Από τον Μιχάλη Καφαντάρη //

Το πρώτο που αντιλαμβάνεσαι όταν πλησιάζεις είναι οι ευκάλυπτοι τριγύρω, από τους αμέτρητους που στέκονται φρουροί του αττικού τοπιού εδώ και περίπου 150 χρόνια, από τότε δηλαδή που τους έφερε στην Ελλάδα ο Σμυρνιός βοτανολόγος Γεώργιος Ορφανίδης. Σ’ αυτό ακριβώς το σημείο της ακτής Δηλαβέρη μετά το Τουρκολίμανο (Μικρολίμανο), που ο δρόμος ανοίγει ξαφνικά δίνοντάς σου για λίγο την εντύπωση πως βρίσκεσαι εκτός πόλης ή ίσως και εκτός του σήμερα, συναντάς την ταβέρνα “Ο ΣΗΦΗΣ” στην οδό Αθηνάς, στο νούμερο 25. Η εντυπωσιακή μοντερνιστική πρόσοψη του κτηρίου, με τα μάρμαρα, τις τεράστιες τζαμαρίες και το λιτό ημικυκλικό στέγαστρο, από τις πρώτες εφαρμογές οπλισμένου σκυροδέματος εκείνα τα χρονιά, στέκεται εδώ και 88 χρόνια, φρουρός της μνήμης μιας άλλης εποχής για τη γύρω περιοχή, που πέρασε μεν χωρίς επιστροφή, αλλά ευτυχώς αποτελεί και μέρος της οικογενειακής παράδοσης και μνήμης των σημερινών ιδιοκτητών της ταβέρνας, Δημήτρη και Κώστα Σκουνάκη.

– Δεν θυμόμαστε καν τα άλλα ονόματα που είχε η ταβέρνα κατά καιρούς, γιατί όλοι ανέφεραν το όνομα του πατέρα μας, “Πάμε στου Σκουνάκη, πάμε στου Σήφη”. Έτσι γύρω στο 2006 αποφασίσαμε να ονομάσουμε την ταβέρνα “Ο ΣΗΦΗΣ” και αυτό ήταν το σωστότερο. Η ταβέρνα άνοιξε το 1929 από τον πάππου μας τον Δημήτρη που ήρθε από τα Χανιά στην περιοχή στις αρχές του περασμένου αιώνα.

img_0624

 

-“Τι περιοχή θεωρείται εδώ;” ρωτάω το ένα από τα δύο αδέλφια που κάθεται απέναντί μου, στο τραπέζι του μαγαζιού, ενώ ο Κώστας ο άλλος αδελφός, έχει στο μεταξύ σηκωθεί για να μου φτιάξει ελληνικό καφέ στο καμινέτο (κάτι που σπανίζει στις σημερινές εποχές του εσπρέσο). Αν και γέννημα-θρέμμα της περιοχής ο Δημήτρης δεν το έχει ακόμα μέχρι σήμερα ξεκαθαρίσει: “Επειδή εδώ, όπως το πάρει κανείς, τελειώνει το Φάληρο και αρχίζει η Καστέλλα ή το αντίθετο, οι πιο παλιοί ονόμαζαν την περιοχή «Στο 17», γιατί εδώ έκανε στάση το συγκεκριμένο τραμ … ”

1-6

“Εδώ κάποτε στον Μεσοπόλεμο, η περιοχή ήταν ό,τι είναι η Εκάλη σήμερα φίλε μου” συμπληρώνει ο Κώστας που στο μεταξύ μού σερβίρει τον καφέ “Το Γκραν Οτέλ, η Ταραντέλα, το Θέατρο του Τσίλερ. Και εμείς σε φωτογραφίες τα έχουμε δει τα περισσότερα αφού μέχρι το ’70 γκρεμίστηκαν όλα. Ποιος μπορεί να ξεχάσει το θρυλικό ξενοδοχείο ΑΚΤΑΙΟΝ που κάποτε δέσποζε σε ολόκληρη την παραλία; Η ΜΕΓΑΛΗ ΒΡΕΤΑΝΙΑ στο Σύνταγμα μοιάζει με σταύλο μπροστά του. Δεν συμφωνείς;”

