γράφει η  Μαριλιάνα Ρηγοπούλου* //

φωτογραφίες: Stefanos Samios & Kariofillis Gkrozoudis

Λόγος χειμαρρώδης, καταιγιστικός, αέναος, διειδής, εύληπτος, άμεσος, ουσιαστικός, αιχμηρός, αθυρόστομος, δυνατός για υψηλές αντοχές και κοινωνικές αποδομήσεις, ανατροπές, συγκρούσεις, λόγος επαναστατικός που ενεργοποιεί τα εγκεφαλικά κύτταρα για να συνειδητοποιήσουν την αλλαγή, τη διαφορά στον τρόπο σκέψης και έκφρασης. Αυτός είναι ο χαρακτηριστικός λόγος της Λένας Κιτσοπούλου στα έργα της και εν προκειμένω της παράστασης «Ο Καραφλομπέκατσος και η Σπυριδούλα» σε σκηνοθεσία Κωνσταντίνου Μάρκελλου στο θέατρο «Σταθμός».

Από τον τίτλο και μόνο του έργου «Ο Καραφλομπέκατσος και η Σπυριδούλα» αντιλαμβάνεται αμέσως κανείς πόσο «αβανγκάρντ» πρόκειται να είναι η συγκεκριμένη παράσταση, όπου φυσικά και συνάδει απόλυτα η σκηνοθετική προσέγγιση του Κωνσταντίνου Μάρκελλου με το κείμενο.

«Ο Καραφλομπέκατσος και η Σπυριδούλα» είναι δύο ξεχωριστά διηγήματα τα οποία προέρχονται από τη συλλογή «Το μάτι του ψαριού» της Λένας Κιτσοπούλου που ωστόσο συνδέονται μεταξύ τους με αόρατα νήματα, μοιάζει λες και το ένα συμπληρώνει το άλλο.

Ο Καραφλομπέκατσος είναι ένας άσημος μουσικός που λατρεύει τον Μπαχ, ίσως γιατί η μουσική του ταιριάζει με τη δική του ψυχοσύνθεση, πρόσφατα τύποις χωρισμένος απ’ τη μεγάλη αγάπη της ζωής του, βρίσκεται σ’ ένα παλιό ανακαινισμένο τριάρι του ’60 στον Κολωνό ανάμεσα στις άπειρες κούτες με τα πράγματα και το πιάνο του, προσπαθώντας να οργανώσει το χώρο και τη ζωή του επί ματαίω καθώς ακροβατεί συνεχώς ανάμεσα στο παρελθόν και το τώρα μόνο που το τώρα είναι το χείλος του γκρεμού ή αλλιώς του μπαλκονιού του, όπου η θέα τής απέναντι πολυκατοικίας με την πρώην γυναίκα του, τους γείτονες να του φωνάζουν για ησυχία, είναι η τελευταία παρτιτούρα της δικής του ζωής.

Από την άλλη η Σπυριδούλα είναι η ζήλια σε όλο της το μεγαλείο, όχι αναίτια, αφού ο Γιώργος, γόνος ενός συντηρητικού πατρός στρατιωτικού, απορριπτέος απ’ το οικογενειακό του περιβάλλον λόγω της διαφορετικότητάς του και εγκαταλελειμμένος κι απ’ τον κύριο Άρη, φίλο του πατέρα του, τον άφησε για μια κοντή.

Το τέλος βασανιστικό καθώς σφραγίστηκε απ’ το προσκλητήριο του γάμου του Άρη που έφθασε στο σπίτι του πατέρα του κατά τη διάρκεια ενός εορταστικού δείπνου.

Κωμωδία ή δράμα, άφθονο χιούμορ πίσω απ’ το περιτύλιγμα του πόνου, ένας διαρκής κλαυσίγελος, εξοντωτικός κι ο Κωνσταντίνος Μάρκελλος καλείται να δει πίσω από το προφανές. Η σκηνοθετική ματιά του εμβαθύνει τόσο πολύ στο ψυχολογικό υπόβαθρο των ηρώων, όσο και του κοινωνικού γίγνεσθαι που οριοθετεί τα πράγματα και τις καταστάσεις. Κατορθώνει να φωτίσει πλήρως τον καθωσπρεπισμό της Ελληνικής οικογένειας, που ουσιαστικά νοσεί, αλλά το κοινωνικό της φαίνεσθαι οφείλει να δείχνει υγιές και σύμφωνο με τις κοινωνικές δομές και επιταγές έστω κι αν είναι ρατσιστικό, φασιστικό, καταδυναστευτικό για τα πρόσωπα, της ίδιας της οικογένειας.

