από τη Σώτια Παπαμιχαήλ //

Από το πρωί ψάχνω σε όλο το σπίτι το βιβλίο του Pino Cacoucci, Φρίντα Κάλο ¡Viva la vida! – εκδόσεις ΑΓΡΑ και δεν το βρίσκω. Το διάβασα εχθές, είναι όμως από αυτά που δεν τελειώνεις εύκολα μαζί τους. Μα πού το άφησα, επιτέλους;

«Μήπως είδες το καινούριο μου βιβλίο;»
«Ένα βιβλίο σου είναι πάνω στο γραφείο μου. Ωχ, ποια είναι αυτή;»
«Εκεί το είχα αφήσει; Η Φρίντα Κάλο είναι, σου έχω μιλήσει τόσες φορές. Δε θυμάσαι;»
«Αυτή είναι που σου αρέσει τόσο πολύ, βρε μαμά; Είναι πολύ παράξενη. Τι φρύδια είναι αυτά;»
«Δεν είναι φρύδια. Είναι τα φτερά της, με αυτά ζωγράφιζε. Φτερά μαύρου γλάρου.»
«Παραμύθια!»
«Όχι, αγόρι μου, δεν είναι παραμύθια. Η ζωή της είναι που για τους υπόλοιπους μοιάζει με παραμύθι.»
«Κι αν η ζωή της δεν ήταν αυτή που τόσες φορές μου έχεις διηγηθεί; Αν ήταν όλα αλλιώς δηλαδή, θα σου άρεσε το ίδιο; Αν δεν ήταν τόσο διάσημη θα την είχανε κάνει βιβλίο;»
Είπε και με άφησε με το βιβλίο στο χέρι, να κοιτάζω τη φωτογραφία της. Αλήθεια αν ήταν όλα αλλιώς, πώς θα ήταν Φρίντα; Ποια θα ήσουν;

-Αν η αρρώστια, πολιομυελίτιδα τη λένε, δε φώλιαζε στο κορμί σου εκεί λίγο πριν κλείσεις τα έξι σου χρόνια, αν δεν ροκάνιζε το πόδι σου αφήνοντας το, λίγο πιο κοντό, πιο μουδιασμένο, σίγουρα δε θα σε φώναζαν «Φρίντα η ξυλοπόδαρη» και έτσι δε θα έφτιαχνες τη δίκη σου έξοδο κινδύνου από τον κόσμο μας, με το δάχτυλο πάνω στο αχνισμένο από την ανάσα σου τζάμι. Δε θα είχες μάθει να φτιάχνεις τα δικά σου παραμύθια. Δε θα τα είχες ανάγκη και θα παράβγαινες με τα υπόλοιπα παιδιά της γειτονιάς στο τρέξιμο, στους δρόμους του Κογιοακάν και θα έβγαινες πρώτη. «Δεν ξαναπαίζουμε μαζί σου, όλο εσύ κερδίζεις» θα σου έλεγαν θυμωμένα. Μα και την επόμενη μέρα πάλι θα παίζατε όλοι μαζί. Έτσι είναι τα παιδιά.

