από την Αγγελική Κώττη //

Το οικογενειακό επίθετο είναι διάσημο, και για τα τρία μέλη. Ο ποιητής Γιάννης Ρίτσος ήταν ο πατέρας. Η Φαλίτσα (Γαρυφαλιώ) Γεωργιάδου – Ρίτσου, η μητέρα, ήταν ο φύλακας άγγελος των παιδιών αλλά και των μεγάλων στη Σάμο. Διαπρεπής και περίφημη γιατρός και το ίδιο εξαιρετική ως άνθρωπος με τον σύντροφό της και το παιδί τους. Η Ερη Ρίτσου είναι επίσης «αυθύπαρκτη» στους αγώνες (πολλάκις υποψήφια βουλευτής του ΚΚΕ σε αναγνώριση της προσωπικότητάς της) και στα Γράμματα. Το τελευταίο της μυθιστόρημα «Κάτι κρέμεται εκεί ψηλά» κυκλοφορεί από τις εκδόσεις «Κέδρος» όπως και όλα τα βιβλία της. Αυτό υπήρξε η αφορμή για τη σημερινή μας συζήτηση. Μέρος της συνέντευξης δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα «Φιλελεύθερος».

-Δεύτερο αστυνομικό λοιπόν και, όπως δηλώνετε, τελευταίο. Γιατί όμως; Τι πρόβλημα έχετε με το να γράφετε αστυνομικά;

-Πρόβλημα δεν έχω αλλά μια που διαπίστωσα πως μπορώ να το κάνω και το έκανα, δεν με ενδιαφέρει να το συνεχίσω. Να πω την αλήθεια, βαριέμαι λιγάκι το γράψιμο ενώ λατρεύω το διάβασμα και μου είναι πολύ πιο βολικό και ευχάριστο και ξεκούραστο να διαβάζω αυτά που έχουν γράψει οι άλλοι. Επιπλέον, τα τελευταία χρόνια έχουμε πια μια τεράστια και αξιολογότατη παραγωγή αστυνομικών μυθιστορημάτων, οπότε ως αναγνώστης δεν θα έχω ποτέ έλλειψη αναγνωστικού υλικού.

-Θυμίζω πως πάμπολλοι συγγραφείς ανάλογων βιβλίων ανά τον κόσμο βρίσκουν τρόπο να «αναστήσουν» τον πρωταγωνιστή τους, ακόμα και αν τον έχουν πεθάνει. Σε σας, που η πρωταγωνίστρια αλλάζει επάγγελμα, αποκλείεται, μέσα από αυτό έστω, να επιστρέψει στην ενεργό δράση;

-Ναι, έχετε δίκιο και δεν είναι παράλογη η «νεκρανάσταση» των ηρώων. Γράφοντας, αγαπάς τον χαρακτήρα που έχεις φτιάξει και ακόμα κι όταν σε κουράσει το είδος, η αγάπη μένει. Για τούτο πολλές φορές ανατρέπονται οι σοβαρές αποφάσεις που έχεις πάρει, νοσταλγείς τον ήρωά σου, ο οποίος πιθανώς να έχει λείψει και στους αναγνώστες κι έτσι τον κατεβάζεις απ΄τα ουράνια και τον επαναφέρεις στην ενεργό δράση. Τι να πω; Για την ώρα σκοπεύω να αφήσω τη Μαρία Γεωργίου να απολαύσει την ησυχία της και την οικογενειακή της ευτυχία. Ας κρατήσω όμως και μια «πισινή» γιατί όπως λέει και ο Τζέημς Μποντ, «never say never».

-Εκτός από επαγγελματική αλλαγή, ανοίγεται και ένα παράθυρο για προσωπικές αλλαγές στη ζωή της Μαρίας. Μετά το παιδί, επιστρέφει στο νησί ο ωραίος γιατρός… Ποιο ρόλο παίζει στη ζωή μας ο έρωτας; Και τι θα αποκαλούσατε εσείς έρωτα;

-Ναι, έτσι είναι και αν υπήρχε περίπτωση να υπάρξει τρίτο βιβλίο, η Μαρία θα έδενε τη ζωή της με αυτήν του ωραίου γιατρού. Δεν είναι μόνο ο έρωτας, είναι και η συντροφικότητα που γεμίζει τις ζωές των ανθρώπων. Όσο για τον έρωτα, τα έχουν πει πολύ καλύτερα από μένα άλλοι: ο έρωτας είναι η αντίστασή μας στη φθορά και στο θάνατο.

