Από τον Γιάννη Αλεξίου //

 

Διαβάστε το πρώτο μέρος >>  εδώ

 

Ανδρέας Γκομόζιας: Ήταν μια εποχή ρομαντική, υπήρχε ακόμη η πίστη και το να κάνουμε κάτι για την τέχνη και τη μουσική. Όλοι είχαμε τα προβλήματά μας και τις σκοτούρες μας, αλλά παρά τις δύσκολες συνθήκες καταφέρναμε να παίζουμε. Και για τα λεφτά. Καλό είναι να κάνεις τέχνη, αλλά να πληρώνεσαι. Και τότε πληρωνόμασταν καλά. Όσοι λένε ότι κάνουν τέχνη και δεν τους νοιάζουν τα λεφτά, λένε μπούρδες. Αν δεν πουλάει αυτό που κάνεις, αυτό σημαίνει ότι κάτι δεν κάνεις καλά. Εμείς παίζαμε τίμια, blues, αυτά που γουστάραμε και πληρωνόμασταν γι’ αυτό.

 

Γιάννης Αλεξίου: Πόσοι και πόσοι μουσικοί δεν πέρασαν από τους Drifting Around. Είχες καλέσει πολλούς να παίξουν μαζί σας…

Α.Γ.: Έδωσα βήμα κυρίως σε ανθρώπους που δεν είχαν μεγάλη σχέση με το blues, αλλά από εκεί κατάλαβαν τι σημαίνει μουσική. Τι θα πει πάλκο, τι θα πει στήσιμο, τι θα πει παίζω σε κόσμο, τι θα πει μπάντα.

DRIFTING AROUND - GOMOZIAS 1

Γ.Α.: Σε καλά μαγαζιά της εποχής. Παράφωνο, Wild Rose και πολλά άλλα…

Α.Γ.: Χωρίς ιδιαίτερες εκπαιδεύσεις. Κατευθείαν στο πάλκο, τρώγανε την κρυάδα. Όπως ο ντράμερ ο Γιάννης ο Χριστόπουλος με όποια μπάντα και να παίξει έχει να το λέει για τους Drifting Around. O Γιώργος ο Λαγογιάννης στα πλήκτρα που ήταν τότε περισσότερο του rock ρεπερτορίου και η μπάντα πήρε μια άλλη μορφή τότε με τον ήχο του και παίζαμε μέχρι κομμάτια των Pink Floyd σαν Drifting Around συνδυασμένα με blues, μέχρι κομμάτια τεράστια jam των Allman Brothers, και αυτό γιατί είχε ενορχηστρωτική ικανότητα, τραγουδούσε κιόλας. Ο μπασίστας Μάριος Σπηλιωτόπουλος, στον οποίο να σταθώ γιατί είναι άνθρωπος με πολλή ψυχή κι όταν ο μπασίστας μας ο Έρικ Κακαράς είχε κάποια προβλήματα, ερχόταν κάθε φορά από τον Βόλο να παίξει! Μπήκε αμέσως στο πνεύμα του γκρουπ. Ο Έρικ ήταν αρχικό μέλος και στάθηκε πολύ κοντά μου και με στήριξε, παιδικός φίλος επίσης και θα είναι μαζί μας στο Μουσείο Αυτοκινήτων.

 

Γ.Α.: Οι Drifting Around απέκτησαν γρήγορα φήμη λόγω των συχνών εμφανίσεων, με καθημερινά live πολλές φορές κι απέκτησαν εχθρούς γι’ αυτό. Θυμάμαι μια φάση σε ένα live στην Κυψέλη, που ήταν στις δόξες της τότε, γεμάτη μπαράκια με live, μετά το sound check που κάνατε βγήκαμε έξω και κάποιος είχε σκάσει τα δύο λάστιχα του αυτοκινήτου του Πολύτιμου με μαχαιριές! Από κάποιο ανταγωνιστικό γειτονικό μπαρ έγινε η δουλειά, όπως μας πληροφόρησε μετά ο ιδιοκτήτης του χώρου που θα παίζατε το βράδυ…! Ο Πολύτιμος με τεράστια ψυχραιμία, χωρίς να πει τίποτε, πήρε μετά το live στις 3 τα ξημερώματα τηλέφωνο στην οδική βοήθεια και ήρθε και πήρε το Πεζό του.

