του Βασίλη Καραγιάννη //

Άραγε πού καταλήγει ο νεκρός χρόνος; Σε ποια χωματερή θάβεται και πώς μπορούμε να τον ανακτήσουμε από εκεί και να τον αξιοποιήσουμε; Η τάση της εποχής είναι η ανακύκλωση. Παρ’ όλα αυτά οι ποσότητες κοσμικής ενέργειας που διατίθενται είναι στην ουσία απεριόριστες, αρκεί να ανακαλύψουμε την πηγή.

Η υποταγή των ανθρώπων σε φόρμες, ρόλους και στερεότυπα τους κάνει να μη νιώθουν τις δυνατότητες της ζωής. Κάτω από αυτή τη λογική επιβίωση είναι η ζωή που υποβιβάζεται σε οικονομικές επιταγές, που έχει περιοριστεί στη διαχείριση της μιζέριας, στο καθημερινό άγχος για τα απαραίτητα και την έλλειψη έντονων συγκινήσεων. Ένας τρόπος για να πεθαίνει κανείς από κατάθλιψη, ανία κι αδράνεια. Ακόμη χειρότερα σε περιόδους σαν τη σημερινή που όταν το πάθος έχει καταστραφεί αναγεννιέται σαν μηδενιστικό πάθος για καταστροφές.

“Εγώ που τόσοι άνθρωποι υπήρξαν επί ματαίω θέλω να είμαι εκεί εγώ κάποιος”, λέει ο Σαίξπηρ στον θεό όταν τον συναντάει μετά το θάνατό του. “Ούτε κι εγώ είμαι”, του απαντά η φωνή του θεού.

“Ονειρεύτηκα τον κόσμο, όπως εσύ ονειρεύτηκες το έργο του κι ανάμεσα στα σχήματα του ονείρου μου είσαι εσύ που, όπως κι εγώ, είσαι πολλοί και κανένας” λέει ο Χόρχε Λουίς Μπόρχες, ο τυφλός ποιητής στο “everything and nothing”. Η τάση να αφομοιώνεις και να συνθέτεις είναι κι αυτή μια μορφή επιβίωσης όπου η τραγωδία – διάλογος ανθρώπων και θεών υποβιβάζεται στη διάλυση των μυθικών σχέσεων και στο δράμα.

Στον αντίποδα: το 1513 ο Βάσκο Νούνιεθ ντε Μπαλμπόα, Ισπανός τυχοδιώκτης και κονκισταδόρ διασχίζει από τα ανατολικά προς τα δυτικά τη στενή λωρίδα γης του Παναμά με στόχο να ανακαλύψει μια νέα μεγάλη θάλασσα. Με μερικές δεκάδες ανδρών και λίγους Ινδιάνους οδηγούς το πέρασμα από τη μια άκρη στην άλλη της ενδοχώρας αποδεικνύεται ένα εγχείρημα ακόμη πιο δύσκολο κι από την κατάκτηση του Μεξικού. Η πλειοψηφία των ανδρών καταρρέει από τις κακουχίες και μόνο μια μικρή ομάδα καταφέρνει να αντικρούσει το απέραντο γαλάζιο του ειρηνικού ωκεανού.

Η βούληση για το ξεπέρασμα της εύθραυστης ανθρώπινης φύσης, το ανέβασμα στο επίπεδο των θεών, το προνόμιο να συνομιλεί κάποιος μαζί τους, απαιτεί μια αίσθηση του να ζεις την περιπέτεια, να βιώνεις το παιχνίδι με όλες του τις αισθήσεις. Το ερώτημα που τίθεται συνεχώς στα έξι χιλιάδες χρόνια μύθων κι ανθρώπινης ιστορίας “επιβίωση η ζωή;” καθορίζεται τόσο από την αδυναμία να σηκώσει κανείς το υπέρμετρο βάρος των συνθηκών όσο κι από μια ακραία επιθυμία για το ξεπέρασμά τους. Εκτιμώ την υπομονή και τη διάθεση για επιβίωση ακόμα και των δούλων γιατί έτσι διαιωνίζεται η ανθρώπινη ύπαρξη κι ίσως αυτή η στάση ανοίγει και μια χαραμάδα σε μακροπρόθεσμα παιχνίδια της τύχης, αλλά θαυμάζω το ξεπέρασμα του φόβου από τον Σπάρτακο, τη Βούληση να αλλάξει η ζωή από τους εξερευνητές, τη διάθεση ελευθερίας των καλλιτεχνών και των επαναστάσεων. Οι Ινδιάνοι της Βόρειας Αμερικής διηγούνται ένα μύθο για τον μεγάλο βάτραχο, τον πατριάρχη του ζωδιακού κύκλου, που αντίθετα με την πλειοψηφία των βατράχων που επιμένουν να ζουν στην ασφάλεια μιας θολής λίμνης, αυτός επιδιώκει να ξεφύγει από τον κανόνα ακολουθώντας αντίστροφα τη ροή των νερών, βρίσκοντας την πηγή που από εκεί ξεκινάνε όλα. Οι άνθρωποι δεν πρέπει να σέρνονται μέσα στους βάλτους αλλά να έχουν την τόλμη να συνεχίσουν την προσπάθεια να βαδίζουν.