-Ακολουθείτε τους κώδικες του αστυνομικού μυθιστορήματος, ωστόσο και το κλασικό μυθιστόρημα είναι παρόν. Πήγατε «πέρα» από το αστυνομικό γιατί και πώς;

-Ένα αστυνομικό βιβλίο για να έχει ενδιαφέρον πρέπει να ανοίγει πολλές προοπτικές και δρόμους σχετικά με το τι έχει συμβεί, για ποιο λόγο και ποιος το έκανε. Όσο περισσότερα είναι τα δεδομένα που έχει κανείς στη διάθεσή του, τόσο μεγαλύτερο το ενδιαφέρον και η περιέργεια, τόσο πιο έντονη η ανάγκη τού να ανακαλύψει ως αναγνώστης αν έχει μαντέψει σωστά, αν διαθέτει ικανότητες ντέτεκτιβ. Παράλληλα όμως αυτός που γράφει δεν μπορεί παρά να είναι επηρεασμένος από όλα τα διαβάσματά του. Και κανείς δεν διαβάζει μόνο αστυνομική λογοτεχνία, οπότε είναι λογικό, ακόμα και μέσα στους περιορισμούς που θέτει ο αστυνομικός μύθος, να υπεισέρχονται και στοιχεία από τη λογοτεχνία που έχει καταναλώσει ως αναγνώστης ο γράφων. Πραγματικά λοιπόν δεν νομίζω πως πήγα «πέρα» απ’ το αστυνομικό, έτσι όπως έχει διαμορφωθεί το αστυνομικό στις μέρες μας.

-(Κλασική ερώτηση). Γράφετε κάτι τώρα; Και τι;

-Είπα να κάνω τα πρεπά μου και να πάψω να γράφω με στυλό. Έγραφα λοιπόν στο κομπιούτερ αλλά ως τέλειος βλαξ στα τεχνολογικά, διέγραψα μια χαρά ό,τι έγραφα και τώρα πρέπει να καθίσω να το ξαναγράψω και είναι ό,τι πιο άχαρο, χώρια που έχεις πάντα την εντύπωση πως αυτό που χάθηκε ήταν το «καλό» και άντε τώρα να το επαναλάβεις. Για την ώρα λοιπόν το σκέφτομαι και κλαίω τη μοίρα μου που με έκανε τόσο άσχετη! Πάντως αν ξεπεράσω τον πόνο μου και στρωθώ, σίγουρα δεν θα είναι αστυνομικό το νέο μου πόνημα.

 

-Τα βιβλία που γράφετε, για μικρούς ή για μεγάλους, έχουν κάποιο κοινό άξονα; Ξεκινάτε από μια ανάγκη εσωτερική; Ή είναι, όπως η ίδια λέτε κάπου στο τελευταίο, «τρόπος για να ακονιστεί η φαντασία;»

-Όχι, δεν είναι εσωτερική ανάγκη το γράψιμο στην περίπτωσή μου. Απλώς μου έρχονται διάφορες ιστορίες στο μυαλό και άμα μου αρέσει αυτό που σκέφτομαι και δεν βαριέμαι να το καταγράψω, κάθομαι και το γράφω. Απλώς μου αρέσει οι ιστορίες μου, είτε είναι για παιδιά είτε είναι για ενήλικες, να έχουν μια «κεντρική ιδέα» που λέγαμε και στο σχολείο. Ας πούμε: Τα μυστικά στο βιβλίο για ενήλικες «Μυστικά και αποκαλύψεις». Ποια μυστικά εξομολογούμαστε, ποια κρατάμε για τον εαυτό μας, ποια έχοντας τα κρατήσει για τον εαυτό μας κατά βάθος θέλουμε κάποιος κάποτε να τα μάθει και για τούτο αφήνουμε κάποια ίχνη τους, ώστε να αποκαλυφθούν όταν εμείς μεν δεν θα είμαστε στη ζωή για να δεχτούμε την όποια κριτική αλλά, παράλληλα, θα μπορούν οι άλλοι να δουν μια πτυχή μας που κρατούσαμε μεν μυστική αλλά που δεν θελήσαμε ποτέ να εξαφανίσουμε. Ή στο βιβλίο για παιδιά «Η μαύρη πεταλούδα», το θέμα της διαφορετικότητας, του ξένου, του άγνωστου, που μας τρομάζει απλώς και μόνο λόγω της προκατάληψής μας απέναντι στο ξένο, το διαφορετικό το άγνωστο, και το πόσο ανόητο και επιζήμιο είναι να λειτουργούμε με προκαταλήψεις.