Α.Γ.: Τέρας ψυχραιμίας…

Drifting around, 1995
Drifting around, 1995

Γ.Α.: Θυμάμαι ένα άλλο πολύ in μέρος που είχα κλείσει live και με πολύ καλά λεφτά, όσα του ζήτησα τότε, αμέσως δέχθηκε τις 190.000 δραχμές, στο Ζέφυρο του Άντυ, ένα beach bar στον Άλιμο που είχε σπάσει τα δεδομένα των κλαμπ της παραλιακής που όλα είχαν πόρτα και μάλιστα αυστηρή, δηλαδή να συνοδεύεσαι και μόνο αν τους έκανε η φάτσα σου περνούσες μέσα. Ο Άντυ λοιπόν έβαλε είσοδο ένα χιλιάρικο, φθηνά για τα δεδομένα, με μπύρα και χωρίς πόρτα, ελεύθερο για όλο τον κόσμο. Ήταν γεμάτο κάθε βράδυ, από χίλια άτομα τουλάχιστον μέσα κάθε φορά. Εκεί παίξατε εν είδει χάπενινγκ, δηλαδή έκανε προσφορά στον κόσμο το live χωρίς να παίζουν εκεί άλλες μπάντες τότε! Πολλά μαγαζιά στα 90ς έβαζαν live–προσφορά στον κόσμο τους, όπως το θρυλικό Wild Rose στην Πανεπιστημίου όπου κάναμε εμφάνιση στα Rock Tuesdays’, στις 12.30 τα μεσάνυχτα ακριβώς έβγαιναν οι μπάντες! Λέω θα παίζουμε πάντα, από τότε, γιατί έτσι αισθανόμουν…

Α.Γ.: Ήσουν το πέμπτο μέλος των Drifting Around. Να πούμε ότι ο πρώτος ντράμερ μας ήταν ο Μάκης Σιάτρας, πολύ καλός ντράμερ, ο οποίος τα πρώτα χρόνια ήταν πάντα μαζί, αλλά είχε ένα θέμα ότι ποτέ δεν γούσταρε να παίζει blues, του φαινόταν μονότονο γιατί ήταν πολύ της jazz.

 

Γ.Α.: Σαν το Γιώργο Τρανταλίδη που του άρεσε περισσότερο η jazz…

Α.Γ.: Ούτε ο Χριστόπουλος ήταν μπλουζίστας, προερχόταν από το χώρο του heavy metal, αλλά το έμαθε το blues και το αγάπησε.

 

Γ.Α.: Έπαιξε ρόλο που υπήρχαν διαφορετικές επιρροές στο γκρουπ; Εσύ είχες επιρροές από το blues, τη soul, τη rock, ακόμη και από τα 50ς..

Α.Γ.: Και την jazz εν μέρει. Τη σφραγίδα στα τελευταία χρόνια, όταν ήμασταν πια κατασταλαγμένοι, έβαλε ο ντράμερ Χρήστος Κουτσογιάννης που παίζει με τους Opera Chaotique και είχε παρελθόν με blues μπάντες, όπως οι Midnight Train και γενικά ήξερε πολύ καλά τη μουσική αυτή, με τον οποίο αργότερα ιδρύσαμε τους Blues Revenge. Ο Χρήστος επειδή του αρέσει πολύ η μουσική και πίστευε πολύ σε μένα με βοήθησε να κρατήσουμε τους Drifting Around τα τελευταία χρόνια. Έδωσε τον πραγματικό χαρακτήρα και το ύφος στο blues που έψαχνα εξ αρχής. Αυτή η σύνθεση, με τον Πολύτιμο, τον Κακαρά και τον Κουτσογιάννη ήταν η καλύτερη και με αυτή θα παίξουμε στο Vinyl Is Back.

