Γράφει ο Νικηφόρος Γκολέμης //

Εβδομάδα έντονης κοινοβουλευτικής δράσης αυτή που μας αφήνει, με το νομοσχέδιο για τη νομική αναγνώριση της ταυτότητας φύλου να τίθεται στο επίκεντρο, λαμβάνοντας διαστάσεις δυσανάλογες της πραγματικής σημασίας του. Ένα νομοσχέδιο που ορίζει απλές διοικητικές διαδικασίες και η ψήφισή του είχε καταστεί ούτως ή άλλως μονόδρομος λόγω της απόφασης του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων (σιγά τη βούληση του νομοθέτη δηλαδή), μετατράπηκε σε πεδίο οξύτατης πολιτικής αντιπαράθεσης. Και είχε κατά πως φαίνεται τους λόγους του.

Από τη μία η κυβέρνηση της πλήρους ανακολουθίας που αναζητά διακαώς πολιτικό οξυγόνο και έχει εναποθέσει τη μακροημέρευσή της στις ταυτότητες φύλου και την κάνναβη (έρχεται νομοσχέδιο για τη νομιμοποίησή της). Από την άλλη η Εκκλησία που δράττεται τέτοιου είδους ευκαιριών, ώστε να παραμένει στην επιφάνεια και να επιτυγχάνει την απαραίτητη συσπείρωση εντός του ποιμνίου. Και κάπου στη μέση, μια θλιβερή αξιωματική αντιπολίτευση, η οποία κατά την ακροβασία μεταξύ φιλελευθερισμού και θεοκρατίας χτύπησε κατά τα φαινόμενα πολύ δυνατά στο κεφάλι, με αποτέλεσμα να αρχίσει να βλέπει… εξωγήινους.

-Τα οφέλη που αποκόμισε ο ΣΥΡΙΖΑ από αυτήν τη σύγκρουση δεν μπορεί παρά να είναι πρόσκαιρα. Ίσως μεταφραστούν σε κάποιες ποσοστιαίες μονάδες κατά τις ερχόμενες δημοσκοπήσεις, μονάδες που όμως θα εξαφανιστούν άμα τη εμφανίσει των δυσβάσταχτων μέτρων που κάποια στιγμή στο – όχι μακρινό – μέλλον θα κληθεί να ψηφίσει/εφαρμόσει (με βαριά καρδιά όπως πάντα) η κυβέρνηση της «πρώτης φοράς». Αντιθέτως, η Εκκλησία έδειξε μεγαλύτερη ετοιμότητα και αξιοζήλευτα πολιτικά αντανακλαστικά, εμφανιζόμενη ως ο θεματοφύλακας των παραδοσιακών ελληνικών αξιών, οι οποίες δήθεν βάλλονται με την ψήφιση του εν λόγω νομοσχεδίου.

Η επιβίωση της Εκκλησίας εξαρτάται άμεσα από την ανάδυση τέτοιου είδους ζητημάτων. Κι όταν σε περιόδους «ξηρασίας» εμφανίζεται μια τέτοια ευκαιρία, δύσκολα την αφήνεις να πάει χαμένη. Ήταν τόσο επιτυχημένη και στοχευμένη η εκκλησιαστική προπαγάνδα, που εύλογα κανείς θα αναρωτιόταν αν ψηφίζεται μια διοικητική διευκόλυνση για τους διεμφυλικούς ή λαμβάνει χώρα μια επιχείρηση να μπει… νυστέρι σε όλα τα 15χρονα Ελληνόπουλα! Γνωρίζει, βλέπετε, πολύ καλά η Εκκλησία την καταστροφή που θα επιφέρει στα εκκλησιαστικά μισθολόγια ένας ενδεχόμενος διαχωρισμός Εκκλησίας – Κράτους και λαμβάνει όλα τα απαραίτητα μέτρα προστασίας, ώστε να αποτρέψει κάθε πολιτική πρωτοβουλία προς αυτήν την κατεύθυνση.

