του Νικηφόρου Γκολέμη //

Τον πάτο του βαρελιού κατάφερε να ξύσει το εγχώριο πολιτικό σύστημα, με τον Καμμένο να κάνει “βόλτες” σε λονδρέζικα καζίνο και την αντιπολίτευση να επιχειρεί να καταφέρει επικοινωνιακά χτυπήματα, στοιχιζόμενη πίσω από επιχειρηματικά συμφέροντα. Ο Έλληνας ΥΕΘΑ δεν είναι όμως ο μόνος που δοκίμασε την τύχη του στη ρουλέτα, αφού και στη Γερμανία φαίνεται μετεκλογικά να έχουν εναποθέσει τα πράγματα στην τύχη και στις ορέξεις της εκάστοτε “μπίλιας”.

-Όσον αφορά τον Καμμένο και τους κατακαημένους παρατρεχάμενους, το ερώτημα που τίθεται για τον ελληνικό Λαό είναι μάλλον απλό: Ανέχεται να τον κυβερνάει κάποιος που δεν… σταυρώνει αλήθεια ούτε για τον τρόπο με τον οποίο πλήρωσε έναν λογαριασμό ξενοδοχείου; Ανέχεται να παρουσιάζεται ως όψιμος κυβερνήτης του κάποιος που ασκεί αντιπολίτευση μέσω φίλα προσκείμενων μιντιακών συγκροτημάτων; Όταν απαντήσει σε αυτά τα πολύ απλά ερωτήματα, τότε (ίσως) μπορεί να ξεκινήσει κάποια σοβαρή συζήτηση. Μέχρι τότε, απολαύστε υπέυθυνα το τσίρκο Μεντράνο.

-Για τις γερμανικές εκλογές τα είπαμε και την προηγούμενη εβδομάδα, προειδοποιώντας για την ενισχυμένη AfD. Η κάλπη “έδειξε” αποδοκιμασία του Μεγάλου Συνασπισμού CDU/SPD και παράλληλα τον δρόμο για μια ουσιαστικά τετρακομματική κυβέρνηση συνεργασίας, οι διαπραγματεύσεις για τη συγκρότηση της οποίας αναμένεται να διαρκέσουν μήνες χωρίς καμία εγγύηση επιτυχίας. Κι όμως, ακόμα και την ύστατη στιγμή, αρκετοί είναι εκείνοι που κωφεύουν μπροστά στην ηχηρή επίδειξη δύναμης της ακροδεξιάς, προσφέροντας απλοϊκές και ενίοτε φαιδρές εξηγήσεις: Πότε κάποιος “λαϊκισμός” που παραπλανά, πότε κάποιος “εθνικισμός” που “ανεβαίνει” (λες και είναι… πυρετός που θα περάσει με λίγη αντιβίωση), πότε κάποια “έλλειψη παιδείας”, πότε η εισροή μεταναστών που “δημιουργεί ένα ξενοφοβικό ρεύμα” (έτσι δημιουργούνται τα ρεύματα βλέπετε). Το πανέρι των εύκολων δικαιολογιών για την άνοδο της ακροδεξιάς στην Ευρώπη δεν είναι ποτέ άδειο.

Ας δούμε όμως μερικούς αριθμούς: Το διόλου ευκαταφρόνητο 12,6% της AfD σε ομοσπονδιακό επίπεδο γίνεται ακόμα πιο ενδιαφέρον στα κατώτερα κοινωνικά στρώματα, όπου η AfD καταγράφει ποσοστό 22%, ήτοι 10% μεγαλύτερο από το γενικό σύνολο. Ανάλογη η εικόνα και στους εργάτες ψηφοφόρους (21%), καθώς και στους άνεργους (επίσης 21%). Την ώρα που η AfD σχεδόν διπλασιάζει τα ποσοστά της σε αυτές τις κοινωνικές ομάδες, οι σοσιαλδημοκράτες του SPD, αλλά και η αδελφοποιημένη με τον ΣΥΡΙΖΑ “Αριστερά” (Die Linke), δεν έχουν να παρουσιάσουν κάποια αξιοσημείωτη επίδοση, παρά αρκούνται σε παρόμοιες “πτήσεις” με τον γενικό μέσο όρο τους. Τι είναι λοιπόν αυτό που αποξενώνει τα αριστερά (έστω ρεφορμιστικά) κόμματα από τις παραδοσιακές εκλογικές τους βάσεις και πάλαι ποτέ εγγυητές των επιτυχιών τους; Γιατί η ακροδεξιά τούς παίρνει μέσα από τα χέρια ένα ακροατήριο που – θεωρητικά – αποτελεί για την Αριστερά βασική προτεραιότητα;

