της Σώτιας Παπαμιχαήλ //

Συγκλονιστική όπως στο «Ακριβό φαρμάκι» της. Έρχεται από μια εποχή μακρινή σχεδόν ξεχασμένη, έναν τόπο γεμάτο νεράιδες, ξωτικά, παραμύθια σκοτεινά. Την Ουαλία του δεκάτου ενάτου αιώνα όπου ο χρόνος κυλά αργά κι οι άνθρωποι ξέρουν να περιμένουν ένα γράμμα, μια συνάντηση την επόμενη Κυριακή, ένα ταξίδι μόλις λιώσουν τα χιόνια. Έρχεται και κάνει το όνειρο να μοιάζει πιο ζωντανό από την αλήθεια, όνειρο που σε ξυπνάει άγρια μεσάνυχτα και σε κάνει να τρέχεις στο σκοτάδι, να βάζεις στα πόδια σου φτερά μέχρι να φτάσεις. Είναι βελούδινη, ειρωνική, τρυφερή και σκληρή σαν την πέτρα. Είναι η Mary Webb και το «Επτά για ένα μυστικό»-Εκδόσεις Νεφέλη που βάζει τους ήρωές της σε μπελάδες μέχρι να παραδοθούν στο μεγάλο μυστικό…

…Ναι, είμαι η Τζίλιαν Λάβκιν και τρέχω μέσα στο σκοτάδι με τα μαλλιά ανακατεμένα, με ένα σάλι ριγμένο στους ώμους. Ο αέρας με χτυπάει στο πρόσωπο. Τρέμω. Η βροχή έχει φτάσει μέχρι το κόκκαλο. Δεν ορίζω τα πόδια μου. Κοιτάζω μόνο μπροστά τον καπνό και τρέχω. Ούτε ο πιο σκληραγωγημένος ζευγάς δε θα ξεμύτιζε τέτοια ώρα. Ο δρόμος έχει γίνει ποτάμι. Δε με νοιάζει. Θέλω μόνο να φτάσω.

Είμαι η Τζουλιάνα Λάβκιν από το Ντισγκούλφας, που ήθελα μόνο να με κοιτούν, να με θαυμάζουν, να κατακτήσω τον κόσμο τον καλό στο Σίλβερτον και στο Λονδίνο, με ένα σταχτογάλαζο φουστάνι κι ένα βέλος στολισμένο με φτερά από ένα παπάκι που σκότωσα με τα ίδια μου τα χέρια, τι αξία είχε ένα παπάκι μπροστά στο φουστάνι μου. Ναι, εγώ είμαι που ήθελα όλοι να υποκλιθούν στο καινούριο μου πανωφόρι φτιαγμένο από δυο κουνέλια που είχαμε στην αυλή και το δέρμα τους τόσο ταιριαζε στο φόρεμά μου και δε με ένοιαξε ο πόνος τους, ούτε στιγμή. Κανένας πόνος δε με ένοιαζε, ούτε αγάπη. Να με αγαπούν ήθελα, για να φουσκώνουν τα στήθια μου με περηφάνια. Αυτό μονάχα. Να με θέλει ο Έλμερ και να με θέλει πολύ. Να με αγαπάει ο Ρόμπερτ κι εγώ να ομορφαίνω, μέρα τη μέρα, μέσα σε φουστάνια λαμπερά, κάτω από γυαλισμένους πολυέλαιους και μουσική, πολλή μουσική. Αυτό μονάχα.

Η Τζιλ είμαι και τώρα τρέχω μόνη. Τρέχω μες στην αντάρα για την αγάπη. Την αγάπη μου, να δώσω. Μου καίει τα στήθη και είναι δικιά του. Δεν το ξέρει. Δεν του το είπα ποτέ. Να προλάβω μόνο. Δε με περιμένει. Τα ρούχα μου βρεγμένα, λασπωμένα. Τα μαλλιά μου ανάκατα στο πρόσωπό μου. Να φτάσω πριν ξημερώσει. Συγγραφέα, άσε την πένα στα χέρια μου. Μη γράφεις άλλο. Κράτα ζωντανούς και πεθαμένους μακριά. Περαστικούς και γνωστούς, μη μου φανερώσεις. Κράτα τον αέρα, κράτα τη βροχή κι άσε με να φτάσω. Βλέπω την πόρτα, βλέπω φως από το παράθυρο. Άσε με, την αγάπη που αρνιόμουνα να του χαρίσω. Δε θέλω πια να είμαι η Τζίλιαν που ζητούσε μόνο. Δεν μπορώ πια. Τι να τα κάνω όλα αυτά, δεν πήρα ούτε ενός λεπτού χαρά. Κράτα λιγο ακόμα την πένα σου στεγνή. Δεν τιμωρήθηκα αρκετά; Δυο βήματα κι έφτασα. Δυο βήματα και μπήκα. Άσε με, να τον ξυπνήσω με ένα φιλί.Του το χρωστάω. Κι ύστερα ξύπνα κι εσύ ανθρώπους, ζώα και στοιχειά, ο κόσμος αυτός τον δρόμο που ξέρει να συνεχίσει…

Το «Επτά για ένα μυστικό» είναι ένα βιβλίο απο τα παλιά που λείπει εδώ και καιρό από τα ράφια των βιβλιοπωλείων. Ευτυχώς, υπάρχει ακόμα σε παλαιοβιβλιοπωλεία και παζάρια. Ευτυχώς, υπάρχουν και καλοί φίλοι που στο εμπιστεύονται όπως ένα μικρό πανάκριβο διαμάντι, γιατί τέτοιο είναι. Γεμάτο φως. Γεμάτο δύναμη. Αναζητήστε το. Ψάξτε το παντού κι ακολουθήστε το μέχρι την τελευταία σελίδα, μέχρι την τελευταία λέξη γιατί το μυστικό του, είναι το δικό μας, από καιρό, ξεχασμένο μυστικό.