-Αν δεν είχες γυρίσει πίσω να βρεις το καινούριο σου παρασόλι, δε θα είχες μπει σε εκείνο το λεωφορείο. Πλατεία Ζόκαλο. Λεωφόρος Τσίνγκο ντε Μάγιο. Δε θα είχες μάθει πώς είναι να φωλιάζει ο πόνος στο κορμί σου για πάντα, σπασμένα πλευρά, σπονδυλική στήλη, λεκάνη, κλείδα, βγαλμένος ώμος, ραγίσματα στο πόδι, νοσοκομεία, επεμβάσεις, φάρμακα, πολλά φάρμακα και μορφίνη κι αλκοόλ, πολύ αλκοόλ. Αν δεν είχε συγκρουστεί το τραμ που πετάχτηκε από τη γωνία της αγοράς του Σαν Χουάν με το δικό σου λεωφορείο, κι ο πόνος σου δεν είχε γίνει κραυγή κι ο χρόνος σου δεν είχε σταματήσει πάνω σε ένα ιδρωμένο κρεβάτι του νοσοκομείου Σαν Τζερόνιμο για μέρες, για μήνες, ίσως να μην είχες πάρει τα πινέλα σου για να κάνεις αυτόν τον πόνο χρώμα, πολύ χρώμα και γραμμές ευθείες και τεθλασμένες που σχημάτιζαν πάντα το πρόσωπό σου. Το όμορφο πρόσωπό σου, ήσουν δεν ήσουν δεκαοχτώ πια, που αν δεν είχες γυρίσει πίσω, θα ήξερε μόνο να γελά και να θυμώνει με τους άλλους, μα και με την αφεντιά σου. Μα να ξεχάσεις το καινούριο σου παρασόλι; Και σου άρεσε τόσο. Άντε, να βρεις άλλο τώρα.

