Του Νικηφόρου Γκολέμη //
Κύμα ψύχους χτύπησε τη χώρα μας αυτήν την εβδομάδα, τα χιόνια έφθασαν – οι αλατιέρες ποτέ – και άφησαν πίσω τους μια «χιονοστιβάδα» εξελίξεων, με το ενδιαφέρον να εστιάζεται στη μήνυση που κατέθεσε ο Πάνος Καμμένος ενάντια στους Κουρτάκη – Τζένο, καθώς και την επιστροφή του Γιώργου Παπανδρέου στο κόμμα που ίδρυσε ο πατέρας του.
-Εφόσον αναφερθήκαμε στο χιόνι όμως, αξίζει μια αναφορά στην ανετοιμότητα που επέδειξε για πολλοστή φορά μεγάλο μέρος της τοπικής αυτοδιοίκησης στην αντιμετώπιση της κατάστασης, με αποκορύφωμα βέβαια το συμβάν στη Θεσσαλονίκη, όπου το αλάτι πάγωσε (!), με αποτέλεσμα πολλοί να εγκλωβιστούν μέσα στα αυτοκίνητα και τα σπίτια τους. Οι εικόνες που είδαν το φως της δημοσιότητας αντικατοπτρίζουν πλήρως το ποιόν της εν Ελλάδι τοπικής αυτοδιοίκησης. Μηδενική πρόληψη, ανύπαρκτος σχεδιασμός, απουσία οράματος, προγράμματος και βούλησης για ουσιαστικές τομές, συμβιβασμός και εν τέλει σύμπλευση με όλες τις παθογένειες, καθώς και ο αέναος ωχαδερφισμός, δεν αποτελούν παρά ένα μικρό μέρος των συστατικών από τη συνταγή της… αποτυχίας που «εκτελεί» πιστά εδώ και δεκαετίες η τοπική αυτοδιοίκηση. Αντ’ αυτού, όλη η ενέργεια των τοπικών αρχόντων διοχετεύεται σε μια σειρά ασχολιών και κινήσεων που ουδένα όφελος προσφέρουν στον πολίτη: Να πούμε καμιά εξυπνάδα, να φωνάξουμε λίγο στα κανάλια, να… χτενιστούμε καλά στο facebook και προπαντός να φτιάξουμε έναν κύκλο πιστών πολιτών – πελατών, έτσι ώστε να συντηρηθούμε για κανα – δυο πενταετίες, πριν κάνουμε το αποφασιστικό βήμα για τη βουλή και (αν οι περιπτώσεις το ευνοούν) τα υπουργικά έδρανα. Το έχουμε δει το έργο να παίζεται μπροστά στα μάτια μας ουκ ολίγες φορές, σε βαθμό που πλέον δεν μας προξενεί εντύπωση μια τέτοια στάση και απλώς προσευχόμαστε, μη βρέξει πολύ και πλημμυρίσουμε, μη χιονίσει και αποκλειστούμε.
-Από την τοπική διοίκηση στην κεντρική και τον ΥΕΘΑ Πάνο Καμμένο, ο οποίος κατέθεσε μήνυση σε βάρος των δημοσιογράφων Γιάννη Κουρτάκη και Παναγιώτη Τζένου για τις αναφορές των τελευταίων κατά τη διάρκεια της εκπομπής τους στο ραδιόφωνο των «Παραπολιτικών». Ακούγοντας το επίμαχο απόσπασμα, ειλικρινά απόρησα με την ποιότητα του σχολιασμού της επικαιρότητας στην εκπομπή σε βαθμό τέτοιο, που μου δημιουργήθηκε η αίσθηση ότι βρίσκομαι μάλλον στο καφενείο του χωριού παρά συντονισμένος σε γνωστό ραδιοσταθμό. Προσωπικές επιθέσεις, «γαβγίσματα», αξιακές κρίσεις άνευ τεκμηρίωσης έδιναν και έπαιρναν, με το κερασάκι στην τούρτα να είναι οι «αποκαλύψεις» για τον γιο του Πάνου Καμμένου που «έχει σχέση με διάφορα παρακρατικά μαγαζιά» και «είναι με τη Ρούπα».
