του Γιάννη Παναγόπουλου //

Υπάρχουν “θεσμοί” της μουσικής τέχνης που λειτουργούν μακριά από το βαρύ μάρκετινγκ της βιομηχανίας του θεάματος, την υστερία της μαζικής κουλτούρας, την ηρωοποίηση του προσωρινού. Για την κορυφαία δισκογραφική εταιρεία ECM μουσικός πλούτος είναι οι κορυφαίοι καλλιτέχνες που εκπροσωπεί σε παγκόσμιο επίπεδο. Με τους ηχητικούς της ορίζοντες να απλώνονται από την ευρωπαϊκή τζαζ ως την κινηματογραφική μουσική αυτή η μουσική φίρμα διαμορφώνει τη μουσική άποψη ψαγμένων ακροατών που θεωρούν τη μουσική ως διαβατήριο ύπαρξής τους στη ζωή.

Από την πρώτη ως τις τρεις Μαρτίου η Θεσσαλονίκη θα φιλοξενήσει την καρδιά της ευρωπαϊκής προοδευτικής μουσικής. Η ECM θα πραγματοποιήσει στην πόλη το ετήσιο συνέδριό της. Στην εποχή που η συμπρωτεύουσα θίγεται από αποφάσεις και φωνές που δεν την τιμούν οι εκδηλώσεις θα φιλοξενηθούν στο Μέγαρο Μουσικής Θεσσαλονίκης, την φέρνουν πρωταγωνίστρια σε μια σειρά μουσικών δράσεων υψηλού επιπέδου με συζητήσεις, παρουσιάσεις βιβλίων και φιλμ, παρουσιάσεις καλλιτεχνών. Στο πλαίσιο του συνεδρίου, στις 2 Μαρτίου στην Αίθουσα Αιμίλιος Ριάδης, θα πραγματοποιηθεί μια συναυλία με τη συμμετοχή τριών νέων καλλιτεχνικών προτάσεων της εταιρείας του Mats Eilertsen Trio, της Ελβετοαλβανίδας Elina Duni και του κουαρτέτου του Σωκράτη Σινόπουλου.

Για την ECM ηχογραφούν ή έχουν ηχογραφήσει και κορυφαίοι Έλληνες καλλιτέχνες. Η Μαρία Φαραντούρη, η Ελένη Καραΐνδρου, ο Βασίλης Τσαμπρόπουλος, ο Λεωνίδας Καβάκος, η Σαβίνα Γιαννάτου είναι κάποιοι από αυτούς. Ο Νίκος Βοζίκης, ο εκπρόσωπος της ECM στην Ελλάδα, μας δήλωσε: “Αυτό που θα μπορούσα να πω με βεβαιότητα για την ECM, την οποία εκπροσωπώ εδώ και λίγο καιρό στην Ελλάδα, είναι ότι αποτελεί αδιαμφισβήτητα ένα από τα κορυφαία λέιμπελ, αν όχι το κορυφαίο, της σύγχρονης μουσικής στον κόσμο σε όλα τα επίπεδα, με ιστορία που ξεκινά από το 1969 μέχρι σήμερα. Είναι μεγάλη μου τιμή που ο ιδρυτής της Μάνφρεντ Άιχερ επέλεξε αυτή τη χρονιά τη Θεσσαλονίκη. Ο ίδιος έχει δηλώσει και εκφράσει τη μεγάλη αγάπη που τρέφει για τη χώρα μας. Το έχει μάλιστα αποδείξει με τις ελληνικές παραγωγές που έχει κάνει όλα αυτά τα χρόνια”.

