Από τον Μιχάλη Καφαντάρη //

Στα 19 βρέθηκα για λίγο στο λιμάνι της Κονστάντζας στη Ρουμανία. Απόγευμα, έβρεχε, πήρα ταξί που σε ένα φανάρι σταμάτησε διπλά σε μια μεγάλη τζαμαρία. Από μέσα φαίνονταν δεκάδες κορίτσια, όχι πιο πολύ από δεκατεσσάρων, ίσως δεκαέξι, να σκύβουν όλα μαζί αργά και ρυθμικά ακουμπώντας πάνω στο πόδι τους που στεκόταν τεντωμένο στον αέρα. Ήταν μια σχολή κλασικού μπαλέτου …

Στην περιοχή που μεγάλωσα άνοιξε, όταν πήγαινα δημοτικό, μια σχολή κλσσικού μπαλέτου. Η φάτσα της σχολής είχε πάνω από την πόρτα μια πορτοκαλί πλαστική μαρκίζα που φώτιζε από μέσα, με κολλημένο απάνω το μαύρο περίγραμμα μιας μπαλαρίνας και από κάτω μια επιγραφή που έλεγε: “Ρωσικό σύστημα διδασκαλίας”.

Ίσως αυτό το “ρωσικό σύστημα” που έγραφε ή ταμπέλα να προβλημάτισε τους παραδοσιακά δεξιούς κατοίκους της περιοχής, ίσως πάλι η μαύρη μπαλαρίνα να τους μάγκωσε την ψυχή, ίσως πάλι στα παπάρια τους απλά, πάντως η σχολή μετά από δύο-τρία χρόνια έκλεισε.

Δεν έμεινε όμως για πολύ αδειανό το μαγαζί, αφού λίγους μήνες μετά – θα ήταν και μέσα δεκαετίας του ’80 – ξαναλειτούργησε, αυτή τη φορά σαν μπαρ με σκυλάδικα και λαϊκά.

Κάθε βράδυ γέμιζε με “φορτωμένους” χαρτοπαίχτες, ταξιτζήδες της νυχτερινής βάρδιας, τίποτα φτωχούς πιτσιρικάδες που ανέβαιναν στην περιοχή για συντροφιά σε κυρίες με χρυσαφικά και έρχονταν μετά να τα ακουμπήσουν εκεί “που έχει μια μουνάρα … μπάρμαν”. Ερωτικά καβγαδάκια “Γιατί μωρή καριόλα; … Γιατί;”, αγροτικά με σάπιες καρότσες φορτωμένες με ερωτική απογοήτευση να παίρνουν μία στο τόσο παραμάζωμα τα παρκαρισμένα των μόνιμων κατοίκων και, κάθε που άνοιγε η πόρτα, να πετάγονται στο δρόμο, σαν μικρές κανονιές, λαϊκοί στίχοι διαπασών παιγμένοι από κασέτα για να εξατμιστούν πάνω από τα πρώτα πρωινά τρόλεϊ .

Μετά έπεσε το Τείχος του Βερολίνου.

mixH περιοχή που μεγάλωσα έγινε ξαφνικά οθόνη από ηλεκτρονικό παιχνίδι και άρχισαν να πέφτουν γυναίκες ασταμάτητα σαν τουβλάκια του ΤΕΤRIS να τις παρκάρουν πρόχειρα τη μια πάνω στην άλλη, να φτιάχνουν σειρές να εξαφανίζονται και μετά απο πάνω άλλες ξανά από την αρχή η ίδια δουλειά για χρόνια. 

Κάποιο πρωί, στα μέσα της δεκαετίας του ’90, το μαγαζί αποφάσισε να σταματήσει να παίζει λαϊκά τραγούδια. Την ίδια μέρα μάλιστα φώναξαν έναν μάστορα εκεί κοντά να βάλει στο κέντρο του μαγαζιού έναν σιδερένιο σωλήνα από το πάτωμα μέχρι το ταβάνι.

Το μαγαζί θα δούλευε πλέον με γυναίκες από τις Ανατολικές χώρες. Στριπτιζάδικο.

