Από τον Γιάννη Παναγόπουλο //

Η Δώρα Μακρή ζει στην Ισπανία. Και την ακούω συχνά να δίνει ρεπορτάζ από εκεί. Και κάθε φορά που συμβαίνει αυτό, η πρώτη λέξη που σκάει στο μυαλό μου λέγεται: σενάριο. Η ζωή της θα μπορούσε να γίνει ένα. Η δημοσιογράφος, που ζει στη Μαδρίτη και γεννήθηκε στην Ζυρίχη – οι γονείς της ήταν μετανάστες εκεί –, έγραψε νέο βιβλίο. Το λένε «Οι Λεύκες, ο Λόρκα κι ο Ελύτης». Στις σελίδες του χώρεσε 67 μικρά διηγήματα. Η Δώρα δεν είναι μόνο μια γυναίκα που κινείται ατέρμονα διεκδικώντας θέα στο νέο. Και νομίζω πως το να ζει στην Ισπανία, έχοντας τα μάτια της στραμμένα στην Ελλάδα, είναι μια από τις ελάχιστες σταθερές στη ζωή της που κρατά ευλαβικά ενεργές. Το να μιλήσουμε για το βιβλίο της ήταν, για μένα, σαν να παίζαμε μια παρτίδα σκάκι, όχι κάτι λιγότερο.

dwra 1

-Τι είναι αυτό το βιβλίο για σένα;

-Μου μοιάζει με μωρό που μπουσουλάει και ψάχνει αγκαλιές.

-Θα μείνει για πάντα μωρό;

-Θα ενηλικιωθεί όταν η κάθε ιστορία του θα αγγίξει έστω και έναν άνθρωπο. Αν καταφέρω να προκαλέσω την περιέργεια και την ευχαρίστηση έστω και ενός αγνώστου, θα μου αρκεί. Νιώθω σαν εκείνο το παγκάκι που ξαποσταίνει ένας κουρασμένος διαβάτης διαβάζοντας μια ιστορία μου. Σ αυτόν απευθύνομαι.

-Μου θυμίζεις αυτό που είπε κάποτε η Bjork «δεν έχει σημασία πόσοι είναι κάτω από την σκηνή. Και ένας ή χιλιάδες να είναι εγώ ίδια θα είμαι».

-Μου ταιριάζει γάντι η φράση της.

-Τι θυμάσαι από τη στιγμή που έγραψες την πρώτη φράση του βιβλίου σου;

-Και τώρα τι υφαντό θα βγει απ’ αυτόν τον αργαλειό; Σκοτώνονταν όλες οι λέξεις ποια θα σύρει τον χορό για να φτιαχτεί το υφαντό. Νικούσαν πάντα οι σύνθετες και πολυσήμαντες. Με περιγελούσαν στην αρχή, ως πρωτάρα. Τις έβαλα σε τάξη, μου αρέσει να υφαίνω.

Τώρα λίγο περισσότερο με σέβονται, νομίζω. Αυτή ήταν η πρώτη σκέψη που είχα. Τι θα έκανα με τόσες λέξεις. Ήταν όλες τους απείθαρχες. Γι αυτό και η πρώτη ιστορία που διάλεξα ξεκινά με το: «Μια φορά κι έναν καιρό…»

dwra 2-Γράφοντας πολλές φορές η σκέψη τρέχει γρηγορότερα από τα χέρια. Σου συνέβη αυτό;

-Πάντα. Το μυαλό μου τρέχει ακόμα κι όταν κοιμάμαι. Είναι φορές που από την τόση πίεση ξυπνώ κι αρχίζω να γράφω τα ξημέρωτα. Έχω πρόβλημα και με τα χέρια μου. Σα να καίγονται νομίζω. Εκπαιδεύτηκαν αλλά δεν φτάνουν την ταχύτητα της σκέψης.

-Θέλεις να μου περιγράψεις μια εικόνα; Υπήρξε ποτέ φορά που ξύπνησες στη μέση της νύχτας για να τελειώσεις μια ιδέα που προσγειώθηκε ξαφνικά στην σκέψη σου;

-Άπειρες φορές. Κι αν δεν το κάνω υποφέρω πολύ. Τα χέρια μου τα θεωρώ πολύτιμα. Πρέπει συνέχεια να τα απασχολώ. Η αδράνεια δεν τους πρέπει. Κι αν η ιδέα καρφωθεί τότε τα χέρια μου πετάνε από τη χαρά τους. Το ίδιο κι όταν ασχολούμαι με την κηπουρική, μαστορεύω, πλέκω, υφαίνω ή μαγειρεύω.