Αχ, κι αν δεν είχες φτιάξει εκείνους τους πρώτους σου πίνακες στο ματωμένο σου κρεβάτι, ίσως να μην έβρισκες λόγο να τον πλησιάσεις, να του πεις: «Θέλω την ειλικρινή σου γνώμη» με τα χείλη και «Σε θέλω» με τα μάτια, με τα χέρια και με όλο σου το κορμί που πονούσε καθώς στεκόταν όρθιο μπροστά του. Αν δεν είχες βρει το κουράγιο με εκείνους τους πίνακες παραμάσχαλα να φτάσεις μέχρι την πόρτα του Ντιέγκο Ριβέρα, ίσως να μην είχε φωλιάσει ο έρωτας κάτω από το δέρμα σου, μέσα από τις πληγές σου. Αν δεν επέμενες τόσο, ίσως να μην είχες μάθει πώς είναι να φιλάς έναν χοντρό βάτραχο στα χείλη, πώς είναι να σε αγκαλιάζει και να σε σφίγγει και να σου ψιθυρίζει πόσο σε θέλει και πόσο μακριά σου δεν μπορεί κι ας τρύπωνε μόλις γύριζες την πλάτη σου, σε χίλιες δυο πρόθυμες αγκαλιές. Σαν τη δικιά σου καμιά, με ακούς Φρίντα, καμιά. Κι εσύ να τον ψάχνεις παντού, σε αγάπες άλλων, συντροφιές, μα να γυρίζεις πάντα πίσω. Πού αλλού να πας αφού μόνο αυτόν αγαπάς. Σκέψου, πόσους δε θα είχες γνωρίσει. Σίγουρα ούτε τον Τρότσκι, ούτε τον Μπρετόν. Πόσες σκέψεις, πόσες κουβέντες δε θα είχες κάνει ποτέ. Πόσα γλέντια, πόσα μεθύσια λιγότερα. Η επανάσταση πόσο στα αλήθεια θα σε συγκινούσε; ¡Viva la vida! φώναζες χορεύοντας πάνω στο χαλασμένο σου πόδι. Πες μου αν θα το φώναζες με τοσό πάθος, αν ήταν όλα αλλιώς. Και πώς αλλιώς δηλαδή; Ποια θα ήσουν σε αυτό το «αλλιώς Φρίντα»; Ποια θα ήθελες να ήσουν;
Ίσως απλώς να ήσουν η Μαγδαλένα Κάρμεν Φρίντα Κάλο Καλδερόν, κόρη του Γκιγιέρμο Κάλο και της Ματίλντης, ένα κορίτσι αγρίμι με παντελόνια, μπότες και δερμάτινο πανωφόρι. Έξυπνο, ταλαντούχο που θα είχε τελειώσει την Εscuela Preparatoria και θα είχε ζήσει έναν άγουρο έρωτα λίγο πριν το τέλος της εφηβείας με τον Αλεχάνδρο, τον επαναστάτη της γειτονιάς. Έναν έρωτα που θα είχε φέρει καρπό κοιλίας, πριν κλείσει τα δεκαοχτώ και γάμο στη συνέχεια και σπιτικό. «Μα πώς έγιναν όλα τόσο γρήγορα;» Είχε αλλιώτικα όνειρα αυτό το κορίτσι. Έλεγε πως ήθελε να γίνει γιατρός. Ίσως και να μην το ήθελε πολύ, τελικά. Η κοιλιά της θα άρχιζε να φουσκώνει και μαζί της θα άρχιζαν οι ανακατωσούρες κι οι ζαλάδες κι έτσι θα έμενε για μέρες στο κρεβάτι μέχρι «να ακούσει το παιδί». Μην ξέροντας λοιπόν να πλέκει, να κεντάει, για να σπρώξει τον χρόνο θα έπιανε κάτι πινέλα παρατημένα από το σχολείο και θα ζωγράφιζε το μωρό που περίμενε, άγγελο στρουμπουλό να κοιμάται σε ένα σύννεφο. Ο Αλεχάνδρο θα την κοιτούσε με θαυμασμό. «Τα καταφέρνεις κορίτσι μου. Να ζωγραφίσεις το δωμάτιο του αγοριού μας κι αν μας βγει ετούτο κορίτσι, μη στενοχωριέσαι δε θα πάει χαμένο το δωμάτιο, θα κάνουμε και δεύτερο και τρίτο.» Και θα ζωγράφιζε, χωρίς σταματημό, δωμάτια παιδικά και καμβάδες. Δεν της ταίριαζε άλλωστε το νοικοκυριό κι όλοι οι γνωστοί θα απορούσαν με τούτο το κορίτσι κι ίσως τότε κάποιος να το έλεγε μια μέρα στον Ντιέγκο Ριβέρα. «Την ξέρεις τη γυναικά του Αλεχάνδρο του ταχυδρόμου; Είναι περίπτωση, αντί να φτιάχνει ενχιλάδας και μπουρίτος, όλη μέρα παλεύει με τα πινέλα της. Βάζει, λέει, φτερά αγγέλων στα μωρά της. Ακούς πράγματα; Τυχερή που την αγάπησε ο Αλεχάνδρο κι έχει υπομονή και καρδιά μεγάλη, αν ήταν άλλος… Πέρνα, αν το θυμηθείς, από το σπίτι του Αλεχάνδρο. Θα τρίβεις τα μάτια σου, σου λέω..» Μα ο Ντιέγκο θα το ξεχνούσε. Σιγά μην δεν έδινε σημασία σε μια μάνα που όταν δε βύζαινε μωρά, μουτζούρωνε ταβάνια και πανιά. Καιρό όμως μετά, περνώντας τυχαία μπροστά από το Γαλάζιο Σπίτι θα την έβλεπε μέσα από το παράθυρο, ανεβασμένη σε σκάλα ψηλή να προσπαθεί να φτάσει το ταβάνι με ένα πινέλο στο χέρι. Δε θα μιλούσε για να μην την τρομάξει μα εκείνη θα ένιωθε τα μάτια του κι η σκάλα θα έτρεμε όπως κι εκείνη. «Πρόσεχε» θα της φώναζε. Η παραδουλεύτρα θα έτρεχε να την πιάσει με την κουτάλα στο χέρι. Στο τσακ θα γλίτωνε από τον πόνο, όχι όμως κι από τον έρωτα γιατί ο Ντιέγκο θα περνούσε ξανά και ξανά, με όλα τα χάδια του και με όλα τα φιλιά του «Σε θέλω Φρίντα». Κι ο έρωτάς τους θα την τρέλαινε που δεν μπορούσε να τον ζήσει όπως ήθελε, μάνα με τρία παιδιά, γυναίκα του Αλεχάνδρο μα πεινασμένη για το κορμί του Ντιέγκο της. «Ένα φιλί ακόμα, ένα φιλί και φεύγω» μα δε θα έφευγε ποτέ κι ας μάθαινε για τις χίλιες δυο αγκαλιές που τον κοίμιζαν τα βράδια κι ας δινόταν κι εκείνη στον Αλεχάνδρο άλλοτε με τα μάτια κλειστά ακίνητη πάνω στο κρεβάτι κι άλλοτε με λύσσα δαγκώνοντας τα σεντόνια για να μη φωνάξει «Ντιέγκοοοοοο». Το πρωί θα σκαρφάλωνε πάλι με τη σκάλα της, στο ταβάνι της κουζίνας. «Λείπουν δυο ερωδιοί και ένας ήλιος στη μέση». Χρόνια μετά θα έπαιρνε μέρος σε έναν διαγωνισμό γυναικών καλλιτεχνών της χώρας και θα κέρδιζε το πρώτο βραβείο. Ο Αλεχάνδρο θα καμάρωνε την ώρα που ο διάσημος Ντιέγκο Ριβέρα θα της απένειμε το χρυσό πινέλο. Θα έβγαζαν και αναμνηστική φωτογραφία. Ο Ντιέγκο την επόμενη μέρα, θα ζητούσε μια κόπια της, να τη βάλει πλάι στα πρωτοσέλιδα και τις άλλες φωτογραφίες του, στον τοίχο απέναντι από το κρεβάτι, για να την κοιτάζει κάθε βράδυ πριν κλείσει τα μάτια του. «Καληνύχτα, μικρή μου περιστέρα.»