 

•Η ECM ιδρύθηκε στο Μόναχο το Φθινόπωρο του 1969 από τον παραγωγό Μάνφρεντ Άιχερ και τον Καρλ Έγκερ. Λες και η τζαζ έψαχνε την ευρωπαϊκή της έδρα, αυτή η δισκογραφική εταιρεία απέκτησε φήμη κυκλοφορώντας άλμπουμ καλλιτεχνών της τζαζ όπως οι Keith Jarrett, Paul Bley, Jan Garbarek, Chick Corea, Pat Metheny, Art Ensemble of Chicago

Τα πρώτα χρόνια ο Άιχερ (γ. 1943) είχε μια αόριστη αντίληψη του ήχου που ποθούσε ν’ ακούσει. Ήταν ένας ακόμα Ευρωπαίος μουσικός που έφτασε στην τζαζ μέσω της μουσικής δωματίου. Η ECM θα ήταν μια ακόμα εκλεκτική δισκογραφική εταιρεία που θα κυκλοφορούσε τζαζ μουσική, όμως η αισθητική που ήθελε να παρουσιάσει και κυρίως να εκπροσωπήσει ανοίγονταν σε περισσότερες μορφές τέχνης. Ο κινηματογράφος, οι εικαστικές τέχνες και η λογοτεχνία ήταν στοιχεία που βρήκαν τη θέση τους στις δραστηριότητές της. Η πρόσθεση μορφών τέχνης, με πρωταγωνίστρια τη μουσική, κάτω από μια αισθητική γραμμή έδωσε στην ECM φήμη που κουβαλά ως σήμερα. Ο Άιχερ, αν και στην εκκίνηση της ECM ήταν ακόμη ενεργός μουσικός, πολύ γρήγορα τον κέρδισε το πόστο του παραγωγού. Οι εμπειρίες του ως βοηθού παραγωγής στην κορυφαία Deutsche Grammophon, του έδειξαν πολλά πράγματα. Ένα από αυτά ήταν η ως εκείνη τη στιγμή προσέγγιση των παραγωγών, των δισκογραφικών εταιρειών γύρω από την τζαζ. Για την κλασική μουσική οι δισκογραφικές εταιρείες, οι παραγωγοί επένδυαν χρόνο και ενέργεια. Στην τζαζ απλά δεν συνέβαινε το ίδιο. Ο Άιχερ είχε ένα όραμα. Να συμπεριφερθεί στην τζαζ λες και είχε στα χέρια του υλικό απαιτητικής ορχήστρας.

Πολλοί από τους μουσικούς που ήταν στην εταιρεία όταν πρωτοξεκινούσε, επιστρέφουν για νέες ηχογραφήσεις σε εκείνη σχεδόν σαράντα χρόνια μετά. Στην πραγματικότητα είναι πολύ λίγοι οι μουσικοί που πράγματι διάλεξαν να φύγουν από την ECM. Κάποιοι που για λίγο τους τράβηξαν οι μεγάλες εταιρείες, επιστρέφουν σ’ εκείνη όταν θέλουν να παρουσιάσουν το έργο τους αδέσμευτα. Η ECM δεν υπογράφει τυπικά συμβόλαια με τους καλλιτέχνες της. Τους δίνει την ευκαιρία να κυκλοφορούν όποτε πραγματικά έχουν να παρουσιάσουν. Εν τω μεταξύ, οι μουσικοί που ηχογραφούν για την εταιρεία αυξήθηκαν γεωμετρικά και μαζί τους και τα μουσικά ιδιώματα.

•Σήμερα, μουσική της ECM μπορεί να είναι μια ερμηνεία του κλασικού, προπολεμικού, τραγουδιού My Funny Valentine ή συνθέσεις του μετρ της free jazz Ornette Coleman ή μπαλάντες ή ακόμη και ηλεκτροακουστικά ηχητικά πειράματα. Ένας δίσκος της ECM μπορεί να έχει ελληνική λαϊκή μουσική, ήχους σουηδικού βιολιού ή ιρανο-ινδικές συνθέσεις· ή τη μουσική μιας ρωσικής ταινίας. Το ρεπερτόριο είναι μεγαλύτερο απ’ όσο ποτέ

Η ποιότητα των ηχογραφήσεων σε όλα τα επίπεδα, από τους μουσικούς, την παραγωγή, τις τεχνικές ηχογράφησης έχει αποσπάσει την παγκόσμια αναγνώριση και πολλά διεθνή βραβεία. «Το πιο σημαντικό αποτύπωμα στον κόσμο της jazz και της σύγχρονης μουσικής» χαρακτήρισε την ECM o αρθρογράφος της Independent. To 2007 η εταιρεία αποσπά δύο βραβεία: Καλύτερη δισκογραφική εταιρεία της χρονιάς τόσο στο πεδίο της Jazz όσο και στο πεδίο της κλασικής μουσικής.

