από την Αγγελική Κώττη //

Κόρη καλής οικογενείας, ενός ποιητή και μιας γιατρού, αριστερή, άνθρωπος με τεράστια αγάπη και ευαισθησίες. Γίνεται να σκοτώσει κάποιον; Κάτι έπρεπε να κάνει, όμως, η Έρη Ρίτσου εφόσον αποφάσισε να συγγράψει αστυνομικό μυθιστόρημα. Και επέλεξε έναν και νεκρό και δολοφονημένο για πρωταγωνιστή. Εχει σημασία αυτό που σας λέω, καθώς δικαιώνει απολύτως τον τίτλο του βιβλίου. Αλλά κωλύομαι να σας πω περισσότερα. Καταλαβαίνετε…

-Δεν θα κομίσω γλαύκα στην Αθήνα, λέγοντας πως η Έρη κληρονόμησε μέρος του ταλέντου της. Όχι πάντως μονάχα από τον πατέρα της, σπεύδω να προσθέσω, ενθυμούμενη τις γεμάτες ζωντάνια αφηγήσεις της μητέρας της Γαρυφαλλιώς Γεωργιάδου- Ρίτσου. Μπορεί η Φαλίτσα να σπούδασε ιατρική, και να της αφοσιώθηκε με ταλέντο και πάθος, είχε ωστόσο επίσης φιλολογικά ενδιαφέροντα.


Δεν θα ήταν της παρούσης να σταθούμε στο θέμα που μόλις έθιξα, αν δεν υπήρχε το θέμα της τόλμης που διέκρινε τον Γιάννη Ρίτσο και που κληροδοτήθηκε και στη μοναχοκόρη του. Ως προς τη δημιουργία του, εννοώ, ως προς τις μορφές που προσπαθούσε με μόχθο, ταλέντο και θέληση να σμιλεύσει και να απογειώσει, απογειώνοντας ταυτοχρόνως το έργο του. Θα σταθώ μόνο στα πεζογραφήματα «Εικονοστάσιο Ανωνύμων Αγίων» των οποίων η μορφή υπήρξε εξαιρετικά τολμηρή και πρωτοπόρα.

-Έχω βάσιμους λόγους να πιστεύω πως αυτή την τόλμη έχει και η Έρη Ρίτσου. Το αστυνομικό μυθιστόρημά της «Ο νεκρός δολοφονήθηκε» (εκδόσεις Κεδρος) είναι η απόδειξη, αφού έχει όλα τα στοιχεία και ενός καλού κλασικού μυθιστορήματος: γενική σύλληψη, που δεν εδράζεται μονάχα στο γεγονός του θανάτου, επιδέξια σφιχτή σκιαγράφηση των χαρακτήρων, αλλά και περιγραφή της περιρρέουσας ατμόσφαιρας του Σεπτεμβρίου 2015. Τότε που η κυβέρνηση ήθελε να ξαναλάβει λαϊκή εντολή πριν καταλάβει ο λαός πως το μνημόνιο είχε υπογραφεί ήδη. Δυστυχώς, τις μέρες αυτές, το δράμα επαναλαμβάνεται. Αλλά δεν είμαστε εδώ για πολιτικές αναλύσεις.

-Επειδή φυσικά πρέπει να κρατηθεί το μυστήριο του βιβλίου, δεν μπορώ και πάλι να πω πολλά. Όμως θα σας προτείνω, καθώς θα το διαβάζετε, να σταθείτε σε μερικές σκηνές, που θα σας επιβεβαιώσουν την κλασικότητα του μυθιστορήματος. Δύο μόνο θα αναφέρω. Τη σκηνή με την περιγραφή της φύσης του νησιού στο οποίο φτάνει με μετάθεση η αστυνομικός Μαρία Γεωργίου, πριν βουτήξει στη θάλασσα για κολύμπι. Καθώς η νεαρή γυναίκα παρουσιάζει τις μύχιες σκέψεις της, για όσα δύσκολα της έχουν συμβεί πριν από λίγο καιρό, αλλάζει η διάσταση του γραπτού.

Άλλη σκηνή που θα σας καταπλήξει είναι η περιγραφή της συζύγου του θύματος. Μέσα σε ελάχιστες φράσεις, η συγγραφέας πλάθει μπροστά μας ατόφιο έναν άνθρωπο που πριν δεν γνωρίζαμε, και μας κάνει να τον αντιπαθήσουμε κιόλας για τη φτήνια του και για τα τρομακτικά του «πιστεύω». Η εν λόγω είναι φασιστόμουτρο, όπως και ο σύζυγος. Ο τέως δηλαδή, αφού έχει πλέον ανακαλυφθεί νεκρός.

-Ας ξαναπιάσουμε λοιπόν τα πράγματα από την αρχή. «Ο νεκρός δολοφονήθηκε» είναι αστυνομικό μυθιστόρημα, το οποίο όμως τέμνεται και με το κλασικό, και έχει πολιτικό χρώμα. Όχι μόνο επειδή ο νεκρός ήταν φασίστας. Αλλά και επειδή από τις σελίδες και τις γραμμές του περνά όλη η πολιτική πραγματικότητα εκείνου του φθινοπώρου πριν από δύο χρόνια, με μορφή ημερολογιακής καταγραφής. Και τέλος, υπάρχει κάτι ακόμα, που κάνει τον αναγνώστη να το απολαμβάνει βαθύτερα: ωραίο, υποδόριο, ποιοτικό και πανταχού παρόν χιούμορ.


