Του Δημήτρη Ντάσκα //

Μετάφραση Γιούλα Καφετζή //

Γνωρίστηκα με την Ελληνογαλλίδα συγγραφέα Συπρίς Κωφίδη το 2014, στο πλαίσιο ενός αφιερώματος στο Γρηγόρη Λαμπράκη, στην πόλη Τουρ της Γαλλίας. Η βαθιά πολιτική της σκέψη, η ποιητική της ματιά απέναντι στον κόσμο, και το ενδιαφέρον της για όλα τα πράγματα που θα μπορούσαν να αποτελέσουν γέφυρες ανάμεσα στις δυο της πατρίδες, τη Γαλλία και την Ελλάδα, ήταν μερικά μόνο από τα χαρακτηριστικά που εκτίμησα αμέσως. Αργότερα, μια φίλη και συνεργάτιδα στη Γαλλία, η Vicky Haut μου πρότεινε να σκηνοθετήσω το βιβλίο της Συπρίς Κωφίδη Το παιδί από την Τραπεζούντα. Πρόσφατα μάλιστα, ολοκληρώσαμε τη θεατρική προσαρμογή του βιβλίου.Παράλληλα, προέκυψε και η πρόταση για τη μετάφραση του βιβλίου στα ελληνικά. Η ταυτόχρονη διπλή εργασία πάνω στο ίδιο κείμενο (θεατρική απόδοση στα γαλλικά και μετάφραση στα ελληνικά) με βοήθησε να εμβαθύνω ακόμα περισσότερο στο κείμενο.

Η Συπρίς έχει τη σπάνια ικανότητα να ωθεί τους συνεργάτες της στο καλύτερο δυνατό αποτέλεσμα, με επιμονή αλλά και ευγένεια, χωρίς να περιορίζει ποτέ τη δημιουργικότητα των ανθρώπων με τους οποίους έχει επιλέξει να δουλέψει. Η γενναιοδωρία με την οποία μου εμπιστεύτηκε αυτό το τόσο προσωπικό της κείμενο είναι πέρα από συγκινητική. Το βιβλίο της Το παιδί από την Τραπεζούντα θα κυκλοφορήσει στα ελληνικά το 2018 από τις εκδόσεις Τσουκάτου. Η επερχόμενη αυτή έκδοση είναι και η αφορμή για μια συζήτηση μαζί της.

-Τι κάνατε πριν από τη συνάντησή μας;

-Σταμάτησα σ’ ένα καφέ. Καθισμένη κοντά στο τζάμι απολάμβανα έναν εσπρέσο. Τέσσερις-πέντε άνδρες κοιτούσαν στην τηλεόραση μία ιπποδρομία, ο παρουσιαστής φώναζε όσο πιο δυνατά μπορούσε, δυο γυναίκες συζητούσαν, φανερά χαρούμενες που συναντήθηκαν, ένα νεαρό ζευγάρι αντάλλασσε λέξεις και φιλιά…. Αγαπώ τα καφέ, τους ήχους τους, τις μυρωδιές τους, την κίνηση, μια ατμόσφαιρα που σε δένει με τη ζωή.

-Είχατε σκεφθεί ότι το βιβλίο σας θα γινόταν ένα θεατρικό έργο;

-Το είχα σκεφθεί αλλά σαν ένα μακρινό όνειρο, σαν κάτι το πιθανό. Γιατί ο Τηλέμαχος, το κεντρικό πρόσωπο, βρίσκεται σ’ ένα δωμάτιο νοσοκομείου, το οποίο θα γίνει ένα είδος Αρχαίας Αγοράς, και τα πρόσωπα, νεότατα ή ήδη ηλικιωμένα, άνδρες και γυναίκες, εμφανίζονται και καταθέτουν ο ένας μετά τον άλλον τις μαρτυρίες τους γύρω από μια παρελθοντική ή τωρινή κατάσταση, σαν πάνω σε μια σκηνή θεάτρου. Μιλάνε για την Τραπεζούντα, για την παιδική τους ηλικία στην Ελλάδα και κάπου-κάπου για την σημερινή Ελλάδα. Αυτή η θεατρική πλευρά του διηγήματός μου μου υπογραμμίσθηκε από πολλούς αναγνώστες.