img_0626-1

Κοιτάω τη φωτογραφία του ΑΚΤΑΙΟΝ κρεμασμένη μαζί με δεκάδες ακόμα κάδρα αναμνήσεων, στον μακρόστενο τοίχο του μαγαζιού. Φωτίζονται σχεδόν κινηματογραφικά από τον ήλιο που αφήνουν να μπει χωρίς εμπόδια οι ψηλές τεράστιες τζαμαρίες. Μέσα στο μυαλό μου σχηματίζω εικόνες που φωτίζονται και αυτές με το ίδιο φως, καθώς τα δύο αδέλφια συνεχίζουν να μου διηγούνται την ιστορία του μαγαζιού:

– “Ο παππούς αρχικά είχε τα λουτρά δίπλα. Αντλούσε το θαλασσινό νερό, το ζέσταινε και έκανε διανομή σε ατομικές μπανιέρες. Έτσι, αυτή η αίθουσα που βρισκόμαστε λειτουργούσε σαν βοηθητικός χώρος. Σαν φουαγιέ ας πούμε για τους πελάτες, για ένα λικέρ, έναν καφέ, μια λεμονάδα. Στη διάρκεια του Β Παγκοσμίου Πολέμου ο παππούς Δημήτρης οργάνωνε συσσίτια μέσα στο μαγαζί και διέθεσε τις εγκαταστάσεις των λουτρών για τη διατήρηση της υγιεινής των κατοίκων της περιοχής. Μετά τον Πόλεμο τα λουτρά μπήκαν σε δεύτερη μοίρα, γιατί στο μεταξύ αναπτύχθηκαν και οργανωθήκαν οι γύρω παράλιες. Όλη η πρωτεύουσα ερχόταν καθημερινά για μπάνιο, κάτι σαν μίνι-διακοπές. Ετσι και το μαγαζί “πέρασε μπροστά” σαν ταβέρνα μέχρι που το ’66 περίπου φτιάχτηκε ο δρόμος και η περιοχή συνδέθηκε με το Τουρκολίμανο, οι παραλίες μπαζώθηκαν όπως το “νησί” ακριβώς απέναντι από την ταβέρνα που φτιαχτηκε και αυτο με μπάζα επι δημαρχίας Σκυλίτση και που πλέον το γνωρίζουμε ως “Δελφινάριο” (από τα δελφίνια που ο τότε δήμαρχος έφερε για ατραξιόν). Τότε ήταν που σταμάτησε οριστικά και η λειτούργια των λουτρών και έμεινε μονάχα η ταβέρνα”.

2-3

Από ένστικτο  ρώτησα τον Κώστα και τον Δημήτρη να μου αναφέρουν ίσως κάποια προσωπικότητα που έτυχε να κάτσει στην ταβέρνα, για να μάθω ότι τελικά στο πέρασμα του χρόνου τίμησαν το μαγαζί με την παρουσία τους πολλοί διάσημοι, όταν η έννοια της διασημότητας είχε ακόμα ένα άλλο βάρος στο μυαλό όλων μας. Μέσα σε όλους και ο ίδιος ο Ελευθέριος Βενιζέλος. Μεγάλοι λαϊκοί συνθέτες όπως ο Γιάννης Παπαϊωάννου – το τραγούδι που λέει “Καπετάν Αντρέα Ζέπο” γράφτηκε για έναν κάλο του φίλο ψαρά, που επίσης σύχναζε στην ταβέρνα, αλλά και σημαντικές μορφές συνεχιστές της παράδοσης του ρεμπέτικου όπως ο Ιορδάνης Τσομίδης, επίσης καλός φίλος του πατέρα Σήφη. Αστέρες του σινεμά της χρυσής δεκαετίας του ’60 που θα μας πάρει μια παράγραφο να τους αναφέρουμε όλους. Όσο για τους ποδοσφαιριστές μάλλον θα χρειαζόταν ξεχωριστό άρθρο. Ολόκληρη η ομάδα του Εθνικού. Ο θρυλικός Μουράτης που κάποια Χριστούγεννα έβαλε ολόκληρη την ταβέρνα να ξηλωθεί για έναν άστεγο που τριγυρνούσε απ’ έξω. Ο Μανταλόζος, ο Στέλιος και ο Ανδρέας Γαρύφαλλος – με τον Ανδρέα υπάρχει και οικογενειακή σχέση, οι Ανδριανόπουλοι του Ολυμπιακού που συνήθιζαν να λένε μάλιστα πως, όταν έρχονταν για θεραπείες στα λουτρά, ο παππούς Δημήτρης τούς κερνούσε πορτοκαλάδα όταν όλοι οι άλλοι τους θεωρούσαν ακόμα “αλήτες της αλάνας” …