-Προσπαθώ λοιπόν να αντιληφθώ τι ακριβώς προσφέρουν οι παραπάνω αναφορές στην υπηρεσία της ενημέρωσης, στον ουσιαστικό έλεγχο της εξουσίας, στη διαμόρφωση της πολιτικής σκέψης και δεν έχω καμία απάντηση. Βεβαίως και οι διώξεις εναντίον δημοσιογράφων είναι καταδικαστέες. Για να επικαλείσαι τη δημοσιογραφική σου ιδιότητα όμως, πρέπει και οι ενέργειές σου να είναι σύμφωνες με τις δημοσιογραφικές επιταγές, πράγμα που στην συγκεκριμένη περίπτωση τίθεται – το λιγότερο – εν αμφιβόλω. Ακόμα κι όταν στο «μικροσκόπιο» της δημοσιογραφικής κριτικής βρίσκεται ένας άνθρωπος που έχει χτίσει την πολιτική του καριέρα πάνω σε ανάλογες πρακτικές, οφείλεις να στέκεσαι νηφάλια απέναντί του και να μην διολισθαίνεις στην ευκολία. Παρ’ όλα αυτά, η μάστιγα του κιτρινισμού δεν αντιμετωπίζεται στις δικαστικές αίθουσες, αλλά στα εκπαιδευτικά ιδρύματα. Διότι είναι πρωτίστως ζήτημα παιδείας η απαλλαγή από αυτές τις συμπεριφορές, οι οποίες θα διογκώνονται, όσο θα υπάρχει πρόθυμο κοινό να τις επιδοκιμάζει.
-Κλείνουμε με την προσχώρηση του πρώην πρωθυπουργού Γιώργου Παπανδρέου στο ΠΑΣΟΚ της Φώφης (Δημοκρατική Συμπαράταξη). Πέραν του γεγονότος ότι αμφιβάλλω αν υπάρχει κάποιος πρώην πρωθυπουργός στην παγκόσμια πολιτική ιστορία που έχει καταφέρει να εξευτελιστεί σε τέτοιον βαθμό (να φύγει από το κόμμα που ίδρυσε ο πατέρας του και με το οποίο εξελέγη πρωθυπουργός, να φτιάξει καινούριο, την πρώτη φορά να μένει εκτός Βουλής, τη δεύτερη να μην έχει χρήματα να κατέβει και εν τέλει να επιστρέφει σαν βρεγμένη γάτα), απορώ με τη μόνιμη «επωδό» της ανασύστασης της κεντροαριστεράς. Την κινητικότητα σιγοντάρουν και δημοσκοπήσεις που βλέπουν το φως της δημοσιότητας, οι οποίες μας λένε ούτε λίγο ούτε πολύ ότι ένας στους δύο (!) πολίτες διάκεινται θετικά στη δημιουργία ενός νέου κεντροαριστερού πόλου. Αρχίζω να πιστεύω ότι οι δημοσκοπήσεις γίνονται με… συνεντεύξεις, άλλη εξήγηση δεν βρίσκω. Διότι νέο κεντροαριστερό οικοδόμημα (για ό,τι τέλοσπάντων καταλαβαίνει ο καθένας μέσα από τον όρο «κεντροαριστερά») σίγουρα δεν φτιάχνεις με κράμα παλαιών και αποτυχημένων υλικών. Μένει να δούμε για πόσον καιρό ακόμα θα εξακολουθήσει να περιφέρεται το κεντροαριστερό πτώμα, ή, καλύτερα, πόσοι σκυλευτές θα πατήσουν πάνω του για να «φτάσουν» τις πολυπόθητες καρέκλες.
glitch_sharefile-19