Αλλά όταν ένα διπλό πρότζεκτ σχηματοποιείται –διπλό διότι υπάρχει η θεατρική διασκευή αλλά και η μετάφραση στην ελληνική γλώσσα – αυτό είναι πια μαγικό.

– Πώς διαλέξατε τα πρόσωπα του τελευταίου σας βιβλίου;

-Είναι κάτι ιδιαίτερο, δεν μπορώ να πω «διάλεξα». Έγραψα αυτό το βιβλίο σε διάφορα στάδια. Η πρώτη φάση είναι μαρτυρία… Πραγματικά ο πατέρας μου, που τον έλεγαν Τηλέμαχο, ήταν στο νοσοκομείο. Μετά από μία τηλεφωνική συνομιλία πολύ σύντομη, όπως πάντα, όπου κανείς δε λέει αυτό που θα ήθελε να πει, εγώ γράφω, του γράφω. Ανησυχίες – πώς πέρασες τη νύχτα σου; Πόσες νύχτες θα μείνεις ακόμα; Και κάτι σαν ποιήματα-προσευχές. O πατέρας μου «έφυγε» και το σημειωματάριο έκλεισε…..

Μετά, έρχεται το έτος 2009 όπου η Ελλάδα μπαίνει στη φάση της ύφεσης, οι μήνες περνούν και η κρίση όχι μόνο δεν υποχωρεί αλλά οξύνεται. Και τότε μέσα στις οικογένειες, μέσα στη δική μου οικογένεια, στο δρόμο, στα μαγαζιά, καταφθάνουν ανησυχητικά νέα, ένας ξάδελφος 52 χρονών, καθηγητής, χάνει τη δουλειά του, του το ανακοινώνουν μερικές μέρες πριν την επιστροφή στα σχολεία (μετά τις καλοκαιρινές διακοπές), με τον ίδιο τρόπο απολύονται δύο χιλιάδες υπάλληλοι και τα σχέδια λιτότητας καταπνίγουν τους ΄Ελληνες.

Και τότε νιώθω καινούργια ανάγκη να γράψω, οι αναμνήσεις των οικογενειακών βιωμάτων με πλημμυρίζουν, η βία της απώλειας με τη μεγάλη καταστροφή του 1922, όταν οι ελληνικές οικογένειες εκδιώχθηκαν πεταμένες σ’ ένα καράβι για την Ελλάδα, αφήνοντας τα πάντα πίσω τους για πάντα….Τ’αδέρφια του, η αδερφή του, ξαδέρφια, γνωστοί και άγνωστοι, θα έλθουν για να καταθέσουν τις μαρτυρίες τους για τη μετανάστευση, για το ξαναχτίσιμο της ζωής, για τις δοκιμασίες και τις χαρές. Αυτά τα πρόσωπα επιβλήθηκαν φυσικά.

– Τι σημαίνει για σας η λέξη ρίζα;

-Η λέξη ρίζα είναι μια λέξη που με αγγίζει βαθιά. Είμαι γεννημένη στη Γαλλία από πατέρα Έλληνα και μητέρα Γαλλίδα. Ο πατέρας μου δεν μιλούσε για την Ελλάδα ή μιλούσε πολύ λίγο. Αλλά η Ελλάδα μιλούσε μέσα του… κάθε στιγμή, με την προφορά του, που την κράτησε έτσι βαριά μέχρι το τέλος της ζωής του. Για μένα ήταν σημαντικό να ξαναγυρίσω στην καταγωγή, να βάλω λέξεις, εικόνες αλλά και χρώματα και μυρωδιές σ’ αυτή την άλλη χώρα που λεγόταν Ελλάδα. Όμως πάνε πάνω από τριάντα χρόνια που έμαθα κατά τη διάρκεια μιας ήρεμης συζήτησης ότι ο πατέρας μου δεν ήταν γεννημένος στην Ελλάδα αλλά στην Τουρκία, πολύ μακριά, στην Τραπεζούντα, στις ακτές της Μαύρης Θάλασσας….. Αυτό είναι μια άλλη εμπειρία σαν να φεύγει το έδαφος κάτω από τα πόδια μου, το τοπίο σκουραίνει, οι ρίζες ξεφεύγουν. Δεν υπάρχει μία μόνο πατρίδα, μία μόνο γλώσσα, ξέρω πια ότι δεν θα φθάσω στην καταγωγή μου, τα μνημεία των προγόνων είναι διάσπαρτα σε πολλές χώρες, δε θα μάθω. Το αποδέχομαι, η αναζήτηση μετατοπίζεται. Η ελάχιστη κατάδυση στα βιβλία της ιστορίας αρκεί για να αποκτήσει κανείς συνείδηση ότι οι μεταναστεύσεις συμβαίνουν παντού και σε όλες τις εποχές, ότι οι ρίζες είναι ανακατεμένες. Όταν οι αναστατώσεις της ιστορίας είναι πολύ δυνατές, αυτές οι ρίζες εσωτερικεύονται.΄Ισως να μην έχουμε άλλη επιλογή από το να τις αισθανθούμε μέσα μας, αποτελούμαστε από ρίζες. Τελικά, βαθαίνοντας όσο γίνεται στην προσωπική και οικογενειακή σημασία της λέξης, συναντάμε το πανανθρώπινο, το ανθρώπινο. Αυτή η λέξη «ρίζα» προκαλεί μέσα μου μια διπλή κίνηση, εσωτερική και εξωτερική. Είναι ένα ταξίδι.