Kάκαρας
Kάκαρας

 

Γ.Α.: Με τον Χρήστο είχατε παίξει support στον Paul Lamb στο House Of Art και μάλιστα εκείνο το βράδυ είχε προσκαλέσει σαν guest τον αρμονικίστα Νίκο Σκιαδόπουλο, τον γιο του δημοσιογράφου Άρη Σκιαδόπουλου, ο οποίος δεν ήταν και ο μοναδικός guest αρμονικίστας γενικότερα…

Α. Γ.: Πάρα πολλοί πέρασαν, όπως οι Γιώργος Πανούσης, Χρήστος Πολύδωρος…

 

Γ.Α.: Μέχρι ο εξαιρετικός ηθοποιός Αλέξανδρος Μυλωνάς, μέγας λάτρης των blues, που πολλές φορές μόλις τελείωνε το θέατρο ερχόταν για εκτόνωση, να παίξει φυσαρμόνικα και τραγουδούσε κιόλας κάποια κομμάτια. Όπως στο Blues στην Πανόρμου αλλά και στο Επιτόκιο στη Ν. Σμύρνη κι αλλού.

Α.Γ.: Υπήρξαν τρεις περίοδοι των Drifting Around. Η πρώτη με τον Μάκη τον Σιάτρα στα τύμπανα, τον Έρικ Κακαρά στο μπάσο, που ήταν παιδικοί μας φίλοι και τον Πολύτιμο στα πλήκτρα. Η δεύτερη περίοδος ήταν η προσωρινή αποχώρηση του Έρικ και η αποχώρηση του Πολύτιμου λόγω υποχρεώσεων με τον Πουλικάκο, όπου ενσωματώθηκε ο Γιώργος ο Λαγογιάννης στα πλήκτρα που ήταν πολύ πιτσιρικάς κι έκανε το ντεμπούτο του και ο Μάριος ο Σπηλιωτόπουλος στο μπάσο και ο Γιάννης ο Χριστόπουλος στα ντραμς που ήταν και η πιο rock περίοδος των Drifting Around, όπου είχαν πάθει όλοι πλάκα με την εξέλιξη της μπάντας και η τρίτη περίοδος – και πιο κατασταλαγμένη – ήταν όταν επέστρεψε ο Έρικ και ο Πολύτιμος και ανέλαβε ντράμερ ο Κουτσογιάννης που έδωσε μια γραμμή στο γκρουπ και επιστρέψαμε στον παλιό μας ήχο των blues.

Κουτσογιάννης
Κουτσογιάννης

Γ.Α.: Κατά διαστήματα έπαιζε ντράμερ και ο Ζαφείρης Τσίναλης.

Α.Γ.: Ναι, αλλά ποτέ σαν μόνιμο μέλος.

 

Γ. Α.: Από ένα σημείο και μετά η φήμη του γκρουπ ήταν τέτοια που κλείναμε support με άνεση σε μεγάλα ονόματα που έρχονταν στην Ελλάδα, σε μια περίοδο που το «Ρόδον», για παράδειγμα, ήταν στις δόξες του, οι Drifting Around έπαιξαν support στον Peter Green και στον Snowy White. Ή στο «Gagarin» support στους Nazareth που ήταν σε άλλο ύφος, hard rock, αλλά και στους Nine Below Zero στο «House of Art» του συγχωρεμένου Βασίλη Γεωργόπουλου. Δεν ήταν και μικρό πράγμα με τόσο ανταγωνισμό στην πιάτσα…Ακόμη και σε φεστιβάλ blues, όπως στο υπαίθριο «Ark» στην Πειραιώς στο «Tribute to Jimi Hendrix» με leader τον Eric Sardina, με συμμετοχές Blues Wire και Νίκου Ντουνούση με την μπάντα του…

Α.Γ.: Μία dream band και θα συνεχίσουμε όσο μπορούμε. Ο Πολύτιμος είναι 83 ετών και παίζει ακόμα, είναι ενεργός. Θέλουμε να κάνουμε και μία ηχογράφηση. Ένα γκρουπ που πραγματικά φάνηκε η δεξιοτεχνία του ήταν οι Drifting Around.