Η Έρη Ρίτσου με τον πατέρα της

-Οι γονείς σας ήταν αφοσιωμένοι άνθρωποι, προς την οικογένειά τους πρώτα, κι έπειτα και στην ιδεολογία τους αλλά και ο καθένας στο πεδίο του. Ο Γιάννης Ρίτσος στην ποίηση, η Φαλίτσα Γεωργιαδου- Ρίτσου στην ιατρική. Εσείς είστε αφοσιωμένη κάπου; Τι κρατάτε από εκείνους πιο βαθιά στην καρδιά σας;

-Κατά πως λένε, «μ’ όποιον δάσκαλο καθίσεις τέτοια γράμματα θα μάθεις», και ναι μεν τους δασκάλους μου δεν θα τους φτάσω γιατί ήταν δυο μοναδικοί άνθρωποι, αλλά προσπαθώ να πορεύομαι στη ζωή μου σύμφωνα με όσα μου έμαθαν. Δεν έχω την τύχη να έχω το ταλέντο του πατέρα μου και ούτε σπούδασα κάποια επιστήμη που να σε καλεί να ασκήσεις το επάγγελμά σου ως λειτούργημα όπως η μάνα μου, οπότε πραγματικά δεν μπορώ να ισχυριστώ πως είμαι αφοσιωμένη σε κάτι μεγάλο. Κάνω ό,τι μπορώ όμως για την οικογένειά μου, για τους γύρω μου και στο μέτρο που μπορώ για το «γενικό καλό». Από τους γονείς μου κρατάω τη βαθιά αγάπη που είχαν για τον άνθρωπο, όχι μόνο ως μια αφηρημένη έννοια αλλά ως οντότητες όλων αυτών με τους οποίους ήρθαν σε επαφή, και ήμουν τυχερή γιατί ως παιδί τους αυτή την αγάπη τη βίωσα όσο τους είχα στη ζωή μου, καθημερινά.

-Μικρές και μεγάλες υποθέσεις, μικρή και μεγάλη καθημερινότητα. Έχουμε να κάνουμε με υποθέσεις και καθημερινότητα που ξετυλίγονται σε ένα νησί και στην παραμεθόριο- ας μην μαρτυράτε τη Σάμο. Το ότι έχουν σχέσεις με την απέναντι ακτή, μιλά από μόνο του. Τι έμπνευση μπορεί να δώσει το «μικρότερο» σε έναν συγγραφέα; Πώς μπορεί να αναχθεί σε κύριο;

-Το «μικρότερο» είναι ο κόσμος του καθενός μας. Το μικρότερο αυτό, όμως, με τις προεκτάσεις του δίνει ουσιαστικά την εικόνα του ευρύτερου κόσμου. Τα προβλήματά μας, τόσο τα προσωπικά όσο και τα κοινωνικά είναι κοινά στους ανθρώπους. Θέλω να πω, παρόμοια προβλήματα αντιμετωπίζουμε όλοι είτε μένουμε σ΄ένα νησί, είτε στην ενδοχώρα, είτε σ’ ένα χωριό, σε μια πόλη ή στην πρωτεύουσα. Ίσως τα αντιμετωπίζουμε με διαφορετική ένταση, ίσως σε κάποιες περιπτώσεις να είναι περισσότερο ή λιγότερο πιεστικά, πάντως είναι σε γενικές γραμμές κοινά για όλους μας. Περιγράφοντας λοιπόν κανείς το χώρο του, τον μικρό του κόσμο, αν η περιγραφή του είναι αυθεντική, ειλικρινής, ρεαλιστική, αγγίζει και αυτούς που βρίσκονται έξω από τον κόσμο του αλλά που στην περιγραφή αναγνωρίζουν πράγματα, καταστάσεις και προβληματισμούς που απασχολούν και αυτούς τους ίδιους. Για τον καθένα μας, η καθημερινότητά του είναι το κύριο, έτσι κι αλλιώς, αφού αυτή είναι η ζωή του.

Η Έρη Ρίτσου με τη μητέρα της  Φαλίτσα (Γαρυφαλιώ) Γεωργιάδου – Ρίτσου στη Σάμο

-Έχετε ασχοληθεί και σε άλλα βιβλία σας με τη γενέτειρα. Τι είναι αυτό που σας ωθεί προς τα εκεί; Παιδικές μνήμες, ο χώρος που μιλά μέσα σας, κάτι άλλο; Επιστρέψατε εκεί ή επιλέξατε να ξαναπάτε για κάποιο χρονικό διάστημα;

