Γράφει ο Νικηφόρος Γκολέμης //

Εβδομάδα πολιτικών εξελίξεων αυτή που μας αφήνει, με τις εκλογές στην Ιταλία και τον διαφαινόμενο σχηματισμό κυβέρνησης στη Γερμανία να έχουν έναν κοινό ηττημένο: Τα κεντροαριστερά κόμματα που δείχνουν να βαίνουν προς εξαϋλωση (και) στη δυτική Ευρώπη.

Στην Ιταλία, η πολιτική αποκαθήλωση του Ρέντσι υπήρξε σταθερή από το χαμένο δημοψήφισμα και έπειτα, με το αποτέλεσμα της προηγούμενης Κυριακής να δίνει απλώς τη χαριστική βολή στον πρώην πρωθυπουργό, αναδεικνύοντας σε πρώτη πολιτική δύναμη το Κίνημα Πέντε Αστέρων. Μια παραίτηση από την πρωθυπουργία μετά το χαμένο δημοψήφισμα και άλλη μία τώρα από τη θέση του γραμματέα του κόμματος – ο Ρέντσι ξεπλήρωσε μέσα σε ενάμιση χρόνο αρκετά μεγάλο μέρος του πολιτικού λογαριασμού που είχε συσσωρευτεί και η κεντροαριστερά στην Ιταλία θα κληθεί να ανακατέψει την τράπουλα και να βγάλει λαγούς από το τίποτα.

Ανάλογο μητρώο παραιτήσεων και για τον έτερο επικεφαλή ενός μεγάλου αστικού πόλου εξουσίας, με τον Μάρτιν Σουλτς να ολοκληρώνει τον κύκλο του ως επικεφαλής του σοσιαλδημοκρατικού SPD, βλέποντας το κόμμα του να σέρνεται σε μεγάλο συνασπισμό υπό την Άνγκελα Μέρκελ για τρίτη φορά στις τελευταίες τέσσερις εκλογικές αναμετρήσεις. Η άνοδος και η πτώση του Σουλτς υπήρξε εντυπωσιακά γρήγορη: Παραίτηση από την προεδρία του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, κάθοδος στις εκλογές ως κύριος αντίπαλος της Μέρκελ για την καγκελαρία, μερικά πρώτα ενθαρρυντικά αποτελέσματα και ύστερα ο… καταποντισμός: Ιστορικό χαμηλό για το SPD στις εκλογές του Σεπτεμβρίου, δέσμευση για πέρασμα στην αντιπολίτευση, κατηγορηματική άρνηση Σουλτς για συμμετοχή σε κυβέρνηση υπό την Άνγκελα Μέρκελ και έξι μήνες μετά η απόλυτη κυβίστηση, με τη συμμετοχή του SPD στο υπουργικό παζάρι και τη στήριξη στη “Mutti” για την τέταρτη διαδοχική θητεία της. Πλέον, ο Σουλτς θα παρακολουθεί τις εξελίξεις ως απλός βουλευτής της Μπούντεσταγκ, αφού παραιτήθηκε από την ηγεσία του κόμματός του, καθώς και από τη διεκδίκηση μιας υπουργικής καρέκλας (ήταν «σίγουρος» για το Υπουργείο Εξωτερικών, αλλά με την πρώτη διαρροή ανέκρουσε πρύμναν για λόγους στοιχειώδους πολιτικής ευθιξίας και… οργής λαού).

∠Τα μεγάλα κεντροαριστερά κόμματα επέμειναν στην προσπάθεια αναδόμησης του συστήματος με τα ίδια, φθαρμένα υλικά, αρνήθηκαν πεισματικά να ορθώσουν ανάστημα ενάντια στις καταστροφικές πρακτικές των ισχυρών οικονομικών κέντρων και κατέληξαν εν τέλει (κακοί) υπηρέτες ενός συστήματος που τους «έφτυσε» μόλις είδε ότι πλέον δεν είναι ικανοί να βγάλουν εις πέρας τη δουλειά.

Τι συμβαίνει λοιπόν και τα κεντροαριστερά κόμματα με σαφείς ιδεολογικές αναφορές στη σοσιαλδημοκρατία περνούν το ένα μετά το άλλο σε φάση εσωστρέφειας και απαξίωσης; Η απάντηση περνάει σίγουρα μέσα από τα προβλήματα που η οικονομική κρίση έφερε στο προκήνιο και η σοσιαλδημοκρατία κλήθηκε πρώτη – πρώτη να αντιμετωπίσει. Καίρια ερωτήματα σχετικά με τις κοινωνικές αντοχές στα χρόνια της λιτότητας και των «δημοσιονομικών προσαρμογών»εμφανίστηκαν ξαφνικά μπροστά στους Λαούς της Ευρώπης, οι οποίοι έσπευσαν στα πάλαι ποτέ κραταιά κεντροαριστερά κόμματα για να βρουν τις απαντήσεις. Τα τελευταία έβαλαν, βλέπετε, με κενά συνθήματα περί «ισότητας» και «κοινωνικής δικαιοσύνης» στα χρόνια της παγκόσμιας ύφεσης τον πήχυ αρκετά ψηλά και τελικά πέρασαν κάτω και από το… στρώμα.

