωτογραφία a. katsarou

 

-Έχεις γράψει μουσική για θέατρο, μουσική να την ακούει κάποιος με φίλους, μουσική που χορεύεται σε κλαμπ. Η μουσική είναι πάνω από τα “είδη”;

-Μπορεί το ύφος να αλλάζει, να είναι πιο κλασικό ή πιο μοντέρνο αλλά υπάρχει μια ενιαία γραμμή ως προς τις μελωδίες και την παραγωγή καθαυτή. Ως προς τα ακούσματα, εφόσον είναι μέσα στα δικά μου πλαίσια και πληρούν τα δικά μου κριτήρια δεν με απασχολούν. Μπορώ να απολαύσω την κλασική μουσική το ίδιο με τη ρέγκε ή τη χάουζ. Μου αρέσει να σιγοτραγουδάω ρεμπέτικα όταν πίνω τσίπουρα ή να χτυπιέμαι με άφρο πίνοντας βότκες. Και όλα αυτά αποτυπώνονται μέσα στις δικές μου μουσικές και παραγωγές. Δεν διαχωρίζω είδη, μόνο την καλή απο την κακή μουσική. Που ναι, αυτή η διάκριση υπάρχει και είναι θλιβερό να μη την νιώθει κάποιος.

-Μιλάγαμε για την πόλη σου, τη Θεσσαλονίκη. Μου έλεγες πως κάποτε η τόσο γόνιμη σκηνή της σήμερα είναι παρελθόν. Γιατί συνέβη αυτό;

-Για να μην παρεξηγηθώ, η Θεσσαλονίκη εξακολουθεί να βγάζει τρομερούς μουσικούς και εκπληκτικές μπάντες. Απλώς η δυναμική της ως προς τη “σκηνή” που κάποτε μπορεί να την χαρακτήριζε, έχει ελαττωθεί. Νομίζω πως η ίδια η πόλη άλλαξε με τρόπο που να μην ευνοεί τόσο πολύ την “έμπνευση”. Ή τουλάχιστον έτσι το νιώθω εγώ. Όταν τα μέρη στα οποία οι μπάντες έβρισκαν καταφύγιο για πρόβες (πάνω από τα Λαδάδικα, η θρυλική εκείνη οικοδομή για παράδειγμα) τώρα βρίσκονται στην καρδιά της νυχτερινής διασκέδασης, με τρομερή φασαρία και άπειρο άσχετο κόσμο, όταν η παραλιακή γέμισε τσιφτετελάδικα ενώ μέχρι πριν κάποια χρόνια εκεί ήταν η καρδιά της καλλιτεχνικής διανόησης κλπ κλπ… Τουλάχιστον όταν ήμουν ενεργό μέλος τής εκεί “σκηνής”, σε εκείνα τα “καλά” χρόνια, αυτά ήταν μέρη στα οποία ξεκινούσες με ένα ακόρντο και σε δέκα λεπτά είχες μια κομματάρα στα χέρια σου.

-Θέλεις να μου πεις δύο – τρία πρόσωπα της Αθήνας που τα γνώρισες μέσα από τη μουσική και τα εκτιμάς για την ανθεκτικότητα της πίστης τους σ’ εκείνη;

-Είναι αρκετοί οι άνθρωποι που κυριολεκτικά παλεύουν για την καλή μουσική. Και θα αποφύγω να μιλήσω για μουσικούς καθώς οι περισσότεροι αυτό ακριβώς κάνουν. Θα μπορούσα όμως να μιλήσω για ανθρώπους όπως ο Νίκος και ο Ανδρέας που έστησαν το 420, o Μελέτης του Soiree De Votanique, ο Δημήτρης Παπαϊωάννου με το Spiti Cocktail Bar, τα παιδιά του Bartessera και αρκετοί άλλοι που μουσικοί μπορεί να μην είναι, είναι όμως γνώστες και μουσικοεραστές μεγάλοι. Κρατάνε τον πήχη ψηλά.

φωτογραφία Xiao JH

 

-Είσαι συνέχεια εδώ κι εκεί. Ταξίδια Ελλάδα, εξωτερικό για μουσική. Το όλο πράγμα με το booking το κάνεις εσύ;

-Δυστυχώς ναι. Είναι ωραίο να έχεις τον απόλυτο έλεγχο αλλά ταυτόχρονα απαιτεί πολύ χρόνο και ενέργεια. Είναι και ψυχοφθόρο βέβαια, καθώς πολλές φορές γίνεσαι ο “κακός” όταν ζητάς να διορθωθεί ή να αλλάξει μια αφίσα για παράδειγμα ενώ ένας μάνατζερ θα είχε το “ακαταλόγιστο”. Δεν βρήκα όμως άνθρωπο που να μπορεί να βγάλει σε πέρας μια απαιτητική δουλειά όπως αυτή. Αν τον βρω, ευχαρίστως θα του τα φορτώσω όλα αυτά.