Ο συντηρητικός στρατιωτικός πατέρας, πρεσβευτής άξιος της καθεστηκυίας τάξης, αρνείται να δεχτεί τη διαφορετικότητα του γιού του, ως προς τις ερωτικές του επιλογές, τον προσβάλλει, τον ισοπεδώνει, τον απορρίπτει ως άνθρωπο, ως ξεχωριστή προσωπικότητα, τον μηδενίζει, αδιάφορος για τον ψυχικό του κατακερματισμό.

Όλα καλά και άγια, στην υποκριτική μορφοποιημένη εικόνα της οικογενειακής ζωής και γαλήνης, αυτής που με τη σήψη που κουβαλά οπλίζει το χέρι του κάθε Γιώργου, αυτή που ενδύει Σπυριδούλες, αυτή που γεννά αυτόχειρες.

Ο Κωνσταντίνος Μάρκελλος αναπτύσσει με περισσή δεξιοτεχνία και χειρουργική ακρίβεια θα λέγαμε, κάθε σκοτεινή πλευρά του κειμένου της Λένας Κιτσοπούλου, το καθαρά σημειολογικό μέρος του έργου, δείχνει για κείνον πως καταλαμβάνει τον πρωταγωνιστικό ρόλο. Σχέσεις ανούσιες, κάτω από το πέπλο της συνθηκολόγησης, του συμβιβασμού, μοναξιά και απόγνωση, ένα παιχνίδι αυτοδιάλυσης, μια ατέρμονη προσπάθεια ύπαρξης, επιβίωσης, μια καθυστερημένη επανάσταση που ψάχνει βάθρο να σταθεί, αντ’ αυτού η δυσήλατη εσωτερική κραυγή των ηρώων, ζητά απεγνωσμένα μια ικμάδα φως.

Πόσο ευρηματική ιδέα του σκηνοθέτη, να μεταμορφώσει σε Ισπανίδα τραγουδίστρια την ηθοποιό Ελένη Στεργίου, που ξετυλίγει μέσα απ’ το τραγούδι το προσωπικό της δράμα, τη δική της ταπείνωση.
Άφθονα στοιχεία γκροτέσκο, μαύρο χιούμορ κι ο καυστικός λόγος της Λένας Κιτσοπούλου στο πρόσωπο του σκηνοθέτη Κωνσταντίνου Μάρκελλου, βρήκε τον ιδανικό εκπρόσωπο.

Μια παράσταση που κρύβει τόση βία στις σιωπές, η οποία ξεδιπλώνεται σαν νομοτελειακή πράξη των ηρώων επί σκηνής, οδηγώντας το θεατή μαζί με την απογύμνωση ψυχής και σώματος των προσώπων, να δει βαθειά, κατάματα τη δική του αλήθεια, την αλήθεια της κοινωνίας που ζει, την αλήθεια της ύπαρξής του, του Είναι του, χωρίς φληναφήματα και περιττολογίες.

Στο ρόλο του μουσικού ο Κωνσταντίνος Αβαρικιώτης με μια ερμηνεία δαψίλεια υποκριτικού ταλέντου. Δίνει σώμα και ψυχή στον ήρωα του έργου, υπόσταση τραγική μέσα από κωμικές φόρμες αρχικά που στην πορεία εξελίσσονται στη απόλυτη βία, στην απόλυτη έκρηξη, σ’ ένα κρεσέντο πόνου, ψυχής και σώματος, τα σπλάχνα του δονούνται από έναν βασάλτη κοπετό, όπως δονείται όλο του το κορμί και η ψυχή του, μα πιο πολύ από όλα το μυαλό του, αυτό κατακρημνίζεται και μαζί όλη του η ζωή. Γυμνώνεται επί σκηνής, όπως γυμνώνεται η ψυχή του, το μυαλό του και μένει εκεί να πονά, να μονολογεί και να προσπαθεί να επαναστατήσει για όλα, όσα δεν έζησε μέσα σ’ ένα κυκεώνα σκέψεων, αναμνήσεων, συναισθημάτων, τόσο απεγνωσμένα μόνος, τόσο εύθρυπτος, μ’ ένα χιούμορ καυστικό, σκληρό και τόσο αληθές, που απεικονίζει πλήρως την κατάστασή του, τις τραυματικές του εμπειρίες και τόσο ευέλικτος στα εκφραστικά του μέσα ο Κωνσταντίνος Αβαρικιώτης, είναι τόσο αυθεντικός που καθηλώνει το θεατή.