Πολύτιμος
Πολύτιμος

Γ.Α.: Να πω κι εγώ από την πλευρά μου που βρισκόμουν στα καμαρίνια σε κάθε εμφάνιση, είχατε πάρει συγχαρητήρια από τον Dennis Greaves, τον αρχηγό των Nine Below Zero που εντυπωσιάστηκε από το παίξιμό σας και είχε βγει έξω με τα άλλα μέλη και χειροκρότησαν τα τελευταία κομμάτια σας. Όπως και ο μέγας Peter Green, ο οποίος καθόταν στα καμαρίνια του «Ρόδον» και πήγα να μου βάλει ένα αυτόγραφο και τον ρώτησαν πώς του φαίνεται η μπάντα που παίζει έξω και μου απάντησε «Excellent!» αν και φειδωλός γενικότερα. Τα εύσημα βέβαια είχες πάρει προσωπικά από τον τεράστιο Mick Taylor στο αλησμόνητο εκείνο τζαμάρισμα που έκανε με τους Blues Family στο «Hi-Hat» στα Ιλίσια, όπου μετά τα πίναμε σ’ ένα τραπεζάκι και τον ρώτησα πώς του φάνηκε το παίξιμό σου και μου είπε «He got it!» («το έχει», στη γλώσσα των μουσικών).

Α.Γ.: Αυτό που έχω να πω για όλους τους μουσικούς είναι να μην φοβούνται και να ρισκάρουν να δοκιμάσουν πράγματα. Όταν έφυγα από τους Blues Family όλοι μου έλεγαν ότι είμαι τρελός. Κι όμως. Άμα πιστεύεις σε κάτι πραγματικά μπορείς να το κάνεις. Πίστη χρειάζεται. Βέβαια, ήμουν τυχερός κι ευλογημένος που βρέθηκαν φίλοι όπως εσύ. Οι Drifting Around έγιναν από φίλους. Μια καλή σχέση μεταξύ μας.

 

Γ.Α.: Ξεχάσαμε τα πνευστά που είχατε σε ορισμένες καλές εμφανίσεις. Όπως ο Conrad Ayers.

Α.Γ.: Τον Con τον είχε φέρει ο Πολύτιμος μαζί μας για αρκετό διάστημα, ο οποίος είχε μια καλή σκηνική παρουσία, αλλά δεν ευδοκίμησε γιατί ήμασταν δεμένοι πολύ σαν μπάντα τα άλλα μέλη. Επίσης έπαιξε μαζί μας ο Δημήτρης ο Ψάλτης από τους Blues Bag, ο Βαζούρας σαξόφωνο, ο Χρήστος Πολύδωρος φυσαρμόνικα και σαξόφωνο, ο Γιώργος Πανούσης σαν guest. Για ένα διάστημα επίσης έπαιξε μπασίστας ο Μανώλης Τσίναλης, αδερφός του Ζαφείρη και μας βοήθησε πριν έρθει ο Σπηλιωτόπουλος. Θυμάμαι ένα παλιό live στο «Χρυσοστόμιο» στο Αιγάλεω, rock μπαρ σε rock περιοχή, όπου είχαν έρθει πολλοί παλιοί ρόκερς, όπως οι Σπυρόπουλοι από τους Σπυριδούλα, περάσαμε φοβερά.

Ανδρέας Γκομόζιας
Ανδρέας Γκομόζιας

Γ.Α.: Θυμάμαι τον Βαγγέλη Γερμανό στο «Memphis» αλλά και τον Δημήτρη Ταμπόση που τραγούδησε το «I Feel Good» με αυτή την καταπληκτική λευκή–μαύρη φωνή του. Να σε ρωτήσω με την ευκαιρία γιατί δεν κάνεις μαθήματα κιθάρας σε νέα παιδιά;