Η Σαβίνα Γιαννάτου

H ECM έχει ηχογραφήσει τα πρώτα χρόνια μουσική του αυτοσχεδιασμού και jazz μουσική και από τις δύο πλευρές του Ατλαντικού με σημαντικούς καλλιτέχνες σε ρηξικέλευθους συνδυασμούς. Ανάμεσά τους, το περίφημο ντουέτο Chick Corea – Gary Burton, το μουσικό σύνολο του Belonging με τον Keith Jarrett, το τρία του Jan Garbarek, με τον Palle Danielsson και τον Jon Christensen, το τρίο Magico, με τους Charlie Haden, Jan Garbarek και Egberto Gismonti.

Μουσικοί και από τη Νότια Ευρώπη έχουν ηχογραφήσει στην ECM τα τελευταία χρόνια. Ο Ιταλός τρομπετίστας Enrico Rava που γυρνώντας στην ECM έφερε μαζί του τον εξίσου ταλαντούχο πιανίστα Stefano Bollani, ο πολλά υποσχόμενος πιανίστας Giovanni Guidi, o σαξοφωνίστας-κλαρινετίστας Gianluigi Trovesi, σε μια γκάμα ηχογραφήσεων από την τέχνη του duo μέχρι τη μεγάλη ορχήστρα, ενώ ο συμπατριώτης του Stefano Battaglia αποτίνει φόρο τιμής στον Pier Paolo Pazolini. Βλέποντας προς την Ελλάδα, η Σαβίνα Γιαννάτου εξερευνά τις μουσικές των λαών της Μεσογείου.

Στις δραστηριότητες της ECM σχετικά με την ιστορία της θα μπορούσε να προστεθεί και η έκδοση του βιβλίου Horizons Touched, του Paul Griffiths και του Steve Lake, καθώς και ένα νέο βιβλίο με τον τίτλο Windfall Light και θέμα την εικαστική γλώσσα της ECM, παρουσιάζοντας τα περίφημα εικαστικά εξώφυλλα της εταιρείας. Επίσης, το ντοκιμαντέρ Sounds and Silence των Eλβετών κινηματογραφιστών Norbert Wiedmer και Peter Guyer παρουσιάζει ένα οδοιπορικό του Μάνφρεντ Άιχερ ανά τον κόσμο ακολουθώντας τον σε συναυλίες και ηχογραφήσεις επί μια πενταετία. Το φιλμ παρουσιάστηκε σε διάφορα φεστιβάλ ανά την Ευρώπη και στις κινηματογραφικές αίθουσες. Μια σημαντική μεγάλη έκθεση αφιερωμένη στην ECM υπό τον τίτλο ECM: A Cultural Archaeology οργανώθηκε από το Haus der Kunst του Μονάχου, από τον Νοέμβριο του 2012 έως και τον Φεβρουάριο του 2013 που συνοδεύτηκε από μια εξαιρετική έκδοση με πλήθος θεωρητικών κειμένων και αφηγήσεων σχετικών με αυτή τη μοναδική δισκογραφική εταιρεία.

Το 2019 είναι η χρονιά που η ECM γιορτάζει μισό αιώνα δημιουργικής ζωής. Πολλές δραστηριότητες, συναυλίες, κονσέρτα, αφιερώματα, εκπομπές και συζητήσεις σε όλο τον κόσμο θα γίνουν μέχρι το τέλος του 2019, με την ευκαιρία των 50 χρόνων ECM.

πηγή: fileleftheros.gr