-Πολλοί υποστηρίζουν ότι η πολιτική του προέδρου Μακρόν θα μπορούσε να είναι η ιδανική απάντηση ενάντια στην άνοδο της ακροδεξιάς στην Ευρώπη. Συμμερίζεστε αυτή την άποψη;

-Η πολυπλοκότητα των γεγονότων δυσκολεύει την κατάληξη σε «ιδανικές» απαντήσεις. Είναι αλήθεια ότι μια πολιτική στην Ευρώπη ανοιχτή σε μια ομοσπονδιακή επιλογή δημιουργεί ένα φράγμα σ’ αυτούς που καλλιεργούν την ιδέα του προστατευτισμού και της κυριαρχίας αλλά παράγει επίσης και τα αντίθετα αποτελέσματα. Αν η άκρα φιλελεύθερη πολιτική συνίσταται στο να αφήνει την οικονομία να διατηρεί τις κοινωνικές ανισότητες και μάλιστα να τις μεγεθύνει, ανοίγει ένα χώρο στους λαϊκιστές, για τους οποίους τότε θα είναι εύκολο να προωθηθούν στο προσκήνιο ως οι υπερασπιστές των δικαιωμάτων και να χαρακτηρίσουν “τον άλλο” ως ένοχο.

Η βαθύτερη σκέψη μου είναι ότι η άνοδος της άκρας δεξιάς δοκιμάζει τη σύνδεσή μας με τη μνήμη, με τον αγώνα για μία αφήγηση του παρελθόντος γεμάτη σεβασμό στα γεγονότα, με τη σχέση μας με τη διαφορετικότητα. Με τι βλέμμα αντικρίζουμε τον άλλο, τον ξένο, το μετανάστη, τον ανάπηρο; Τι γίνεται με την υπεράσπιση των αξιών της ελευθερίας, της αλληλεγγύης και της μετάδοσής τους μέσα στην εκπαίδευση;

-Ο τρόπος γραψίματος βιβλίων έχει αλλάξει. Η σχέση μας με το χαρτί ανήκει στο παρελθόν. Ο τρόπος ανάγνωσης έχει επίσης αλλάξει;

-Γράφουμε σήμερα κατευθείαν στον υπολογιστή και διαβάζουμε στην οθόνη. Είναι όντως ένας άλλος τρόπος ανάγνωσης, όπου επικεντρώνεσαι σ’ ένα θέμα και ταυτόχρονα παρασύρεσαι από άλλα σαν ένα είδος μόνιμης προτροπής για σύγχυση. Και όταν εμβαθύνει κανείς σ’ ένα άρθρο, θα είναι τα πολυάριθμα διακειμενικά λινκς που θα γαργαλήσουν την περιέργεια του αναγνώστη και θα τον οδηγήσουν σε νέες εμβαθύνσεις, και όλα αυτά συγχρόνως οδηγούν σε μια υπερδραστηριότητα του εγκεφάλου και μία χαλάρωση της ταχύτητας της ανάγνωσης. Εν τούτοις, μερικοί συγγραφείς γράφουν ακόμα με στιλό στο καρνέ τους ή, αυτό που συμβαίνει στην περίπτωσή μου, με στιλό ή στον υπολογιστή ανάλογα με την περίσταση. Αυτό που έχει αλλάξει και στον τρόπο γραψίματος και στον τρόπο ανάγνωσης είναι ο κατακερματισμός γενικά, η διάσπαση. Κεφάλαια πιο μικρά, φράσεις πιο μικρές κι ένας αναγνώστης που έχει ανάγκη να βρει αυτό το ρυθμό μέσα στο βιβλίο που αρχίζει, που έχει ανάγκη να βλέπει πού βρίσκεται εύκολα και γρήγορα. Οι χώροι ανάγνωσης είναι μέρη ήρεμα αλλά πολύ συχνά και μέσα μεταφοράς, όπως το μετρό, τα λεωφορεία, το τραίνο, το αεροπλάνο.