-Και τα δύο που αναφέρετε, καθώς και η αγάπη μου για τον τόπο μου, καθώς και το γεγονός πως αισθάνομαι πιο άνετα να γράφω έχοντας ως χώρο δράσης ένα μέρος που το γνωρίζω καλά, το έχω ζήσει, έχω ζήσει την ιστορία του και έχω δει την εξέλιξή του και μπορώ πολύ πιο εύκολα να «δω» τους ήρωές μου να με συνοδεύουν κάνοντας βόλτα στον παραλιακό του Καρλοβάσου, από το να κάνουν βόλτα στο λιμάνι της Θεσσαλονίκης ή στην πλατεία Συντάγματος. Επέστρεψα και ελπίζω να τελευτήσω τον βίο μου εν Καρλοβασίοις. Είναι μεγάλη η χαρά μου για την επιστροφή αυτή και σε ό,τι με αφορά δεν έχω κανένα σκοπό να ξαναφύγω. Φυσικά ποτέ κανείς δεν μπορεί να ξέρει τι του επιφυλάσσει η μοίρα του. Μπορεί, ας πούμε, αν γίνω γιαγιά να πρέπει να εγκαταλείψω τον τόπο για να ασχοληθώ με τα εγγόνια μου!

Η σχέση της Έρης Ρίτσου με τη Σάμο είναι άρρηκτη

-Η ελληνική επαρχία με την ανθρωπιά της, αλλά και με τα κακά ενός μικρού τόπου. Πώς είναι σήμερα η Σάμος; Και πώς βιώνει την κρίση;

-Θα έλεγα μόνο με την ανθρωπιά της γιατί τα κακά ενός μικρού τόπου, τα βρίσκει κανείς και στις μεγάλες πόλεις, στις παρέες, στα μικρά «χωριά», στις νησίδες γνωστών και που κατασκευάζει κανείς στο περιβάλλον του στις μεγάλες πόλεις. Κουτσομπολιό, αντιπαλότητες, μικρότητες, αντιζηλίες βρίσκει κανείς παντού. Η ανθρωπιά όμως, το νοιάξιμο για τους γύρω, είναι νομίζω κυρίως χαρακτηριστικό της επαρχίας, όπου εξακολουθούν να υπάρχουν δεσμοί ανάμεσα στους ανθρώπους και όπου ο κοινωνικός ιστός δεν έχει διαλυθεί ακόμα. Η Σάμος είναι ένα νησί ακριτικό, όχι ιδιαίτερα τουριστικό, που αντιμετωπίζει την κρίση όπως όλη η χώρα. Βάλλεται ιδιαίτερα ο αγροτικός κόσμος που όσο πάει και συρρικνώνεται και τα φαινόμενα εγκατάλειψης γίνονται ολοένα και πιο φανερά σε ό,τι αφορά τις κρατικές δομές, ειδικά στο θέμα της υγείας. Το προσφυγικό παραμένει πάντα ένα μεγάλο πρόβλημα με τους τόσους ανθρώπους που έχουν εγκλωβιστεί στο νησί και μένουν στο Κέντρο Κράτησης μέσα σε συνθήκες δύσκολες και ακατάλληλες, χωρίς να έχουν καμιά προοπτική. Φυσικά η κατάσταση αυτή επηρεάζει και τον ντόπιο πληθυσμό και ενίοτε δημιουργούνται μικρές εντάσεις. Θα έλεγα πάντως πως για το θέμα των προσφύγων, οι Σαμιώτες και ειδικά οι Καρλοβασίτες, -μια που παρακολούθησα από κοντά τα γεγονότα-, έδειξαν και την ανθρωπιά τους και την αλληλεγγύη τους.

-Η χώρα ζει με το ρέμα πίσω και τον γκρεμό μπρος λέτε στο μυθιστόρημα. Πώς φτάσαμε ως εδώ;

-Ανεπαισθήτως και με «προσπάθειες» δεκαετιών από πλευράς των κυβερνώντων της άρχουσας τάξης. Και δεν μιλάω μόνο για το οικονομικό ξεπούλημα αλλά κυρίως για το κοινωνικό σμπαράλιασμα, το χτύπημα της παιδείας, την ηθική κατάπτωση, την υπονόμευση του συνδικαλισμού, τη διάβρωση του λαϊκού κινήματος, την προώθηση της απάθειας και της μοιρολατρίας, που επετεύχθησαν σιγά-σιγά και μεθοδευμένα, μέσω «σοσιαλιστικών» και μη διαδικασιών και life style προπαγάνδας.