– H λέξη «υποσυνείδητο» είναι ξεπερασμένη;

-Έχουν ειπωθεί σχεδόν τα πάντα γι’ αυτό από την ψυχανάλυση. Όχι, δεν είναι ξεπερασμένη. Κάθε τι που δρα υπογείως και μας καθορίζει δεν το υποτιμάμε ποτέ. Μου αρέσει να παρακολουθώ τις “υπόγειες” και βαθιές σκέψεις των ανθρώπων. Εκεί θα με βρεις να προσπαθώ να μαντεύω. Ό,τι δεν εξηγείται ή αποφεύγεται. Εκπαιδεύτηκα στην Φαινομενολογία, στις απροσδιόριστες μικροεκφράσεις των ανθρώπων που τις αφήνουν να περνούν.

-Σαν παρτίδα σκάκι μού φαίνεται ο «διάλογος» μας….

-Είναι το μόνο επιτραπέζιο παιχνίδι που αγαπώ από μικρή. Αλλά δεν με νοιάζει καθόλου η τελευταία κίνηση. Η διάδρασή μας όμως έχει σημασία.

-Σωστά. Διάβασα πως οι γονείς σου ήταν μετανάστες. Υπάρχει, έστω και μικρή, όμορφη διάσταση στην ξενιτιά;

-Οι γονείς μου ήταν μετανάστες τη δεκαετία του ‘60 στην Ελβετία. Εκεί γεννήθηκα. Φυσικά και υπάρχει. Είναι απέραντος πλούτος. Συναισθημάτων, εικόνων ακόμα και γνώσης. Όλα αυτά πιστεύω ότι προκαλούν ευρύνοια. Και μια διαφορετική στάση ζωής. Παρότι η ξενιτιά είναι κατεξοχήν πόνος για την απώλεια. Αν το καλοσκεφτείς, είμαι εμιγκρές από τη μέρα που γεννήθηκα. Μόνο στην Ισπανία ζω 22 χρόνια. Παρ’ όλα αυτά όλοι οι ξενιτεμένοι μοιάζουμε με ξωτικά, που τριγυρνούν στην ίδια πάντα πηγή να ξεδιψάσουν και κάτω από τον ίδιο ουρανό να ξαποστάσουν. Αυτόν της πατρίδας.

-Τι είναι ο Λόρκα για σένα;

-Το ελληνικό και ποιητικό μου “σπίτι” στην Ισπανία. Γιατί στην Ελλάδα τον μάθαμε από τα μικράτα μας.

-Το ίδιο και ο Ελύτης;

ΟΙ-ΛΕΥΚΕΣ-Ο-ΛΟΡΚΑ-ΚΙ-Ο-ΕΛΥΤΗΣ-ΕΞΩΦΥΛΛΟ-Copy-190x300-Διάλεξα τον τίτλο «Οι Λεύκες, ο Λόρκα κι ο Ελύτης» στο βιβλίο μου, καταρχήν με αφορμή μία από τις πραγματικές ιστορίες που διηγούμαι σ αυτό, αλλά κυρίως για τον συμβολισμό των δύο πατρίδων μου: της Ελλάδας και της Ισπανίας. Και οι λεύκες, ο τρίτος συμβολισμός για τη ρίζα τους. Τα δέντρα για κάθε ξεριζωμένο έχουν μία ιδιαίτερη δυναμική. Επιπλέον, κάθε άνθρωπος είναι ένα δέντρο για μένα.

-Πόσο Ελλάδα είναι η Ισπανία και το αντίθετο;

-Ζω στην Ισπανία για το ίδιο φως που έχει η Ελλάδα. Την Ελλάδα τη βρήκα πολλές φορές εδώ, όχι τόσο μέσα από τους Ισπανούς που έρχονται ως τουρίστες στη χώρα μας, αλλά κυρίως μέσα από τους διανοούμενους και καλλιτέχνες. Λατρεύουν τη χώρα μας και ο σεβασμός τους είναι απεριόριστος. Η Ισπανία είναι Ελλάδα στον χαρακτήρα κυρίως των ανθρώπων που διαμορφώνεται εν πολλοίς κι από το κλίμα. Εξωστρέφεια, λοιπόν. Επιπλέον, η ζεστασιά των ανθρώπων της Ελλάδας είναι πανομοιότυπη με αυτή των Ισπανών. Μεσογειακές ψυχές, η ίδια θάλασσα μας παιδεύει και μας δροσίζει αιώνες τώρα. Δεν είναι η Βαλτική!