-Δεν μπορώ ούτε καν να φανταστώ τι θα είχε γράψει ο Pino Cacoucci αν είχαν γίνει όλα αλλιώς. Αν θα ήθελε να γράψει για εκείνη την άλλη Φρίντα που ζωγράφιζε αγγέλους. Αν θα είχε ταξιδέψει ως το Μεξικό για χάρη της. Αν θα περνούσε μέρες και νύχτες στο δικό της σπίτι να αφουγκράζεται ξεχασμένους ήχους, να ψάχνει για αποτυπώματα στους τοίχους. Αν θα ξενυχτούσε με την εικόνα της.

-Στέκομαι ακόμα ακίνητη μπροστά στο γραφείο του γιου μου και ξαναδιαβάζω τον μονόλογο που έχτισε, λέξη-λέξη. Την ακούω να κλαίει, να φωνάζει να πονάει, να ζωγραφίζει, να αγαπάει σε κάθε σελίδα του. Τη βλέπω, τη νιώθω. Κολλάω το αυτί μου πάνω στις σελίδες. Δε θέλω να χάσω ούτε ψίθυρο. Μου άνοιξε τα φύλλα της καρδιάς της, ένα-ένα. Θέλω να της πιάσω το χέρι, να την κοιτάξω στα μάτια. Μα δε με αφήνει. Γυρνάει το πρόσωπό της από την άλλη. Το κρύβει μέσα στα χέρια της. Σηκώνεται. Ντύνεται. Φοράει έναν ζωγραφισμένο νάρθηκα και μαργαριταρένιο κολιέ και σκουλαρίκια και δαχτυλίδια. Ετοιμάζεται να φύγει. Κουράστηκε πια. Κουράστηκε να ζει κι αναχωρεί. Σίγουρα ο Cacoucci μόνο για αυτή τη Φρίντα μπορούσε να γράψει, αυτό το αριστούργημα. Και σίγουρα δε θα μπορούσε να είναι αλλιώς, αγόρι μου, ούτε για τη Φρίντα ούτε και για κανέναν άλλο από εμάς, ακόμα κι αν αυτό το «αλλιώς» υπόσχεται πάντα λιγότερο πόνο. ¡Viva la vida!