2-4
Οι αδελφοί Κώστας και Δημήτρης Σκουνάκης

Όπως μου απαριθμούσαν τα ονόματα, μου ήρθαν στο μυαλό διαφορά γνωστά μαγαζιά, γεμάτα από φωτογραφίες διασήμων που τα έχουν επισκεφθεί. Κοίταξα πάλι τον τοίχο του καταστήματος. Κάποιες λιγοστές, κυρίως οικογενειακές, φωτογραφίες σε μια γωνία. Πουθενά κάποια προσπάθεια διαφήμισης της Ιστορίας, πουθενά ψευτορετρό πλασαρίσματα. Ο “Σήφης” είναι πάνω απ’ όλα ταβέρνα και όχι “ντεκόρ ταβέρνας” και οι αδελφοί Κώστας και Δημήτρης Σκουνάκης, η τρίτη πλέον γενιά ιδιοκτητών της, την διευθύνουν με μια σεμνότητα που ταιριάζει μόνο στα αυθεντικά στέκια και μια απλότητα που εκτιμούν τακτικοί θαμώνες όχι μόνο από τον Πειραιά άλλα από όλη την Αθήνα, που επίσης έρχονται στο μαγαζί για να δοκιμάσουν ή να πάρουν κρασί για το σπίτι καθώς το μέρος φημίζεται για το βαρελίσιο κρασί του. Τα δυο αδέλφια συνεχίζουν να παρασκευάζουν κρασί με τον ίδιο τρόπο που ξεκίνησε ο αδελφός του παππού τους, μια παραδοσιακή διαδικασία που έχει εκλείψει πλέον από τον Πειραιά. Σε τιμές που πραγματικά είναι δύσκολο να μην εκτιμήσεις, το κρασί συνοδεύεται με ψαρικά και κρέας ημέρας.

img_0625

Ο Δημήτρης και ο Κώστας σηκώνονται από το τραπέζι. Είναι πια αργά απόγευμα. Η ταβέρνα ανοίγει κάθε μέρα από τις δώδεκα το μεσημέρι μέχρι όσο πάει. Ο Δημήτρης καθαρίζει την κουζίνα από τα μαγειρέματα της ημέρας και την προετοιμάζει να είναι έτοιμη για τις παραγγελίες των βραδινών πελατών που σε λίγο θα αρχίσουν να φτάνουν. Σ’ αυτή την ίδια κουζίνα από το 2011 οι σπουδαστές του ΙΕΚ Πειραιά με ειδικότητα στη μαγειρική πραγματοποιούν κάθε εβδομάδα τα εργαστήριά τους.

Από τις τζαμαρίες μπαίνει τώρα και φωτίζει την ταβέρνα το φως από τις λάμπες της ΔΕΗ που έχει αρχίσει να απλώνεται στην περιοχή μέχρι τα απέναντι σπίτια που κρέμονται στον βράχο της Καστέλλας. Για λίγο και μέχρι να ανάψουν τα δικά του φώτα, το μαγαζί μέσα μοιάζει ένα με τον δρόμο, τα τραπέζια, ο ξυλόγλυπτος παλιός πάγκος, τα κάδρα, τα βαρέλια γίνονται ένα με το σημερινό μοντέρνο τοπίο, σαν να μην υπάρχουν τοίχοι.

Η ταβέρνα του ΣΗΦΗ συνεχίζει σταθερά στο σήμερα χωρίς να χρειάζεται να ξεχάσει το χτες. Τόσο απλά.