Μια αποτυχία που ήταν εν πολλοίς προδιαγεγραμμένη, με βάση την πολιτική προσέγγιση των κεντροαριστερών κομμάτων, η οποία παρέμεινε στα προ κρίσης – ανεπαρκή – επίπεδα και απογοήτευσε πλήρως όσους είχαν εναποθέσει τις ελπίδες τους για κοινωνική δικαιοσύνη σε πολιτικούς σχηματισμούς με σοσιαλδημοκρατικές αναφορές. Δεν εξετάζουμε τον εναγκαλισμό των ρεφορμιστών με το αστικό κράτος που σαφώς παίζει τον ρόλο του στην αποτυχία, αλλά το σύνολο των πολιτικών επιλογών μέσα σε ένα τεταμένο πολιτικό σκηνικό. Τα μεγάλα κεντροαριστερά κόμματα επέμειναν στην προσπάθεια αναδόμησης του συστήματος με τα ίδια, φθαρμένα υλικά, αρνήθηκαν πεισματικά να ορθώσουν ανάστημα ενάντια στις καταστροφικές πρακτικές των ισχυρών οικονομικών κέντρων και κατέληξαν εν τέλει (κακοί) υπηρέτες ενός συστήματος που τους «έφτυσε» μόλις είδε ότι πλέον δεν είναι ικανοί να βγάλουν εις πέρας τη δουλειά. Αντί να στοιχηθούν (για τα μάτια του κόσμου τουλάχιστον) πίσω από τις λαϊκές διεκδικήσεις και τα αιτήματα για δίκαιη κατανομή, τα κεντροαριστερά κόμματα επιδόθηκαν σε έναν άνευ προηγουμένου λομπισμό, ποντάροντας στις καλές σχέσεις με το κεφάλαιο ως εχέγγυο για την μακροχρόνια παραμονή στην εξουσία. Αντί να στηρίξουν τον άνθρωπο του μόχθου και ενεργό κρίκο της παραγωγικής αλυσίδας, επέλεξαν να εκφράσουν τον άνθρωπο του… επιδόματος, του φοβισμένου μικροαστού των μεσοβέζικων λύσεων που θέλει να δει το πορτοφόλι του να φουσκώνει χωρίς πολλά – πολλά, χωρίς φασαρίες. Αντί να εναντιωθούν στις εκβιαστικές πρακτικές των αγορών, οι πολλά βαρείς σοσιαλδημοκράτες εξάντλησαν την «επαναστατικότητά» τους σε «προοδευτικές» μεταρρυθμίσεις και στην υπεράσπιση του «πολιτικά ορθού», συμμετέχοντας ενεργά στον παροξυσμό της αντιμετώπισης των fake news, τον «Δούρειο Ίππο» για την περιστολή της ελεύθερης έκφρασης.

Εξαιτίας των παραπάνω επιλογών, η σοσιαλδημοκρατική προσέγγιση αποδείχθηκε κάτι παραπάνω από ανεπαρκής για την ικανοποίηση των μεγάλων λαϊκών αιτημάτων. Πέρα από την πλήρη αποξένωση των κομμάτων εξουσίας από τα λαϊκά συμφέροντα, η κεντροαριστερή διακυβέρνηση άφησε πίσω και μια ακόμα παρακαταθήκη: Μια ισχυρή, φασίζουσα ακροδεξιά με αιχμή του δόρατος έναν «αντισυστημισμό», αφήγημα το οποίο απλόχερα της προσέφερε η αντιλαϊκή διακυβέρνηση στα χρόνια της κρίσης. Διότι, όταν η απάντηση της σοσιαλδημοκρατίας στη φτωχοποίηση του Λαού είναι… περισσότερη ΕΕ και όταν αδυνατείς να διαχωρίσεις την ασυδοσία των ΜΚΟ από την «αλληλεγγύη», τότε εύλογα ο Λαός θα σου γυρίσει την πλάτη και θα πάει να ακούσει τον Μπέπε Γκρίλο. Κωμικός ο μεν, τραγικοί οι δε.