Βασικό προαπαιτούμενο για την αποτροπή διαχωριστικών πρωτοβουλιών είναι η συγκρότηση ενός συμπαγούς και ευκόλως χειραγωγήσιμου ποιμνίου, ικανό να ανεβοκατεβάζει κυβερνήσεις ή/και να έχει λόγο στον σχηματισμό τους. Παρατηρείται λοιπόν το ακόλουθο μοναδικό φαινόμενο: Το κράτος, ενώ θα έπρεπε να επιδιώκει την απεμπλοκή από έναν φορέα που περιστέλλει την ελευθερία και την ισχύ του, εξακολουθεί να χρηματοδοτεί τον παρείσακτο που εισβάλλει στα αμπελοχώραφά του. Ο οποίος με τη σειρά του χρησιμοποιεί τους κρατικούς πόρους για να «στρατολογεί» νέους «καμικάζι», εξασφαλίζοντας έτσι ότι θα παραμένει μόνιμα απειλητικός και διαιωνίζοντας την κυριαρχία του. Το ελληνικό κράτος που νυχθημερόν οδύρεται για τις στρατιές Ελλήνων επιστημόνων που απογοητευμένοι από την όλη κατάσταση εγκαταλείπουν την προσπάθεια και φεύγουν για το εξωτερικό, παίρνοντας μαζί τους πολύτιμη τεχνογνωσία (που, παρεμπιπτόντως, το κράτος πλήρωσε για να την αποκτήσουν), το ίδιο ελληνικό κράτος δεν φαίνεται να προβληματίζεται για το γεγονός ότι χρηματοδοτεί έναν φορέα που δεν τού παράγει επιστήμονες, αλλά θρησκευόμενους ιδεαλιστές. Και δεν προβληματίζεται, διότι ο πυρήνας που το διοικεί λαμβάνει τις αποφάσεις όχι στη βάση της οικοδόμησης μιας ενιαίας και ισχυρής κρατικής οντότητας, αλλά σε αυτήν του πολιτικού κόστους. Ένας διοικητικός πυρήνας που ορισμένες φορές θεωρεί ότι μέσα από τέτοια νομοσχέδια κάνει αποφασιστικά βήματα απελευθέρωσης και πανηγυρίζει, επειδή τάχα στρίμωξε στην σκακιέρα την αντίπαλη πλευρά. Η πικρή αλήθεια για τη σκακιέρα όμως είναι ότι η Εκκλησία παίζει επάνω της σκάκι, ενώ το κράτος ντάμα.

Και για το τέλος δύο λόγια για το… φορσέ νομοσχέδιο και την απόφαση του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου. Τα τελευταία χρόνια, παρατηρείται μια απότομη συστημική στροφή (εντός κι εκτός των τειχών) προς μια κοινωνία ελαστική σε ζητήματα που αφορούν σε «φυσικούς» (όπως τους αντιλαμβάνεται ) νόμους. Αυτό προκαλεί αν μη τι άλλο απορία, με δεδομένο ότι για πολλά χρόνια ο συντηρητισμός και η εθνοπληξία αποτελούσαν σταθερές και αξιόπιστες συστημικές άμυνες απέναντι στους αγώνες για δικαιώματα και ελευθερίες. Φαίνεται πως η τακτική έχει πλέον διαφοροποιηθεί, με το σύστημα να κάνει υποχωρήσεις σε πεδία ανώδυνα γι΄ αυτό, προσδοκώντας ως αντάλλαγμα τη διατήρηση των κεκτημένων. Ανεξάρτητα από το (αυτονόητο) δικαίωμα του καθενός να μπορεί να αυτοπροσδιοριστεί όπως εκείνος επιθυμεί σε ένα δημόσιο έγγραφο, αλλά και γενικότερα στη ζωή του, μήπως οφείλουμε να αναγνωρίσουμε ότι πίσω από αυτήν την ξαφνική συστημική μετάλλαξη υπάρχει σκοπιμότητα, την οποία πρέπει και να ερευνήσουμε;