γράφει η Αγγελική Κώττη //

Φτάνεις στο ταμείο του σούπερ μάρκετ να πληρώσεις. Πιο πίσω, μικρούλης- τριών; τεσσάρων;- ξένης υπηκοότητας. Μιλάει ελληνικά με τη μαμά του, που έχει ξενική προφορά και φορά μαντήλα. Ψάχνεις με το βλέμμα τα γύρω ράφια. Να του πάρεις τσίχλες; Καραμέλες μήπως; Όχι, είναι κανέλλας, άρα καίνε. Επιτέλους, μια σακούλα με καραμελάκια ή σοκολατάκια (σύννεφο η πρεσβυωπία) που έχουν απέξω τον Αϊ Βασίλη. Την πληρώνεις και λες στην ταμία ότι θα τη δώσεις στο αγόρι, να μην τη χρεώσει ξανά.

Δεν χρειάζεσαι δικαιολογία για να προσφέρεις ένα σακουλάκι καραμέλες σε κανένα παιδί. Αν πάντως χρειαζόταν μία, θα είχα να προσθέσω πως το δικό τους καλάθι ήταν μισοάδειο και η μητέρα εξέταζε με προσοχή τις τιμές πριν επιλέξει. Ετσι κάνουμε όλοι, θα πείτε. Μερικοί το κάνουν περισσότερο, εντάξει;

Προφανώς οι γονείς, περήφανοι, το έχουν μάθει να μην παίρνει δώρα. Πολύ περισσότερο να μη ζητά. Όχι, λέει, αλλά η μάνα, τρυφερά, γλυκά (και ελληνικά) του λέει να το πάρει. Επιτέλους, το πολυπόθητο χαμόγελο. Και η μη αναμενόμενη κατραπακιά.

•Ξέρετε, λέει η ταμίας, τα ελληνάκια έχουν μεγαλύτερη ανάγκη. Δεν έχεις προλάβει να συνειδητοποιήσεις τι ξεστόμισε και δευτερώνει: αυτοί, ξέρετε πόσα επιδόματα παίρνουν;

Αμ δεν ξέρω; Τόσα ώστε να διαλέγουν προσεκτικά τα λιγοστά πράγματα που θα βάλουν στο καλάθι τους. Στην περιοχή μου, που ζουν ή/και συχνάζουν πολλοί πρόσφυγες και μετανάστες, μόνιμα επαναλαμβανόμενη σκηνή είναι να προτιμούν οι μανάδες τα πιο φτηνά φρούτα από τους πλανόδιους, νεκταρίνια, ας πούμε και όχι κεράσια. Και συνήθως τα παιδιά ποτέ δεν τρώνε επιτόπου ό,τι τα κερνάς. Αν τα ρωτήσεις, θα σου πουν το μυστικό τους: έχουν αδέρφια στο σπίτι και πάνε να τα μοιραστούν.

Της απαντώ να μην ακούει ό,τι της πασάρουν και να σκεφτεί γιατί κανείς από τους ξένους δεν φεύγει ποτέ με γεμάτο καλάθι από το μαγαζί τους. Συνεχίζει το ίδιο βιολί, λέγοντας πως αυτοί παίρνουν τόσα λεφτά και η ίδια 390 ευρώ. Ναι, της λέω, αλλά δουλεύετε μειωμένο ωράριο. Ε, ναι, γιατί δεν υπάρχουν δουλειές. Δεν υπάρχουν, ποιος δεν το ξέρει, αλλά εφόσον οι «ξένοι» παίρνουν επιδόματα, δεν δουλεύουν, άρα δεν «κόβουν» τις δουλειές των Ελλήνων όπως έλεγε η καραμέλα που πιπιλούσαν κάποιοι τα προηγούμενα χρόνια. Φρίκη από την ίδια και τους Έλληνες της «ουράς».

Να μην τα πολυλογώ, υποστηρικτή δεν βρήκα. Τέτοια κακοψυχία μάς κυβερνά. Να πω ότι ήταν και κανένας τόνος τα γλυκά! Για ένα τέταρτο του κιλού έγινε όλη η μουρμούρα. Μέχρι για ένα γατί ή σκυλί θα χαλάλιζες μια λιχουδιά των 2,5 ευρώ, αλλά όχι για ένα παιδάκι. Σε μια χώρα που όλο και λιγοστεύουν οι γεννήσεις. Και αν σωθείς, από τους πρόσφυγες και τους μετανάστες θα σωθείς. Όμως δεν τους θέλεις. Αλλά ξέρεις τι παθαίνουν «ράτσες καταδικασμένες σε εκατό χρόνια μοναξιά». Αυτό θα πάθεις.