Ερωτήματα που, για να απαντηθούν από τους κομματικούς βαρώνους, προϋποθέτουν μια σκληρή δόση αυτοκριτικής, την οποία φαίνεται να έχουν απωλέσει από καιρό. Για πολλούς, οι άνεργοι, οι εργάτες και οι χαμηλόμισθοι είναι οι ημιμαθείς παραπλανημένοι του λαϊκισμού της εκάστοτε AfD, η οποία σημειώνει επιτυχία εξαιτίας των συγκυριών. Με την ίδια μυωπική προσέγγιση και την πεποίθηση ότι ο γιαλός είναι στραβός, τα χαστούκια εξ ακροδεξιών διαδέχονται το ένα το άλλο, πάντοτε με έναν κοινό παρονομαστή: Μια ισχυρή ακροδεξιά στα χαμηλά στρώματα. Έτσι και στη Γερμανία, το SPD και η Die Linke πλήρωσαν τον πολιτικό λογαριασμό για τη λευκή επιταγή που δίνουν στην ΕΕ και τη σχεδόν αγιοποίησή της ως τον μοναδικό δρόμο προς μια ειδυλλιακή “Ευρώπη των Λαών”. Μια γερμανοκρατούμενη ΕΕ που εξασφαλίζει ευημερία και ανάπτυξη για τη γερμανική μεγαλοαστική τάξη σε βάρος των οικονομικά ασθενέστερων, οι οποίοι βάλλονται από πολλές πλευρές: Από τη μία η χρησιμοθηρική “πολιτική καλοσωρίσματος” (“Willkommenskultur”) της ΕΕ/Γερμανίας που μεταφράζεται σε φιλτράρισμα των μεταναστών (ο “καλός” για το κεφάλαιο Σύρος μπαίνει, οι “κακοί” ανειδίκευτοι στοιβάζονται στην Ελλάδα), γεγονός που δημιουργεί συνθήκες ανταγωνισμού στη γερμανική αγορά εργασίας και “τραβάει” προς τα κάτω τους μισθούς. Από την άλλη η “αστική στροφή” των ρεφορμιστών που μετά και τις μεταρρυθμίσεις Σρέντερ ξεπέρασε κάθε προηγούμενο, με την σοσιαλδημοκρατία να εξευτελίζεται πλήρως και να ενστερνίζεται τις νεοφιλελεύθερες απόψεις ότι το επίδομα είναι τεμπελιά και η ελαστική εργασία πανάκεια.

-Καμία έκπληξη λοιπόν η λεηλασία του αριστερού πολιτικού χώρου από τους πάντοτε ευρισκόμενους σε επιφυλακή ακροδεξιούς, οι οποίοι περιμένουν να πάρουν το “σήμα” του κεφαλαίου για να ξεκινήσουν την επίθεσή τους. Τα καταπιεσμένα από τις ενωσιακές πολιτικές λαϊκά στρώματα δεν έχουν ανάγκη από κάποιον “περισπούδαστο” σοσιαλδημοκράτη – καθοδηγητή να τους μετράει το επίδομα σε συνάρτηση με την παραγωγικότητα, αλλά μια μακροπρόθεσμη και βιώσιμη λύση για την απεμπλοκή τους από τα δεσμά του κεφαλαίου. Κι όσο τα ρεφορμιστικά κόμματα παραμένουν δεμένα στο άρμα της ΕΕ και, συνεπώς, εσαεί καταδικασμένα να αναμασούν παρωχημένα τσιτάτα δήθεν αλληλεγγύης και δήθεν ευρωπαϊκής ομοψυχίας τόσο ευκολότερο καθίσταται το έργο για τους ακροδεξιούς καιροσκόπους…