Του Νικηφόρου Γκολέμη //

Ανατρεπτική και… ιστορική η εβδομάδα που μας αφήνει, με το αποτέλεσμα των αμερικανικών εκλογών να στέλνει τον Ντόναλντ Τραμπ στον Λευκό Οίκο και τα προγνωστικά… αδιάβαστα. Δια του λόγου το ασφαλές βέβαια, η παρούσα στήλη την προηγούμενη εβδομάδα είχε μεν προβλέψει αμφίρροπη αναμέτρηση, αλλά είχε δώσει βραχεία κεφαλή στη Χίλαρι Κλίντον. Οπότε, να τα λέμε όλα, γιατί συνήθως, όταν κάποιος κάνει μια πρόβλεψη, αρέσκεται να την επαναφέρει στη μνήμη των υπολοίπων μόνο εάν εκείνη επαληθευθεί, γεγονός που της αφαιρεί a priori το… ρίσκο της αποτυχίας. Καλό είναι λοιπόν να θυμόμαστε ότι η πρόβλεψη δεν είναι μια κατάσταση «Win-No Lose»

Όπως είπαμε και μέσα στην εβδομάδα, ο Ντόναλντ Τραμπ εκλέχθηκε πρόεδρος κόντρα σε όλους και σε όλα, διότι πολύ απλά κατάφερε να περάσει το οικονομικό του μήνυμα στον μέσο Αμερικανό. Αντιθέτως, η ταυτισμένη με τα λόμπι της Ουάσινγκτον Κλίντον, δεν ήταν σε θέση να ακολουθήσει σε αυτόν τον ρυθμό, γι’ αυτό και προσπάθησε να θέσει στο επίκεντρο της εκστρατείας της άλλα ζητήματα, δευτερευούσης σημασίας. H απόπειρα μεταβολής της ατζέντας δεν αποδείχθηκε επαρκής για να «κρύψει κάτω από το χαλί» την απόλυτη διάσταση των συμφερόντων που η Κλίντον εκπροσωπούσε με αυτά των μικρομεσαίων τάξεων.

-Η Κλίντον δεν έχασε όμως μόνο επειδή απέτυχε να δώσει κάποιο φιλολαϊκό οικονομικό στίγμα. Έχασε και από το ισχύον εκλογικό σύστημα των Ηνωμένων Πολιτειών, αφού τελικά κατάφερε να κερδίσει το popular vote, χάνοντας όμως τη μάχη των εκλεκτορικών ψήφων. Ανάλογη τύχη είχε και ο Αλ Γκορ το 2000, όταν έχασε με παρόμοιο (και αρκετά πιο επεισοδειακό) τρόπο από τον Τζορτζ Μπους. Το σύστημα λοιπόν του «the winner takes it all» μοιραία γεννά ερωτήματα σχετικά με την ποιότητα της δημοκρατίας στην άλλη πλευρά του Ατλαντικού.

