Γράφει η Σώτια Παπαμιχαήλ //

“Πες μου μια ιστορία…” όπως αυτές που ψιθύριζε ο Μάξιμος στην Ελένη μέσα στις σελίδες του τελευταίου βιβλίου της Ευγενίας Φακίνου, Νυχτερινή Ακρόαση, Εκδόσεις Καστανιώτη. Λέξεις κι εικόνες από μια άλλη ζωή, εκεί ανάμεσα στα σακιά τα γεμάτα με αλεύρι και τις κονσέρβες και τα αποξηραμένα χταποδάκια που περίμεναν λίγο νερό για να φουσκώσουν και να χορτάσουν τα αδειανά στομάχια. Εκεί στο αποθηκάκι του παλιού παντοπωλείου την ώρα που το υπόλοιπο χωριό κοιμόταν ύπνο γυμνό από όνειρα και ιστορίες.

Πες μου μια ιστορία για φαροφύλακες γενναίους και θάλασσες φουρτουνιασμένες. Για καράβια που χάνονται περιμένοντας ένα σινιάλο. Ένα φως. Και μη με αφήσεις να χαθώ όπως χάθηκε η Ελένη. Πόσο εύκολο να χαθείς; Να κουραστείς περιμένοντας. Η ζωή σα θάλασσα σε σπρώχνει στα βαθιά της. Μια σανίδα, μια οποιαδήποτε σανίδα μοιάζει σωτηρία. Μια θεία που ξέρει το καλό σου. Μια φίλη. Ένα πονόψυχο αφεντικό. Κι ο άντρας σου που δεν είναι δικός σου μα σε θέλει δική του γιατί ους ο Θεός συνέζευξεν άνθρωπος μη χωριζέτω. Ε, Ελένη; Και το καλό σου δε χωράει το όνειρο σου. Πολλή δουλειά, λίγη ζωή κι οι μέρες να περνάνε. Όπως, όπως. Με το βελόνι που σου βάλανε στο χέρι για να κερδίζεις με τον ιδρώτα τα προς το ζην. Με το ξεσκονόπανο για να παίρνεις τη σκόνη από τη σερβάντα που σου είπανε δικιά σου είναι. Με την κουτάλα πάνω από την κατσαρόλα για να χορταίνει το κενό. Τα χρόνια να περνάνε. Να κυλάνε στην άκρη του δρόμου μαζί με τα χρόνια των άλλων που περιμένουν μια ιστορία κι έναν Μάξιμο που δεν έρχεται.

Μη φεύγεις, πες μου μια ιστορία, πριν μου δώσεις το πρώτο φιλί. Τι νόημα έχει το φιλί χωρίς παραμύθι κι ας έχει και δράκους και κακούς και κλέφτες και ψεύτες και δειλούς. Με μια ιστορία της έκλεψε ο Μάξιμος το πρώτο φιλί. Με μια ιστορία της έκλεψε και το κλειδί της και το πήρε μαζί στο ταξίδι της φυγής του κι απέμεινε η Ελένη φυλακισμένη σε μια αναμονή κι ένα γιατί και μια ελπίδα που έγινε απόγνωση, θυμός κι ύστερα ένα αν κι ένα ίσως και μια εικόνα, μια μυρωδιά. Πολλές μυρωδιές και χρώματα. Πού πήγες Μάξιμε; Πού χάθηκες;

Λένε πως οι άνθρωποι που αγαπήθηκαν πολύ δε χάνονται. Μα πόσο είναι το πολύ; Και τι στα αλήθεια είναι η αγάπη; Κι αν είναι τόσο δυνατή πώς αφήνει τους ανθρώπους να ξεμακραίνουν; Τους δένει, λέει, μια αόρατη κλωστή κι ό,τι και να κάνουν όπου και να βρεθούν στο τέλος θα ανταμώσουν. Αν δεν ανταμώσουν δεν είναι το τέλος. Κι ως τότε όλα βάσανο και κόπος. Κι όλα στραβά τόσο που να μην ισιώνουν. Μα όταν έρθει το πλήρωμα του χρόνου η ζωή γίνεται γιορτή. Αλήθεια; Παραμύθια; Ίσως η Ελένη της Ευγενίας Φακίνου να ξέρει καλύτερα.

Πες μας μια ιστορία, Ελένη. Την ιστορία σου. Μίλησέ μας για όλα. Για το χωριό, για την αγάπη, τον αποχωρισμό. Τον πόνο, το ψέμα. Το ξεστράτισμα. Τη ζωή που δεν τσουλάει και σκαλώνει στην πρώτη λακκούβα. Πέστε μας μια ιστορία κυρία Ευγενία Φακίνου, με τη μαεστρία και την αγάπη που γλιστράει από την πένα σας και ρίξτε λίγη ζάχαρη στα σωθικά μας τούτες τις μαύρες μέρες. Πέστε μας μια ιστορία. Ένα παραμύθι. Ένα τραγούδι.

Υ.Γ. Η νυχτερινή ακρόαση διαβάζεται απνευστί. Της πάει πολύ το μελτέμι. Γυρίζει τις σελίδες με ρυθμό σχεδόν χορευτικό. Της πάει κι η νύχτα που μεγαλώνει γιατί η ακρόαση είναι νυχτερινή κι όσα λέγονται στο σκοτάδι είναι ιστορίες που παλεύουν για ένα καλό τέλος.