-Ισχυρίστηκαν πως είναι μια αριστερή κυβέρνηση, αλλά γνωρίζουμε όλοι πως δεν είναι. Δεν τους ψηφίσατε, άρα, λογικά, δεν αισθάνεστε προδομένη ως αριστερή. Εξοργισμένη όμως μαζί τους που προσποιούνται πως είναι αριστεροί; Και με όσους τους ψήφισαν;

-Αυτοί κάνουν τη δουλειά τους και την κάνουν εξαιρετικά. Το εξοργιστικό δεν είναι πως προσποιούνται πως είναι αριστεροί. Αυτό ήταν βασική στρατηγική για να μαζέψουν ψήφους και αποτελεί το μόνο τους επιχείρημα που τους «διαφοροποιεί» από τους δεξιούς. Οπότε, απολύτως κατανοητό. Αυτό που είναι αδιανόητο είναι πως υπάρχουν άνθρωποι που ακόμα και τώρα δέχονται τον ισχυρισμό. Αυτό που με εκπλήσσει είναι η ευπιστία, η τύφλωση και η παντελής έλλειψη πολιτικής σκέψης από όσους ψηφοφόρους τους εξακολουθούν να καταπίνουν την αριστερή καραμέλα, δικαιολογώντας στρεψόδικα τα αδικαιολόγητα.

 

-Το παιδί σας δεν έχει- ακόμα- φύγει για το εξωτερικό. Σας πονά η μετανάστευση όλων των λαμπρών μυαλών μας;

-Πολύ σωστά θέσατε το «ακόμα» γιατί το να φύγει στο εξωτερικό και να μείνει εκεί και το δικό μου παιδί είναι μια πολύ ισχυρή πιθανότητα. Όλους μάς πονά να βλέπουμε το μέλλον της χώρας να χάνεται. Γιατί δεν είναι μόνο που μεταναστεύουν τα λαμπρά μυαλά, όπως είπατε, που για να φτάσουν να γίνουν «λαμπρά» οι οικογένειές τους μάτωσαν για να τα σπουδάσουν και τώρα εμείς οι φτωχοί τα παραδίδουμε έτοιμα σε χώρες που δεν ξόδεψαν μισό ευρώ για τη μόρφωσή τους την οποία θα καρπωθούν, είναι που μεταναστεύουν νέοι άνθρωποι από μια χώρα με την υπογεννητικότητα της Ελλάδας, και είναι που οι νέοι που μένουν δεν έχουν αντικειμενικά τη δυνατότητα δημιουργίας οικογένειας. Πεθαίνουμε δηλαδή ως πληθυσμός. Και αυτό είναι το πιο τραγικό απ’ όλα για μένα.

-Τι είναι αυτό που σας κάνει να ξεπερνάτε την τραγική κατάσταση στη χώρα και σας κινητοποιεί να συνεχίσετε να μάχεστε; Ποιος είναι ο δικός σας τρόπος αγώνα;

-Νομίζω πως όλοι μας έχουμε καταλήξει να χρησιμοποιούμε διάφορα τεχνάσματα για να μην παρανοήσουμε. «Είμαι ακόμα ζωντανός. Μμμ, καλό αυτό.» «Είδα μια όμορφη ανατολή». «Μπήκε η άνοιξη.» Και μετά ελπίζεις και λες «Δεν είναι δυνατόν, κάποια στιγμή θα πάρουμε χαμπάρι τι μας έχει πέσει στο κεφάλι και θα αντιδράσουμε.» Και τι σου μένει να κάνεις; Να μιλάς, να προσπαθείς να «ξεκουνήσεις» τον απέναντί σου, να συμμετέχεις σε όποια κινητοποίηση βρίσκεται απέναντι στη μαυρίλα. Βλέπω πως στην Αθήνα ο κόσμος κινητοποιείται για το θέμα των πλειστηριασμών, για παράδειγμα. Στην επαρχία είναι πιο δύσκολες οι κινητοποιήσεις, ωστόσο τα προβλήματα είναι πολλά και πάντα υπάρχουν δυνατότητες για δράσεις, για να απαιτήσει κανείς ένα γιατρό για το χωριό του όπου οι άνθρωποι έχουν αφεθεί στη μοίρα τους και στα βότανα ή να διαμαρτυρηθεί γιατί ο Δήμος που δεν έχει χρήματα να αντικαταστήσει τις καμένες λάμπες φωτισμού ξοδεύει για να αγοράσει τάμπλετ για τους δημοτικούς συμβούλους. Και για τα μικρά και για τα μεγάλα, προϋπόθεση είναι η συλλογική δράση. Ως μονάδες είμαστε ανίσχυροι, ως σύνολο έχουμε πολλές δυνατότητες, αρκεί να το συνειδητοποιήσουμε. Αυτός είναι ο μόνος τρόπος αγώνα που έχουμε: δράση από κοινού για τα κοινά προβλήματα που αντιμετωπίζουμε.