-Ποια είναι η περισσότερο αδικημένη δουλειά που έχεις ηχογραφήσει. Εκείνη που ενώ την πίστευες πολύ, τελικά δεν κέρδισε την προσοχή που της άξιζε;

-Σίγουρα το τελευταίο μου άλμπουμ, το “The Right Time”. Το θεωρώ ως ό,τι πιο ώριμο έκανα. Η κυκλοφορία του όμως με βρήκε στην Κίνα και δεν κατάφερα να το παρουσιάσω ως θα έπρεπε. Δεν πήγε άσχημα αλλά θα μπορούσε να πάει πολύ καλύτερα ακόμη και από το “Once Sometime”.

-Φευγάτα κάποια στιγμή μιλήσαμε για τις συνεντεύξεις που αρνήθηκες να δώσεις. Είχες πει πως δεν θέλεις να βλέπεις μια δική σου φράση δίπλα σε κείμενο που μιλά για τις καλύτερες τηγανητές πατάτες στο Παγκράτι και τα καλύτερα ντολμαδάκια στο Μπραχάμι. Τι σε ενοχλεί περισσότερο, η απαραίτητη προσθήκη των λέξεων «το καλύτερο» δίπλα από κάτι, ένα φαγητό; Ή το ίδιο το φαγητό;

-Το ίδιο το φαγητό εννοείται ότι δεν με ενοχλεί. Απεναντίας, είμαι λάτρης της μαγειρικής. Απλώς προσπαθώ να προστατεύσω αυτό που κάνω στον μεγαλύτερο δυνατό βαθμό. Σίγουρα δεν το καταφέρνω πάντα αλλά το προσπαθώ. Παίρνω πολύ σοβαρά τη μουσική μου, πολύ πιο σοβαρά από εμένα τον ίδιο. Και εννοείται πως δέχομαι χαρακτηρισμούς όπως “ελιτιστής”, “ψώνιο” κλπ. από όσους δεν μπορούν να το κατανοήσουν. Σε μια συνέντευξη όμως, περιμένω να ερωτηθώ για τη μουσική μου και οτιδήποτε γύρω από αυτή. Δεν μπορώ να απαντάω για τα αγαπημένα μου εστιατόρια ή να κάνω προτάσεις για την καλύτερη θέα. Και στην τελική δεν μπορώ να πάρω στα σοβαρά ένα περιοδικό που κάθε εβδομάδα μου προτείνει τις “καλύτερες” τηγανητές πατάτες στην Αθήνα.

-Τι είναι μουσική;

-Είναι οξυγόνο, είναι κώδικας επικοινωνίας, είναι αγάπη, μίσος, πόλεμος και γαλήνη. Είναι αυτό που χαρακτηρίζει την ύπαρξή μας, την ύπαρξη του κόσμου όλου.

-Θυμάσαι ποιο ήταν το πιο περίεργο gig που έδωσες ποτέ στη ζωή σου; Τι έγινε; Πότε έγινε; Πού έγινε;

-Πριν πολλά πολλά χρόνια, στο Πολύκαστρο του Κιλκίς, με είχαν διαβεβαιώσει για ένα μεγάλο πάρτυ. Τελικά βρέθηκα να παίζω αργά τη νύχτα σε ένα κέντρο δεξιώσεων (γάμων κλπ), στο οποίο έφεραν και κάποια κορίτσια από ένα μεγάλο στριπτιτζάδικο της Θεσσαλονίκης. Κάθε 20 λεπτά έβγαιναν τα κορίτσια και χόρευαν ή γδυνόντουσαν. Και από κάτω μόνο άντρες ντόπιοι και φαντάροι. Τώρα που το σκέφτομαι σιγά μην ήρθε κανενας για τη μουσική.

-Ποιο είναι το «My Life in the Bush Of Ghosts» της Ελλάδας;

-Νομίζω απο Μωρά Στη Φωτιά, το ομώνυμο, το πρώτο τους άλμπουμ δηλαδή. Τρομερή για την εποχή παραγωγή. Και αν στο μυαλό μου έχει συνδεθεί με την (προ)εφηβική μου ηλικία, το ακούω άνετα και σήμερα.

-Tι δεν έχεις κάνει ακόμα στη ζωή σου που θα ήθελες να το κάνεις το συντομότερο δυνατό;

-Δεν έχει να κάνει με μουσική αλλά με ταξίδι. Θέλω να νοικιάσω αμάξι και να ανεβοκατέβω τη Route 66. Και θα γίνει σχετικά σύντομα, το πιστεύω.

φωτογραφία a. katsarou