Α.Γ.: Αυτό που παίζω είναι στυλ, δεν μπορώ να το διδάξω. Δεν παίζω ασκήσεις, παίζω ό,τι μου βγαίνει εκείνη τη στιγμή. Κάθε φορά παίζω κάτι διαφορετικό. Δηλαδή ό,τι άκουγα παλιά από τους δίσκους βινυλίου, ένα μείγμα τέτοιο παίζω. Δηλαδή, μπορεί να μην ξέρω νότες και θεωρία, αλλά έχω ακούσει τόση μουσική. Τόσους κιθαρίστες και προσπαθώ να το αποτυπώσω αυτό όταν παίζω. Ένας άλλος μπορεί να μην έχει ακούσει τίποτα, να ξέρει όλη τη θεωρία, αυτός μπορεί να διδάξει αλλά δεν μπορεί να παίξει έτσι. Δεν θα παίξει ποτέ έτσι. Υπάρχουν στην Ελλάδα αμέτρητοι κιθαρίστες που ξέρουν όλη τη θεωρία από τα πανεπιστήμια, αλλά δεν έχουν ακούσει πολλές μουσικές κι όταν παίζουν τους βγαίνει ένα πράγμα σαν μελέτη. Είναι πολλοί οι καλοί κιθαρίστες, οφείλω να ομολογήσω, jazz κιθαρίστες, από πανεπιστήμια κι από σχολές στο εξωτερικό, που τους ακούω και παίζουν πολύ ωραία κιθάρα αλλά δεν με φτιάχνει αυτό που παίζουν, όσο με έφτιαχνε για παράδειγμα ο Δήμης Παπαχρήστου, που δεν μπόρεσε να διδάξει αυτό που παίζει, γιατί αυτό το έπαιζε μόνο αυτός. Κι εγώ παίζω κάποια πράγματα που δεν μπορώ να διδάξω. Υπάρχουν κάποιοι νέοι κιθαρίστες πάρα πολύ καλοί, οι οποίοι δεν έχουν ακούσει πολλά στυλ μουσικής πέρα από jazz, be bop και hard bop, και μουσικές που είναι πολύ βασικές, όπως η soul, το blues και το rock. Αν τους πεις για ήχο Stax ή Chess δεν έχουν ιδέα. Αντίθετα παίζουν hard bop και be bop. Όλη αυτή τη «χαρντμποπαριά» την έχω χεσμένη. Μ’ αρέσουν οι κιθαρίστες που είναι στυλίστες. Πιο πολύ με φτιάχνει ο Ry Cooder και ο Keith Richards, παρά ο John Scofield. Στα πανεπιστήμια δεν διδάσκεται το στυλ. Στα πανεπιστήμια διδάσκεται μουσική, μαθαίνεις νότες. Από εκεί και πέρα είναι τι κάνεις μ’ αυτό. Κανείς δεν θα σε μάθει blues ή rock ή πώς παίζουν οι παλιοί ροκάδες. Πήγαινα στην Πλάκα κι έβλεπα πώς παίζουν οι παλιοί rock ντράμερ, όπως ο Τάσος ο Φωτοδήμος και κιθαρίστες, όπως ο Τζίμης ο Βατικιώτης. Αυτό το πράγμα δεν θα στο μάθουν ποτέ στο ωδείο. Αυτό το ακούς από τους δίσκους και προσπαθείς να το αφομοιώσεις. Πας στο ωδείο και θα σε μάθουν μουσική, υποτίθεται σωστά και θα σου πουν είναι λάθος αυτό που παίζεις. Δεν είναι λάθος, είναι στυλ! Αυτό που παίζει ο Muddy Waters είναι στυλ, δεν είναι λάθος.

*ΟΙ DRIFTING AROUND ΘΑ ΕΜΦΑΝΙΣΤΟΎΝ LIVE ΣΤΟ VINYL IS BACK ΤΟ ΣΑΒΒΑΤΟ 24 ΣΕΠΤΕΜΒΡΙΟΥ ΣΤΙΣ 6 Μ.Μ., ΜΕ ΕΛΕΥΘΕΡΗ ΕΙΣΟΔΟ. ΣΤΟ ΜΟΥΣΕΙΟ ΑΥΤΟΚΙΝΗΤΟΥ (Γ ΣΕΠΤΕΜΒΡΙΟΥ ΚΑΙ ΙΟΥΛΙΑΝΟΥ, 4ος όροφος)