Υπάρχουν βιβλία διαδραστικά, μερικές φορές ακόμα και με εντοπισμό γεωγραφικής θέσης, και ο αναγνώστης μπορεί να ανακαλύψει μέσα στην πόλη όπου βρίσκεται στοιχεία της ιστορίας του. Περιέργως, αυτό το είδος ανάγνωσης εμπλέκει περισσότερη υλικότητα, αλλά επίσης λιγότερη ελευθερία, γιατί ο αναγνώστης συμμετέχει αλλά το ενδιαφέρον του προσανατολίζεται προς μία κατεύθυνση,

∠Το τυπωμένο βιβλίο κρατάει το πρωταρχικό χαρακτηριστικό τού να προσφέρει άμεσα σημεία αναφοράς, ξαναβρίσκουμε γρήγορα ένα απόσπασμα, το υπογραμμίζουμε, είναι πιο αισθητηριακό, με την όσφρηση, με την αφή, και προσφέρει ένα ταξίδι όπου αναπτύσσεται η προσωπική αντίληψη του αναγνώστη, χωρίς άλλο ερέθισμα παρά μόνο τη διάταξη των λέξεων και των σιωπών – η ποίησή τους, η σκληρότητά τους, το μέτρο τους – κάτι που επιτρέπει τη δημιουργία ενός χώρου όπου το φαντασιακό του δημιουργού συναντιέται με του αναγνώστη. Ελεύθερα. Κι αυτή η ανάγνωση κρατάει ακόμα σήμερα τη γοητεία της για τους αναγνώστες κάθε ηλικίας

Είτε είναι τυπωμένο βιβλίο είτε ταμπλέτα, οι φανατικοί αναγνώστες κρατάνε τα μεγάλα βιβλία, ή τα βιβλία με σύνθετη δομή για τις περιόδους των διακοπών, όταν υπάρχει η δυνατότητα να πάρει κανείς το χρόνο να ξεκινήσει ένα ταξίδι σε μία δαιδαλώδη αφήγηση ή σε μια περιπέτεια τετρακοσίων, πεντακοσίων σελίδων ή και παραπάνω…

-Θυμάστε την τελευταία φορά που γελάσατε πολύ, δυνατότερα απ’ ότι συνήθως; 

-Δε θυμάμαι και νομίζω ότι τώρα χαμογελάω περισσότερο παρά γελάω, και το χαμόγελο είναι σιωπηλό!

-Ζούμε σε μια εποχή όπου το ντοκιμαντέρ μπορεί να θεωρηθεί ένα είδος τέχνης. Τι σκέφτεστε γι’  αυτό;

