Από τον Μιχάλη Καφαντάρη //

….a true story

Μπορεί να είναι στο “Ελεφαντάκι”, στο “Εναλλάξ”, στο “Νταντά” ή σε όποιο άλλο νεοκλασικό στα Εξάρχεια και τη Νεάπολη με γύψινα διακοσμητικά σκατουλάκια στο ταβάνι και φτηνό ενοίκιο.

Τι σημασία έχει δηλαδή τι γράφει η μαρκίζα στην εξώπορτα; Έρχεσαι ή φεύγεις, ποτέ δεν την κοιτάς. Άσε που όλα έχουν κάπου σε μια γωνία ένα πορτραίτο του Μπόγκαρντ και της Μέριλιν, ζωγραφισμένα όνειρα με ιερογράφο, να σε κοιτάει κρεμασμένο στο ημίφως και μπερδεύεσαι.

-Γι’ αυτό σου λέω, γόμησε το όνομα. Λέγε “μπαρ” και έτσι ξέρεις πως είσαι μέρος της εξέλιξης, της νέας μόδας .

-Κατάλαβες πού πάει ε;

-Δεν ξέρω πότε σταμάτησαν να ζουν στις σπηλιές στον υπόλοιπο πλανήτη, εδώ πάντως μέχρι πριν λίγα χρόνια ακόμα οι πρωτόγονοι ζούσαν σκυφτοί στις μπουάτ κι άκουγαν “ο ένας ήταν Ιρλανδός …”, εσύ τώρα είσαι το επόμενο βήμα, σηκώθηκες κάπως στα πόδια σου, σαν αυτά τα δαρβινικά πινακάκια με τον καμπουριαστό πίθηκο που όσο προχωράει γίνεται άνθρωπος όρθιος, και πίνεις πλέον μπύρα όρθιος και εσύ ακουμπισμένος στην μπάρα κι ακούς από τα ηχεία του μαγαζιού σε κασέτα τους Ζέπελιν να κάνουνε χυλό την αμερικανική παραδοσιακή μουσική στο Φίσικαλ Γκράφιτι.

-Δεν έχει σημασία που έξω κοντεύουν να τους ξεχάσουν τους Ζέπελιν πια. Τα μπαρ στα Εξάρχεια άνοιξαν πρόσφατα, άρα και ό,τι μουσική ακούς εκεί μέσα, πρόσφατη είναι κι αυτή και εσύ μοντέρνος να παίρνεις επιτέλους το ροκ & ρολ μερίδιο που σου στέρησαν τα προηγούμενα χρόνια η Χούντα που λένε ή τίποτα τύψεις που πέταξε σαν προκηρύξεις το ΚΚΕ στο δρόμο ξέρω ‘γω και κόλλησαν για λίγο στο παπούτσι σου, αλλά η επανάσταση έγινε κράσπεδο πεζοδρομίου να σύρεις το παπούτσι σου και να ξεκολλήσει…

-Μια νύχτα το μπαρ ήταν γεμάτο από Επαρχιώτες της νέας εποχής κατά συνείδηση ή κατά επάγγελμα.

-Ήταν ένας ηθοποιός γνωστός με μαύρο παλτό εποχής κουμπωμένο μέχρι το πηγούνι, να περιφέρεται με σιωπηλό στόμφο (την είχε ψωνίσει απ’ ό,τι λένε με κάποιο ρόλο σε ταινία του Τάσιου) και να τρώει δούλεμα χοντρό από τους ρεμπεσκέδες.

merilin1-1

-Τα μισά τραπέζια στο βάθος τα ‘χαν πιάσει δυο-τρεις ροκεντρολάδες μουσικοί που έπαιζαν με φίρμες του ελαφρολαϊκού για το μεροκάματο και είχαν κάτι γκόμενες σε στιλάκι “Βίος βραχής, τέχνη μακρά” για παρέα. Είχαν μαζί και τον αλλοδαπό σαξοφωνίστα της Καραΐνδρου για πιο ιντερνάσιοναλ στιλάκι που ανέβαζε τις μετοχές τους στο χαρέμι, στους άλλους θαμώνες και τις προσδοκίες στον ιδιοκτήτη του μπαρ:

-“Πιο πριν ήμαστε με τον Διονύση τον Σαββόπουλο στο κέντρο, του είπα για το μαγαζί…”

-Πάνω στην μπάρα ακροβολισμένοι οι αδιόριστοι πτυχιούχοι και οι αιώνιοι φοιτητές και στη μέση γνωστός στη γύρα, συγγραφέας παύλα ποιητής παύλα καταστασιακός, να ορκίζεται ότι είδε τούμπανο στο ξύλο να τριγυρνάει λίγο πιο κάτω από την εξώπορτα του μπαρ ένα μέλος της ομάδας “Μπάντεν Μάινχοφ”“Μασάτε παπαριές για λευκά κελιά. Ρε είναι πράκτορες τα μουνόπανα, προδότες. Τους δίκασαν για τρομοκράτες για να δείξουν ότι έχουνε το πάνω χέρι οι Αμερικάνοι και μετά τους βγάλαν από τη φυλακή και τους έστειλαν να κάνουν τους τουρίστες στην Ευρώπη και να δίνουν κόσμο. Αλλά εδώ είναι Βαλκάνια, δεν το υπολόγισαν αυτό τα μουνόπανα…”

-Το μαγαζί ήταν γεμάτο βαβούρα, μουσική ροκ και ρολλ και βαβούρα, γέλια και συζητήσεις και μέσα στο μπούγιο κάτι παρατεταμένα “γκλιν-γκλιν” σαν να πέσαν κέρματα στο πάτωμα. Μετά ο ήχος έγινε πιο πυκνός και ξεκάθαρος. Από κάποιου την τσέπη έπεφταν κέρματα στο πάτωμα.

-Ακούγοντας τον ήχο, όσοι βρίσκονταν στο μπαρ, ιδιοκτήτης, γκαρσόνες και θαμώνες, σταμάτησαν την κουβέντα και σηκώθηκαν ασυναίσθητα για να τσεκάρουν την τσέπη τους για τρύπα ή το πάτωμα για να βρουν τα κέρματα που στο μεταξύ ξανακούστηκαν να πέφτουν από κάπου.

-Για λίγο, για πολύ λίγο, έμοιαζε σαν ολόκληρο το μπαρ να γύρισε το δαρβινικό πινακάκι της εξέλιξης προς τα πίσω. Ο όρθιος άνθρωπος πάλι καμπουριαστός πίθηκος να ψάχνει στα πατώματα για φραγκοδίφραγκα υπό το βλέμμα του Μπόγκαρτ και της Μέριλιν στο κάδρο.

 

-Γεια σας λιγούρια μου … ακούστηκε μια βροντερή φωνή.

-Γύρισαν όλοι. Στην πόρτα είδαν τον Νικόλα Άσιμο με τον χαπακωμένο σκύλο του συνοδεία και γεμάτες τις τσέπες με χούφτες πενηνταράκια που σε ανύποπτο χρόνο τα σκόρπισε μέσα στο μαγαζί. Έβγαλε άλλη μια χούφτα και άφησε ξανά τα πενηνταράκια να γλιστρήσουν από το χέρι του:

– Ζήτω η Επανάσταση μάγκες.