Από τον Μιχάλη Καφαντάρη //

Θέλω να σου πω ότι δεν ξέχασα όταν μου είπες πως η ωραιότερη γυναικά που συνάντησες ποτέ ήταν μια Πολωνέζα από το Γκντανσκ.

Πως πριν προλάβεις να την πλησιάσεις για να της δώσεις ένα λουλούδι, σε πλησίασε εκείνη και σου ζήτησε το μπλου τζιν που φόραγες για να πάει μαζί σου.

Πως τη μισή σχεδόν ζωή σου ντύθηκες με μπλου τζινς, που τα πέταγες δεμένα με σκοινί πίσω στον αφρό που έκανε η προπέλα του καραβιού για να πλυθούν και την άλλη μισή με μπλου τζιν που τα άφηνες δεμένα στο παράθυρο της νταλίκας από την πλευρά του συνοδηγού για να τα στεγνώσει ο αέρας της Εθνικής.

Πως τη μισή σου ζωή ταξίδεψες με φορτηγά πλοία και την άλλη μισή με φορτηγά νταλίκες. Βόλβο νταλίκες, ίδια μάρκα με το γκρι αμάξι που έκλεψες ένα βράδυ στα δεκάξι, στα Πατήσια, να πας βόλτα μέχρι την Κυψέλη.

Πως γι’ αυτό ο πατέρας σου σε παρέδωσε στην αστυνομία λίγες ώρες αργότερα για να σε σώσει από τον “στραβό δρόμο”.

Πως έκανες δυο χρόνια αναμορφωτήριο κουρεμένος γουλί και όταν βγήκες -και μαζί βγήκαν και τα μαλλιά σου- δεν τα άφησες ποτέ ξανά αχτένιστα.

Πως μια μέρα ακριβώς πριν να παρουσιαστείς στο στρατό, μπήκες σ’ενα ζαχαροπλαστείο κάπου κοντά στην πλατεία Αμερικής και έγινες στουπί από τα κονιάκ ολομόναχος χωρίς να αποχαιρετήσεις κανέναν, ούτε το σπίτι σου, που δεν το ξανάδες σχεδόν ποτέ.

Πως βρέθηκες, δύο χρόνια μετά, πρώτα στα μετόπισθεν του Βιετνάμ να φορτώνεις φέρετρα Αμερικανών στρατιωτών και ύστερα στην Αμερική, να κάνεις διάφορες δουλειές περνώντας τις Μεσοδυτικές Πολιτείες, με όλους τους τρόπους που μπορεί κάποιος να περιπλανηθεί σε αυτές, μέχρι που μπαρκάρισες στη Φλόριντα.

Πως σου έμεινε παράπονο που ένα από τα λίγα μέρη της Γης που δεν κατάφερες να δεις ήταν η Ανταρκτική.

Πως κατάφερες όμως και πήγες στη Γκρε’ι’σλαντ ενώ ο Έλβις ζούσε ακόμα. Είδες τον Έλβις να περπατάει. Δεν έτυχε να γνωρίσω κανέναν άλλον που το κατάφερε αυτό.

allvip.us elvis presley comeback special

Ακόμα δεν ξέχασα …

πως ήμουν τεσσάρων και τα μεγάφωνα στην αίθουσα υποδοχής του αεροδρομίου έπαιζαν το “Αλο – Πάπα – Τάγκο – Τσάρλι”, όταν ξεμπαρκάρισες μια για πάντα και ήρθες με αεροπλάνο από τη Σιγκαπούρη και πως μέχρι τα πέντε μου δεν έμπαινα μόνος μου στο σαλόνι του σπιτιού σου, γιατί φοβόμουν τη μαύρη πορσελάνινη προτομή του Έλβις, που έφερες από εκεί. Αυτή που έγραφε “68 καμπακ σπέσιαλ” στη βάση.

Που με έβαλες στα πόδια μιας Γερμανίδας σερβιτόρας, με τζιν σορτσάκι, καλοκαίρι στη Νυρεμβέργη, ίδια η ξαδέλφη των Ντιουξ και γέλασες λίγο που ντράπηκα γιατί ήμουν εφτά χρονών. Οι παιδοψυχολόγοι θα σε έκαιγαν σήμερα ζωντανό γι’ αυτό, όμως δεν μπορούν να καταλάβουν ότι στα εφτά μου χρόνια με θεωρούσες ισότιμο φίλο σου.

Που αναγκάστηκες να οδηγήσεις για πάνω από 1,5 χιλιόμετρο με την όπισθεν το φορτηγό, ανάμεσα σε στενά κανάλια, βράδυ στην Ολλανδία όταν πέσαμε σε χαμηλή γέφυρα.

Τους Ολλανδούς που βγήκαν από δεκάδες σπίτια, όταν τελικά τα κατάφερες και χειροκροτουσαν.

Τον Ινδιάνο από τη Βόρεια Αμερική που σε κέρδισε στο μπιλιάρδο στο Ρότερνταμ και είπες: “Ήταν σαν να προσπαθεί να τη βγει ο Τομ Τζόουνς στον Πρίσλεϊ ”

Όταν ξεμείναμε από ραδιοκασετόφωνο στη Δαλματία και με 6-7 αμερικάνικες λέξεις που ξέρεις όλες κι όλες, τραγούδησες το μισό ρεπερτόριο του Έλβις και το άλλο μισό του Τομ Τζοουνς, με το αριστερό χέρι βγαλμένο από το παράθυρο να κουνιέται ρυθμικά – καμιά φορά το κάνω κι εγώ τώρα που μεγάλωσα.

Πως σοβαρέψαμε απότομα όταν μας σταμάτησαν Γιουγκοσλάβοι αστυνομικοί λίγο πριν το Βελιγράδι, μου είπες να μη μιλάω έβγαλες ένα μπουκάλι ουίσκι και το ακούμπησες στο παρμπρίζ μαζί με 100 δηνάρια. Που μου έκλεισες το μάτι όταν οι αστυνομικοί τα πήραν χωρίς να ψάξουν την κουκέτα και έφυγαν.

Επίσης θυμάμαι τα καφέ δερμάτινα σακάκια που τα θεωρούσες πάντα πιο “μούρη” από τα μαύρα και το ένα και μοναδικό ελληνικό τραγούδι που σου αρέσει :

“Πήρα σαν ένα χωρατό, κυρά ζωή τα βάσανα … ”

Τώρα που ο γιατρός μας πήρε πιο εκεί και μας είπε χαμηλόφωνα ότι άρχισε η αντίστροφη μέτρηση για σένα, θέλω να σου πω, όσο είναι καιρός ακόμα, ότι θυμάμαι όλα αυτά για σένα και ακόμα περισσότερα και θα συνεχίσω να τα θυμάμαι για την ώρα που θα έρθει σε λίγο μοιραία και το νοσοκομείο θα γίνει πιο θλιβερό από ό,τι είναι και άνθρωποι, που ζουν μία και μοναδική μίζερη και καθώς πρέπει ζωή, θα πουν για σένα ότι η δικιά σου ζωή πήγε τσάμπα.

Εγώ όμως θα ξέρω πως δεν έζησες μόνο μία ζωή.

Έζησες δύο και τρεις ζωές.

Απλώς τις έζησες ταυτόχρονα.

https://www.youtube.com/watch?v=RyrXLXFd0N8