-Ερωτήματα απολύτως δικαιολογημένα, αφού το ισχύον σύστημα επιτρέπει δυνητικά στον δεύτερο σε προτίμηση μεταξύ του συνόλου των ψηφοφόρων να γίνει πρόεδρος της χώρας, παραβιάζοντας έτσι την αρχή της πλειοψηφίας. Αλήθεια, σε ποια δημοκρατική έκφανση νοείται η πραγματοποίηση της βούλησης της… μειοψηφίας ενάντια σε αυτήν της πλειοψηφίας; Αν πάμε μάλιστα και ένα βήμα παραπέρα, θα δούμε ότι το «the winner takes it all» εξαναγκάζει τον ψηφοφόρο να λάβει μια απόφαση που δεν θα έπαιρνε αν το πολιτικό πλαίσιο ήταν διαφορετικά ορισμένο. Ο εξαναγκασμός αυτός έχει να κάνει με τον μονόδρομο της στροφής στα δύο μεγάλα κόμματα. Διότι κάθε ψήφος σε τρίτο υποψήφιο είναι εξ ορισμού καταδικασμένη, αφού πολύ δύσκολα ο υποψήφιος αυτός θα καταφέρει να κατακτήσει την πρώτη θέση σε κάποια πολιτεία και να λάβει έτσι κάποιες εκλεκτορικές ψήφους. Ψήφος που δεν θα εθεωρείτο «χαμένη», εάν υπήρχε μια αναλογική διανομή των εκλεκτόρων. Με αυτόν τον τρόπο, ακόμα και οι πιο αδύναμοι υποψήφιοι θα μπορούσαν να εξελιχθούν σε ρυθμιστές, εάν λάμβαναν τους –ελάχιστους μεν, καθοριστικούς δε- εκλέκτορες που τους αναλογούσαν. Με τα ισχύοντα δεδομένα, η «third-party vote» όχι μόνο θεωρείται «χαμένη ψήφος», αλλά… ψέγεται και από τους υποστηρικτές της Κλίντον ως (συν)υπέυθυνη για την επικράτηση του Τραμπ. Αλήθεια, σε ποια δημοκρατία νοείται η ύπαρξη «χαμένης ψήφου»; Και ακόμα χειρότερα, σε ποια δημοκρατία… κατηγορείται (!) ψηφοφόρος, επειδή έδωσε την ψήφο αυτή;

-Πέρα λοιπόν από τα εμφανή δημοκρατικά προβλήματα του εκλογικού συστήματος, το αποτέλεσμα παραμένει ως έχει και η νίκη του Τραμπ αποτελεί μια ισχυρή δοκιμασία για τον υπόλοιπο κόσμο, αφού θα κληθεί να αντιμετωπίσει έναν ιδιόρρυθμο ηγέτη, τις προθέσεις, τους συνεργάτες και την πολιτική κατεύθυνση του οποίου δεν γνωρίζει. Σε κάθε περίπτωση, αν ψάχνετε κάποιον που… έπαιξε και έχασε, θα τον βρείτε εύκολα στην ελληνική κυβέρνηση, η οποία πόνταρε πολλά στην επίσκεψη Ομπάμα, σε συνδυασμό με την επικράτηση της Κλίντον. Πλέον, η επίσκεψη Ομπάμα λαμβάνει καθαρά συμβολικό χαρακτήρα, αφού ενδεχόμενη δήλωση του Προέδρου των ΗΠΑ σχετικά με το χρέος ή τυχόν υποστήριξή του σε οποιαδήποτε ελληνική θέση είναι μετά την εκλογή Τραμπ κενό γράμμα. Και μιας και πιάσαμε τα ελληνικά συμφέροντα, θα έχει μεγάλο ενδιαφέρον η στάση των διαφόρων ένθερμων εν Ελλάδι υποστηρικτών του Τραμπ (οι οποίοι τάσσονταν υπέρ της υποψηφιότητάς του, καθότι εκτιμούσαν ότι ο νεοεκλεγείς πρόεδρος υποστηρίζει (;) τις ελληνικές θέσεις), μετά το τηλεφώνημα αλληλοθαυμασμού Τραμπ-Ερντογάν και τις εισηγήσεις συνεργατών του Τραμπ υπέρ της έκδοσης Γκιουλέν στην Τουρκία. Για πόσον καιρό ακόμα ένα διόλου ευκαταφρόνητο κομμάτι της κοινωνίας θα αναζητά τη σωτηρία του, περιμένοντας τους βαρβάρους; Και για πόσον καιρό ακόμα θα αδυνατεί να κατανοήσει ότι η εξωτερική πολιτική μιας υπερδύναμης δεν είναι κάτι που μεταβάλλεται από τη μια μέρα στην άλλη, αλλά κάτι προκαθορισμένο, ώστε να μην αλλάζει ρότα, κάθε φορά που αλλάζουν τα πρόσωπα.

trump-the-winner