Του Νικηφόρου Γκολέμη //

Επιστροφή για τη στήλη μετά από την απουσία της προηγούμενης εβδομάδας, με τον απόηχο από τα αποτελέσματα της κάλπης σε Ιταλία και Αυστρία να κάνουν… δυναμική “πρεμιέρα” στην εβδομάδα. Κι αν το αποτέλεσμα της Αυστρίας πέρασε –εσφαλμένα κατά την άποψή μου- στα μέσα ως νίκη ενάντια στην ακροδεξιά, με το αποτέλεσμα της Ιταλίας υπήρξε… μπέρδεμα, αφού αρκετοί φαίνεται να μην κατάλαβαν το ακριβές περιεχόμενο του δημοψηφίσματος, αγνοώντας παράλληλα τις ιδιαίτερες ισορροπίες που επικρατούν στη γείτονα χώρα ως προς τα συνταγματικά ζητήματα.

-Αλλά ας πιάσουμε τα πράγματα από την αρχή: Οι προεδρικές εκλογές στην Αυστρία ενδείκνυνται μάλλον για προβληματισμό, παρά για πανηγύρια. Διότι, όταν συσπειρώνονται όλα (!) τα συστημικά κόμματα ενάντια στον ακροδεξιό υποψήφιο, με το χρίσμα να κρίνεται σε επαναληπτικές εκλογές (αφού στην πρώτη αναμέτρηση έχει γίνει… νοθεία) και παρ’ όλα αυτά ο Χόφερ λαμβάνει ένα διόλου ευκαταφρόνητο 46%, δεν δικαιούται να πανηγυρίζει κανείς για κανέναν λόγο. Πολλώ δε μάλλον αν γνωρίζει ότι σε ενάμιση χρόνο επίκεινται βουλευτικές εκλογές στη χώρα, όπου το ακροδεξιό κόμμα με τη φόρα που έχει πάρει προβλέπεται ότι θα σαρώσει τα πάντα στο διάβα του. Βέβαια, τα πανηγύρια είναι πολύ πιο εύκολα από τον σκεπτικισμό, αφού ο δεύτερος προϋποθέτει βαθύτατη αναζήτηση για τα αίτια και τους υπευθύνους του φαινομένου αυτού, γεγονός που τον καθιστά αρκετά δυσάρεστο σε αυτούς που κρατούν τις τύχες της Ευρώπης στα χέρια τους. Κι επειδή δεν είναι καιρός για στενοχώριες (εξάλλου έρχονται και Χριστούγεννα), όσο μπορούν να κρύβουν το πρόβλημα κάτω από το χαλί, θα το κάνουν με μεγάλη προθυμία.

Στο ιταλικό δημοψήφισμα τώρα, οι ισορροπίες είναι αρκετά πιο περίπλοκες και οι πέντε γραμμές δεν είναι αρκετές για να αναλυθούν σε βάθος. Το σίγουρο είναι ότι δεν επρόκειτο για δημοψήφισμα αντίστοιχο του ελληνικού ούτε είχε κάποια (άμεση) σχέση με την ευρωπαϊκή προοπτική της χώρας. Η αποτυχία του δημοψηφίσματος αυτού ήταν βέβαιη άμα τη ανακοινώσει του, αφού η απόλυτη ισότητα στις αρμοδιότητες μεταξύ Βουλής και Γερουσίας που ισχύει στην Ιταλία από το Σύνταγμα του 1948 –το οποίο συντάχθηκε στον απόηχο της φασιστικής διακυβέρνησης του Μπενίτο Μουσολίνι- αποτελεί στη συνείδηση των Ιταλών βασικό προπύργιο προάσπισης της δημοκρατίας. Η προσπάθεια αυτή λοιπόν του Ρέντσι να διαταράξει τα συνταγματικά θεμέλια σε τέτοιο βαθμό ήταν εκ προοιμίου καταδικασμένη να πέσει στο κενό, διότι το να ζητάς από τον Ιταλό να αλλάξει το bicameralism είναι περίπου σαν να λες σε έναν Γερμανό να επιστρέψει στο Σύνταγμα της… Βαϊμάρης. Στην προσπάθειά του να αντιστρέψει το αρνητικό κλίμα, ο Ρέντσι επιχείρησε να προσωποποιήσει το δημοψήφισμα, κάνοντας εν τέλει τα πράγματα χειρότερα, αφού κατάφερε να «μπλέξει» στο δημοψήφισμα αυτό το σύνολο της ασκούμενης πολιτικής του. Σε κάθε περίπτωση, η απόφαση αυτή του Ρέντσι γεννάει αρκετά ερωτηματικά, καθότι ο μόνος λόγος που διεξάγεις δημοψήφισμα, το οποίο είναι βέβαιο ότι θα χάσεις, είναι για να δραπετεύσεις. Και με τα οικονομικά μηνύματα από την Ιταλία να κρίνονται ως άκρως αποθαρρυντικά, δεν αποκλείεται ο απερχόμενος Ιταλός πρωθυπουργός να μην ήθελε να σκάσει η βόμβα στα δικά του χέρια.

-Στα δικά μας τώρα και στον ΥΕΘΑ Πάνο Καμμένο, ο οποίος την εβδομάδα αυτή έστησε ένα άνευ προηγουμένου εθνικιστικό σόου, με στρατιωτικές παραλλαγές και άναρθρες κραυγές. Στο πλαίσιο της περιοδείας του… θιάσου μάλιστα, η ηγεσία του Υπουργείου Άμυνας επισκέφθηκε το Καστελλόριζο και τη Ρω, συνοδευόμενη από βουλευτές της Χρυσής Αυγής, ενώ βγήκαν και οι απαραίτητες φωτογραφίες. Το πρόβλημα δεν έγκειται στη συμμετοχή των βουλευτών της Χρυσής Αυγής στο ταξίδι αυτό. Εξάλλου, ένας πιθανός αποκλεισμός τους θα ήταν ενάντιος στις αρχές της κοινοβουλευτικής δημοκρατίας, αφού οι βουλευτές της Χρυσής Αυγής, όντες εκλεγμένοι αντιπρόσωποι, έχουν το δικαίωμα να συμμετέχουν στις αποστολές της Βουλής. Το ντροπιαστικό στην υπόθεση αυτή είναι η ίδια η φύση της «αποστολής». Διότι με αυτόν τον τρόπο η κυβέρνηση και το Υπουργείο αφήνουν να εννοηθεί ότι η εξωτερική πολιτική ασκείται με μαγκιές και η εθνική άμυνα με… στρατιωτικές παραλλαγές. Οι πρακτικές και οι θέσεις αυτές υιοθετούνται αποκλειστικά από ακροδεξιούς – φασιστικούς κύκλους, οι οποίοι είναι οι μόνοι που αρέσκονται σε τέτοιου είδους «φθηνά» εθνικιστικά σόου. Η ανοχή που επιδεικνύει η κυβέρνηση σε τέτοιες πρακτικές και το «ξέπλυμα» που ουτοτρόπως παρέχει στον φασισμό για λίγα ψηφαλάκια θα γυρίσει πιθανότατα –αργά ή γρήγορα- μπούμερανγκ. Και τότε τα πράγματα ίσως να είναι μη αναστρέψιμα.