Του Ελευθέριου Λεβαντή //

Κεφάλαιο 14: Παγίδες !

 

Εκείνο που οι άνθρωποι ονομάζουν μοίρα είναι στην ουσία ένα σύνολο ανοησιών που έκαναν.

A.Schopenhauer

Laura Veirs: Nightingale

‘Oποιος έχει περάσει μια βραδιά έστω της ζωής του στη μεσογειακή ύπαιθρο, οποίος έχει αγναντέψει εκείνους τους χαλκοπράσινους λόφους από ελιές με φύλλωμα από ασημένιες ανταύγειες και τα κυπαρίσσια, που στέκονται τόσο σκοτεινά, ώστε συρρικνώνουν μέσα στις αχνές γραμμές τους όλο τον χώρο, αλλά και τον χρόνο γύρω τους, αυτός και μόνο αυτός αντιλαμβάνεται τη μυστηριακή ψυχή του μεσογειακού τοπίου και της αρχαίας ελληνικής φιλοσοφίας.

-Τους άλλους χέστους, σκεφτόταν εκείνη τη στιγμή ο Λορέντζο.

Γύρισε να την κοιτάξει ενοχλημένος από την παρείσακτη παρουσία της, μα αντίκρυσε εκεί στην άκρη της γραμμής του προσώπου της, ένα μακρινό άστρο να γλιστρά σαν δάκρυ μέσα στη θάλασσα.

Το χαμόγελό της έλαμπε τώρα κάτω από το φεγγάρι και τα κατάλευκα δόντια της του θύμιζαν εκείνα τα μονοπάτια με το λευκό χαλίκι, που έστρωναν οι ντόπιοι τους χωματόδρομους, για να φωσφορίζουν τις νύχτες με τ’ άστρα και να τους δείχνουν τον δρόμο.

Πρόσεξε το λευκό της στήθος, έτσι όπως χυνόταν σχεδόν έξω από το αμπέχονο και αμέσως κοίταξε πάλι προς τον ορίζοντα – κάτω από τον λόφο, που ήταν χτισμένη η πόλη, η θάλασσα έμοιαζε ακίνητη.

thumbnail_levantis coverΣκέφτηκε με προσπάθεια την ξανθούλα του, αλλά παράλληλα ξανακοίταξε το λευκό στήθος της συντρόφισσας!

Τι είδους δικαιοσύνη είναι αυτή σκέφτηκε, να σκοτώνουμε τους ανθρώπους γύρω μας και να είμαστε διαρκώς αγκαλιά με ξένες γυναίκες !

Είχε που είχε τις επιφυλάξεις του για εκείνο τον κόσμο που έστηναν με τους συντρόφους του, που είχε στο αίμα του την απανθρωπιά του Θεού των Εβραίων!

Κάποιος θα έσβησε πάλι ένα άστρο του, πάνω στον σκοτεινό όγκο του βουνού, στην άλλη πλευρά του κόλπου και εκείνο σβήνοντας έλαμψε λίγο σαν καύτρα από τσιγάρο!

Σε ένα συμπάν, που όλα γύρω μου και μέσα μου κινούνται την ίδια στιγμή σε τόσο διαφορετικούς ρυθμούς και διαστάσεις, ποιος κόσμος είναι πιο αληθινός, ο κόσμος που ονειρεύομαι, ή εκείνος που έχω, σκέφτηκε, ενώ την χούφτωνε.

Και ο Λορέντζο καθόταν πάνω σε κείνο τον λόφο και ατένιζε μια τη θάλασσα, έτσι όπως ασκήμιζε εκείνο το βράδυ και από την άλλη το λευκό στήθος της συντρόφισσάς του. Και τα δυο το ίδιο όμορφα – τι να πρωτοπάρω, σκεφτόταν.

Κοίταζε τα μαύρα μάτια της, έτσι καθώς έλαμπαν μέσα από τις ανταύγειες του φεγγαριού στο πρόσωπό της και θυμόταν πως διάβαζε ότι ο έρωτας είναι αυτές οι στιγμές τρέλας, που μοιράζονται μεταξύ τους αποκλειστικά και μόνο δύο ερωτευμένοι, αλλά μόνο για εκείνα τα πρώτα ελάχιστα λεπτά καθόλη τη διάρκεια του έρωτά τους, λίγο πριν εκείνος πάρει (κυριολεκτικά) σάρκα και οστά!

Η τρέλα είναι η απόλυτη μορφή μιας εμμονής, που μοιράζεσαι, από δικιά σου επιλογή, μόνο με τον εαυτό σου. Στην περίπτωση του έρωτα όμως, την μοιράζεσαι με τον σύντροφό σου.

Κατά τ’ άλλα αυτή είναι και η μαύρη δυστυχία του ανθρώπου – κανένας δεν αντιλαμβάνεται τον κόσμο γύρω του, όπως ο ίδιος!

thumbnail_levantis 1Ξάπλωσε πάνω της και τη χούφτωσε βίαια, όμως είδε με την άκρη του ματιού του, τον λοχαγό του να περιμένει ανυπόμονα τη σειρά του.

Είχε μάθει ότι ο λοχαγοί τους, ένας πανύψηλος ξερακιανός Έλληνας, που ερμήνευε τους αρχαίους Έλληνες φιλοσόφους κατά το δοκούν, δεν έκανε καμιά έκπτωση, όταν του άρεσε μια συντρόφισσα, απλώς την πλησίαζε και τη μούνταρε. Και την Denise τη γούσταρε πολύ.

Γύρισε και τον ξανακοίταξε και τότε, σαν να ξεφούσκωσαν όλα, τα βαρβάτα στηθαία, τα καθυψωμένα κωλομέρια, όλα – και κάπου εκεί πίσω από ένα ελαιόδεντρο τον κοίταζε πικραμένη και η ξανθούλα του!

Ο λοχαγός τη ζύγωσε σαν αγρίμι και ο Λορέντζο που δεν μπορούσε να συνεχίσει κύλησε στο πλάι.

-Εδώ θα μείνουμε είπε ο λοχαγός, μόλις την ξεπέταξε εκεί στο χώμα, μπροστά στα έκπληκτα μάτια εκείνου και της Νάταλι – εδώ στην Ανδαλουσία θα στήσουμε την πρώτη αναρχική κομούνα στον κόσμο, αλλά ο Λορέντζο πιο δίπλα θυμόταν εκείνο το τρελαμένο τζαζίστα, τον Boris, σε ένα club στο Place d Opera στο Παρίσι, που του λεγε πως τα άτομα έχουν πάντα δίκιο, ενώ οι μάζες έχουν πάντα άδικο!

Τώρα το έβλεπε και αυτός στα υγρά μάτια του λοχαγού και ήταν πια πεπεισμένος ότι είναι αδύνατον να επικοινωνήσουν οι άνθρωποι μεταξύ τους, ενώ θυμόταν την Ουτοπία του Thomas Mores, όπως κρυβόταν εκεί βαθιά στο πέλαγος, της οποίας το μυστικό ήταν τελικά ότι δεν θα μπορούσε να έχει υπάρξει πουθενά πάνω στη Γη.