Η Ελένη Στεργίου ερμηνεύει τη Σπυριδούλα, μια τόσο καλτ προσωπικότητα αρχικά σαν ντίβα μ’ ένα κόκκινο καυτό φόρεμα, μια Ισπανίδα τραγουδίστρια με τόσο πάθος, όσο καυτό και το φόρεμά της, μα και τόσο πόνο, στο τραγούδι βγάζει τα εσώψυχά της.  Και οι δύο ήρωες εκρήγνυνται από τον πόνο. Μιλά και περιγράφει τη ζωή της, τόσο κυνικά κάποιες φορές κι άλλοτε τόσο αποτρόπαια σκληρά, βγάζει μίσος και μαζί παράπονο κάτω από τα μεγάλα τονισμένα μάτια της κρύβεται πάντα ένας λυγμός, ένα δακέθυμο χαμόγελο που κατατρώγει τη σάρκα της, που κατακρεουργεί την ψυχή της, μια ψυχή εγκλωβισμένη, φυλακισμένη σ’ ένα λάθος σώμα κι ένα κρεβάτι παιδικό για να κρύψει τα δάκρυα και τα όνειρά της.

Αφηγείται και δρα, δρα και αφηγείται κι είναι αποκαλυπτική κάθε λεπτό, είναι συγκλονιστική στην προσωπική της γύμνια, μέχρι την τελική της κάθαρση, μέχρι τη λύτρωση που διεκδίκησε μέσα σε μια κοινωνία που κανείς δεν της την έδωσε. Η Ελένη Στεργίου υπήρξε απλά συγκλονιστική.

Ωστόσο για την αρτιότητα της παράστασης στο σύνολό της, θα ήταν προσφυές τα εύσημα να αποδοθούν εξίσου τόσο στον Βαγγέλη Πιτσιλό που είχε την επιμέλεια της κίνησης σκιαγραφώντας έτσι ιδανικά τις προσωπικότητες των δυο ηρώων, όσο και την Ήρα Μαγαλιού για το εξαιρετικό μακιγιάζ της Ελένης Στεργίου, μια ψιμυθίωση άκρως τελετουργική καθώς από γυναίκα μεταμορφώνεται σε άντρα που μιμείται τη γυναίκα.

Τα κοστούμια του Γιώγου Βαφιά αναδεικνύουν έτι περισσότερο τους χαρακτήρες του έργου.
Ωστόσο ο Γιώργος Βαφιάς είχε και το σχεδιασμό του σκηνικού, αναλαμβάνοντας το κατασκευαστικό μέρος αυτών ο Γαβριήλ Τσακλίδης.

Ένα σκηνικό ευφυές και λειτουργικό, καθώς έχει την ευχέρεια να μετατρέπεται με μια μόνο κίνηση σ’ ένα διαφορετικό δωμάτιο, είτε αυτό πρόκειται για μια κρεβατοκάμαρα, ένα καθιστικό με Χριστουγεννιάτικη διακόσμηση, μια κομψή τουαλέτα για μακιγιάζ, ακόμα και στην αρχή όπου στο κέντρο δεσπόζει ένας τοίχος από το μπάνιο με πλακάκι αισθητικής του ’60 κι ένας μπιντές θαρρείς και πρόκειται για δεσπόζων βασιλικό κάθισμα, δίνοντας τις απαραίτητες προεκτάσεις και γύρω-γύρω άσπρα ταμπλό, δίνει ακριβώς την αίσθηση ενός σπιτιού παλιού με πολλές πόρτες, άρα πολλά κλειστά δωμάτια, πολλή σιωπή και μοναξιά.

Την όλη ατμόσφαιρα της παράστασης ολοκληρώνουν αρμονικά τόσο οι φωτισμοί της Μελίνας Μάσχα που μοιάζουν άλλοτε να φωτίζουν την ψυχή των ηρώων κι άλλοτε σαν να επαναστατούν, όσο και η μουσική του Γιώργου Κασαβέτη που μοιάζει σαν να αφηγείται σε δεύτερο ρόλο τη ζωή των ηρώων.

Δυο ψυχές ακρωτηριασμένες, δυο σαρκία που απλά μετακινούνται, κατασπαταλήθηκαν κι ο έρωτας ίσως η μόνη λύση, τους έδιωξε απ’ τον παράδεισο, το δικό τους παράδεισο ή μήπως την κόλασή τους.
Άραγε, «……έστω και μια φορά……….. Είπατε να κρατήσετε ενός λεπτού σιγή για τους απεγνωσμένους;». ( Ντίνος Χριστιανόπουλος)

*Η Μαριλιάνα Ρηγοπούλου είναι εκπαιδευτικός, σοπράνο, κριτικός θεάτρου.