Έτσι, στον ίδιο χώρο που, όχι και πολλά χρόνια πριν, κοριτσάκια ελληνικής καταγωγής μάθαιναν τα πρώτα τους μπαλετικά βήματα σύμφωνα με το “ρωσικό σύστημα διδασκαλίας”, τώρα νεαρές κοπέλες από το πρώην ανατολικό μπλοκ, που το πρωί δούλευαν σαν πόρνες αλλού, στριμώχνονταν σαν τα ζώα στη σειρά καμιά εικοσαριά με τα “ρούχα της δουλειάς” και μετά τέσσερις-τέσσερις τις χώριζαν, τις έφερναν γύρω από τον σωλήνα και τους έλεγαν αρχικά να τον κρατήσουν. Μετά έμπαινε η μουσική και επειδή σχεδόν καμιά τους δεν μιλούσε άλλη γλώσσα εκτός από τη μητρική, τους σφύριζαν τσοπάνικα το σύνθημα. Τότε εκείνες ξεκίναγαν να γυρνάνε γύρω από τον σωλήνα, προσπαθώντας να χορέψουν αισθησιακά. Πρώτες οι πιο αδύναμες, έχαναν μετά από λίγο την ισορροπία τους και γκρεμίζονταν από τα ψηλά λαστιχένια παπούτσια, άλλες από τις πολλές στροφές ζαλίζονταν, άφηναν τον σωλήνα και εκσφενδονίζονταν πάνω στα τραπέζια, ακολουθούσαν κλάματα, βρισιές και μετά άλλες κοπέλες ξανά τα ίδια, μέχρι που βρισκόταν κάποια να αρπαχτεί γερά από τον σωλήνα. Εδώ και καιρό το πραγματικό της όνομα δεν είχε σημασία, ούτε οι αναμνήσεις, ούτε πώς βρέθηκε εδώ, ήταν ένα μαύρο περίγραμμα και χωρίς να το γνωρίζει έμοιαζε σαν την μπαλαρίνα που είχε το μαγαζί στην ταμπέλα του όταν κάποτε ήταν σχολή χορού. Ήξερε όμως πως όσο περισσότερο κρατηθεί πάνω στον σωλήνα τώρα στη δοκιμή, τόσο περισσότερες είναι και οι πιθανότητες να την αφήσουν να δουλέψει εδώ και να μη ξανακάνει βάρδια στο μπουρδέλο …

Οπουδήποτε είναι καλύτερα από το μπουρδέλο …

Στριφογυρίζει τουλάχιστον ενάμιση λεπτό …

thumbnail_anoigma kafΚαι τότε ξαφνικά, σε κάθε γύρο, το σώμα της αρχίζει να αποκτάει, ξανά και σιγά-σιγά, τη μνήμη από μία όχι και τόσο μακρινή εποχή που έκανε ακόμα μαθήματα κλασικού μπαλέτου …

Πρέπει να κάνει τον ιδιοκτήτη να την προσέξει …

Σταματάει απότομα και πιάνει με το ένα της χέρι τον σωλήνα. Μετά σκύβει και αργά στο ρυθμό της μουσικής ακουμπάει ολόκληρη πάνω στο πόδι της που στέκεται τεντωμένο στον αέρα …

Ο Ρουμάνος οδηγός με παρατηρεί από τον καθρέφτη τού ταξί να κοιτάζω πίσω από την τζαμαρία τα κορίτσια της σχολής μπαλέτου.

“Νέα παιδιά, Ρουμανία, όχι μυαλό στο κεφάλι …”, μου κάνει σε σπαστά αγγλικά ανακατεμένα με χειρονομίες. “Πεινάμε … όλη η χώρα … λεφτά όχι … τι να τον κάνεις τον χορό … άμα εσύ πεινάς;”

Συμφώνησα μηχανικά και έριξα μια τελευταία ματιά στην αίθουσα πίσω από την τζαμαρία.

Τα κορίτσια βρίσκονταν ακόμα στην ίδια στάση. Σκυμμένα όλα μαζί, ακουμπισμένα πάνω στο πόδι τους που στεκόταν τεντωμένο στον αέρα. Δύο από αυτά μιλούσαν στα κλεφτά όσο η άσκηση συνεχιζόταν, ενώ ένα άλλο παραδίπλα είχε κλειστά τα μάτια και με ήρεμο πρόσωπο έμοιαζε σαν να ονειρεύεται κάτι καλό …

 

*Εικονογράφηση: Μιχάλης Καφαντάρης