Το ντοκιμαντέρ ως τέχνη; Ναι, καμιά φορά θα μπορούσε να θεωρηθεί ως τέτοιο και δεν είναι βιβλίο αλλά μια ταινία που μου έρχεται τώρα στο μυαλό. Θυμάμαι ένα γαλλικό ντοκιμαντέρ γραμμένο και γυρισμένο από τον Sebastian Lifshitz που βγήκε το 2012, «Οι Αόρατοι». Ένα ντοκιμαντέρ σχετικά με τους άνδρες και τις γυναίκες που γεννηθήκανε στο μεσοπόλεμο, οι οποίοι έζησαν την ομοφυλοφιλία τους ανοιχτά, στο φως της ημέρας. Και καθένας ή κάθε μία τώρα στην ηλικία των 60, 70, ή 80 χρόνων μαρτυρούν για τον αγώνα που έκαναν ενάντια στα ταμπού που συνάντησαν. Αυτό το φιλμ έχει την ποιότητα ενός εξαιρετικού ντοκιμαντέρ, είναι ακριβές και σωστά υποστηριγμένο αλλά η “πραγματικότητα” δεν συνθλίβει τη φαντασιακή διάσταση. Αυτά τα πρόσωπα είναι συγχρόνως και χαρακτήρες ενός έργου. Ο Lifshitz έχει μια χάρη στον τρόπο που τους κινηματογραφεί, που απελευθερώνει την ανεμελιά τους, το χιούμορ τους, την ανυπακοή τους που τους επέτρεψε να διεκδικήσουν και να δικαιωθούν.

Η δύναμη μιας στιγμής, η φυσικότητα μιας κίνησης π.χ. η στιγμή που ένας ηλικιωμένος σβήνει το τσιγάρο του στο δρόμο ή μια γυναίκα που περπατάει, διαβάζει στο κινητό της και γελάει, αυτά τα πρόσωπα μπορούν να μπουν σ’ ένα κείμενο αλλά δε θα πάρουν άλλες διαστάσεις παρά μόνο ό,τι προηγείται ή έπεται αυτών.

Υπάρχει σήμερα σίγουρα μια γοητεία για την “ωμή” πραγματικότητα. Αλλά η λογοτεχνία όπως και η τέχνη δεν έχουν να κάνουν με αυτή την πραγματικότητα που παρουσιάζεται σαν «αληθινή ζωή» ενώ δε λαμβάνει υπόψη παρά μόνο μία πλευρά. Η λογοτεχνία δεν έχει τη φιλοδοξία να αντιγράψει την πραγματικότητα αλλά αντιθέτως να συνθέσει τα ενδεχόμενα, τα φαντασιακά, να ενώσει τη μαρτυρία με τη μυθοπλασία. Χρειάζονται σε μια ιστορία το φως, η ηχώ, οι σιωπές που βλέπουμε σ΄ένα χαρακτήρα του έργου ή σ’ ένα τοπίο, έτσι ώστε να παρουσιάζεται η ορατή πραγματικότητα μαζί με την εσωτερική της επένδυση, το ανεπαίσθητα αόρατο, μ’ ένα τρόπο ευθύ ή αινιγματικό, όπως η ίδια η ζωή……

 Η ελληνογαλλίδα Συπρίς Κωφίδη

Με σπουδές στην ψυχανάλυση και τη λογοτεχνία – διδακτορικό με θέμα το σουρεαλισμό – είναι η συγγραφέας δύο συλλογών ποιημάτων με ελεύθερο στίχο, A Échos multiples και La Nuit traversière (εκδόσεις Guy Chambelland), και ενός βιβλίου – μαρτυρία για τον καλλιτέχνη – ζωγράφο Philippe Gouret, με τίτλο L’Éternité végétale· στις εκδόσεις Diabase, έχει συντάξει ποικίλα εισαγωγικά σημειώματα και έχει συγγράψει πολυάριθμα βιβλία με συνεντεύξεις, με βασικότερο το D’une rive à l’autre, με τον Charles Juliet.

Το παιδί από την Τραπεζούντα είναι το πρώτο της διήγημα.

 

Eκδόσεις Chambelland
A Echos Multiples, La coïncidence, 1979.
La Nuit traversière, Le Pont de l’Epée, 1983.
Εκδόσεις la Tempérance

Philippe Gouret, L’éternité Végétale με τους Yannick
Pelletier και Serge Hutin, 1993.
Eκδόσεις Diabase

Avec les Inuit du Nord Groenland, συνομιλία με την
Jocelyne Ollivier-Henry, Πρόλογος από τον Jean Malaurie,

A voix haute, 2007.
D’une Rive à l’autre, συνομιλία με τον Charles Juliet,
Liens et résonance, 2006.

Le regard amoureux, συνομιλία με τον Georges Baghory,
Πρόλογος από τον Plantu, Liens et résonance, 2012.

La langue fraternelle, συνομιλία με τον Yvon Le Men,
Πρόλογος από τον Jean Rouaud, Liens et résonance, 2013.