-Η πλοκή ξετυλίγεται σε ένα νησί, όπου όπως είπαμε, η 35χρονη αστυνομικός Μαρία Γεωργίου φτάνει με μετάθεση. Πιθανώς, για να μην πω προφανώς, πρόκειται για τη Σάμο, γενέθλιο τόπο της Έρης και τόπο κατοικίας της εδώ και πολύ καιρό. Μαζί με την κεντρική ιστορία, η συγγραφέας αναδεικνύει και τα προβλήματα που αντιμετωπίζει σήμερα η νησιωτική Ελλάδα της παραμεθορίου. Δεν λείπει θέμα της επικαιρότητας που να μην θίγεται: το προσφυγικό, το συνταξιοδοτικό, η νέα γενιά που μεταναστεύει, η θλίψη/ κατάθλιψη των ηλικιωμένων, η άνοδος του φασισμού, οι πρόσφυγες που φτάνουν θαλασσοδαρμένοι.
Όλα δείχνουν πως ήταν εμπρόθετη η χρήση των στοιχείων αυτών. Πολιτικό ον η συγγραφέας, δεν θα μπορούσε γράφοντας ένα μυθιστόρημα «επικαιρότητας» να αφήσει απέξω την κοινωνική και πολιτική επικαιρότητα. Επιλέγοντας να την κάνει το γαϊτανάκι στην σκηνή, επιλέγει έναν τρόπο να μιλήσει για όσα την απασχολούν χωρίς να κουράσει τον αναγνώστη. Τα προβλήματα παρουσιάζονται μέσα από διαλόγους των ανθρώπων που φαντάζουν εντελώς φυσικοί και αβίαστοι. Γιατί έτσι κι αλλιώς, για έναν άνθρωπο που ζει μέσα στην κοινωνία και όχι αποκομμένος, αποτελούν την καθημερινότητά του σε ένα παραμεθόριο νησί.

Αν θα μπορούσα να μιλήσω για μια ακόμα καινοτομία του βιβλίου, είναι πως πρόκειται για ένα κοινωνικό αλλά και πολιτικό μυθιστόρημα. Με την έννοια του πολιτικού που έδωσε στο αστυνομικό μυθιστόρημα ο μέγας μάστορας του είδους Ντάσιελ Χάμετ. Ο (και κομμουνιστής) Χάμετ, δεν ακολουθούσε τη συνταγή με τα αστυνομικά αινίγματα όπου ο πανέξυπνος ντετέκτιβ βρίσκει τον δολοφόνο. Δεν έγραφε για να περιγράψει την ανία της αστικής τάξης. Έγραφε, όπως κάνει σήμερα και η Έρη Ρίτσου, για να περιγράψει την κοινωνία γύρω του. Μέσα στην οποία είναι και οι κάθε λογής ήρωες της καθημερινότητας, όπως όμως και τα κοινωνικά αποβράσματα.

Ναι, αλλά τι γίνεται με την ίντριγκα και το σασπένς (βρείτε μου παρακαλώ ελληνικές αποδόσεις και θα τις υιοθετήσω) τα οποία πρέπει υποχρεωτικά να διαθέτει ένα αστυνομικό μυθιστόρημα; Πώς φανταστήκατε ότι μπορεί να μας άφησε παραπονεμένους η Έρη; Υπάρχουν σε αφθονία. Μέχρι την τελευταία στιγμή δεν θα έχετε καταλάβει ποιος είναι ο υπεύθυνος για τον θάνατο του δολοφονηθέντος. Εκεί που θα νομίζετε ότι τον πιάσατε, αυτός θα πετάει πουλί ανυπότακτο. Εδώ θα πηγαίνει το μυαλό σας, εκεί θα πηγαίνει το μυαλό σας, πουθενά δεν θα δικαιώνεστε. Αυτό είναι ταλέντο!

«Ο νεκρός δολοφονήθηκε» διαβάζεται απνευστί. Δεν περιέχει ούτε μισή σκηνή βίας, όπως ακριβώς συμβαίνει και με τις αρχαίες τραγωδίες και με τις ταινίες του Χίτσκοκ. Κι όμως, σε τραβά να πας παρακάτω γιατί έχει διαρκή ένταση, σαν παλμογράφος ενός κόσμου στον οποίο το κακό βρίσκει, καμιά φορά ό,τι του αξίζει. Χωρίς διδακτισμούς, τους οποίους η Έρη έχει εντέχνως και επαξίως αποφύγει ακόμα και στα παιδικά της.

 
*Το κείμενο είναι η ομιλία μου στην παρουσίαση του βιβλίου, που έγινε στον Ιανό, με συμμετοχή του συναδέλφου Νίκου Θρασυβούλου και, βεβαίως, της συγγραφέως.