Έχεις σπουδάσει ψυχοθεραπεία. Γιατί;

-Για τη διερεύνηση της ανθρώπινης ψυχής. Για τις αγκυλώσεις μου. Ήταν και η περιέργεια. Η διάθεση προσφοράς. Η προσέγγιση του πόνου… Όλα όσα ενστικτωδώς εκλάμβανα κι αδυνατούσα να αναλύσω για τους ανθρώπους από μικρή κι επιτέλους κατάφερα να τους δώσω όνομα και επίθετο με την ψυχοθεραπεία. Αλλά δεν φανταζόμουν ότι θα με έσπρωχνε επίσης πολύ βαθιά και σε μια φιλοσοφική θεώρηση της ζωής, απλούστευσή της και σχετικοποίησης των πάντων. Έδιωξα τα περιττά. Δέκα χρόνια μετά πορεύομαι γυμνή, εκτίθεμαι και έγραψα κιόλας. Μάλλον με απελευθέρωσε.

-Πόσο δημοσιογράφος ήσουν γράφοντας το μυθιστόρημα σου;

-Ένιωθα ως διάμεσος, ως μεταφορέας. Αυτό δεν είμαστε οι δημοσιογράφοι; Ήταν δύσκολο κυρίως όταν επιχειρούσα να αυτολογοκριθώ. Συμβαίνει αυτό. Άλλωστε, ως δημοσιογράφοι σχεδόν ποτέ δεν γράφουμε για συναισθήματα. Οι ειδήσεις είναι εργοστασιακά ψυχρές. Και με τις ιστορίες μου, ένιωθα ότι βρισκόμουν σε μια διαδικασία προσωπικής έκθεσης, που δεν μου πολυαρέσει. Αν και είμαστε αρκετά αυτοαναφορικοί όλοι μας.

-Το νέο σου βιβλίο έχει 67 μικρά διηγήματα. Μπορείς να θυμηθείς εκείνα που σε τυράννισαν περισσότερο;

-Αυτά που είχαν άσχημο τέλος. Αυτά που χρειάστηκε να διασώσω και να καλλωπίσω για να μη βγουν στην επιφάνεια οι βρώμικοι βάλτοι και μείνει ο αναγνώστης με γεύση στυφή. Άλλωστε, γι’ αυτό χωρίζω το βιβλίο σε δύο μέρη στις Παραμυθίες (όπου παραμυθία =παρηγοριά) που είναι κείμενα πιο δραματικά αλλά πάντα χρησιμοποιώ εκατοντάδες “από μηχανής” θεούς και στα Χαρμόλυπα, ιστορίες πιο ανάλαφρες και διασκεδαστικές. Θέλω όταν ο αναγνώστης το τελειώνει να έχει συναισθανθεί τα πάντα. Φόβο, θλίψη, αγωνία, συγκίνηση, χαρά, γέλιο και στο τέλος λύτρωση.

-Η νοσταλγία είναι το όμορο πρόσωπο της μνήμης;

-Η νοσταλγία είναι το ξυπνητήρι της μνήμης. Κι όταν το άλγος του νόστου αρχίζει, γίνεται το άλμα στο κενό, το σώμα σκοντάφτει στις εικόνες, τις γεύσεις, τα αφηγήματα και σκαλώνει στο δίχτυ. Σώζεται τελικά. Η μνήμη είναι πλανεύτρα. Και θεραπευτική. Σκάβει μέσα μας και γεννά. Με τη σειρά μου σκάβω καθημερινά και καλλωπίζω. Τον κήπο μου και τους ανθρώπους. Αν δεν διαλύσεις, αδυνατείς να συνθέσεις. Αλλά και να φτιάξεις το δίχτυ.

-Το δίχτυ που;

-Μας κρατάει ζεστά και θεραπευτικά για να παρηγορηθούμε. Έχεις δει πόσο ωραία μας τυλίγει ένα δίχτυ;

dora