«Νύχτα γεμάτη θάματα, νύχτα σπαρμένη μάγια» Διονύσιος Σολωμός.Κι ήταν μια θεατρική νύχτα αληθινά σπαρμένη θάματα, με ολοζώντανη τη μορφή της Αγγέλικας Νίκλη Σολωμού μπροστά στα μάτια μας, αγέρωχη, στιβαρή μα και ανθρώπινη, στην πολυθρόνα της με λίγο λικέρ και δυο ποτήρια, ένα για εκείνη κι ένα για εμάς, για το καλωσόρισμα, για τη βεγγέρα που κάναμε στο σπιτικό της για την εξομολόγηση της ζωής της, ήγγικεν η ώρα κι εμείς τα λόγια της κρατήσαμε σαν φυλαχτό.

•Το αριστουργηματικό αυτό θεατρικό έργο που πραγματεύεται τη ζωή της μητέρας του Εθνικού μας ποιητή Διονυσίου Σολωμού, έγραψε μετά από ενδελεχή έρευνα, μελέτη και συλλογή στοιχείων ο Περικλής Μοσχολιδάκης, ο οποίος είχε διττή ευθύνη, καθώς υπήρξε και ο σκηνοθέτης της παράστασης.

Το έργο προβάλλει τη ζωή της Αγγέλικας Νίκλη Σολωμού της μητέρας του Διονύσιου Σολωμού, όπως και τη ζωή του ίδιου, ωστόσο οι προεκτάσεις του είναι τεράστιες καθώς περιλαμβάνει ιστορικά στοιχεία για τα Ενετοκρατούμενα Επτάνησα, κοινωνικοπολιτικές προσεγγίσεις, ήθη και αξιακό κώδικα της εποχής.
Η Αγγέλικα υπήρξε από τα ομορφότερα κορίτσια σ’ ολόκληρο το Τζάντε.

Ο πατέρας της φτωχός Μανιάτης αποφασίζει πως για να σωθεί η Αγγέλικα από την πείνα, τη φτώχεια, την ανέχεια, αλλά και ολόκληρη η οικογένειά του, θα ήταν φρόνιμο να γίνει μαντενούτα δηλαδή μαιτρέσα, παλλακίδα του Ζακυνθινού ταμπακιέρη Κόντε Νικόλαου Σαλαμών που ήταν βαθύπλουτος κι έτσι στην ουσία την πούλησε, για να «φάει ψωμάκι» όπως έλεγε και η μητέρα της κι ήταν μόλις δεκατριών χρονών κοριτσάκι.

Ο ζάπλουτος Κόντε Νικόλαος Σαλαμών ήταν ήδη παντρεμένος και είχε δύο παιδιά το Ρομπέρτο και την Έλενα, όμως η Αγγέλικα, ήταν πραγματικά ένας άγγελος ομορφιάς, στην οποία ο γέρος Σαλαμών δεν μπορούσε ν’ αντισταθεί, την ερωτεύεται παράφορα και την κράτησε για πάντα κοντά του ερωμένη του, σκλάβα του, πρόθυμη να εκπληρώνει πάντα κάθε επιθυμία του, απαρνείται τη γυναίκα του και τα παιδιά του μέχρι σημείου που το γιό του Ρομπέρτο τον απείλησε με αποκλήρωση από την περιουσία του, επειδή συντάχθηκε στο πλευρό των Δημοκρατικών που έκαναν τεράστιο αγώνα για την ένωση των Επτανήσων με την Ελλάδα.

Η Αγγέλικα Νίκλη, απέκτησε από την εξωσυζυγική σχέση με τον Κόντε Σαλαμών, δύο νόθα αγόρια, το Διονύσιο ο οποίος έγινε ο Εθνικός ποιητής των Ελλήνων και το Δημήτριο που έγινε Γερουσιαστής των Ιονίων Νήσων.

Λίγο πριν αποβιώσει ο Κόντε Σαλαμών μόλις την προπαραμονή του θανάτου του και καθώς η γυναίκα του Μαρνέτα Κάκνη είχε ήδη πεθάνει, παντρεύεται την Αγγέλικα, την μαντενούτα του κι έτσι η Bellezza του όπως συχνά την προσφωνούσε, δηλαδή η κούκλα του έγινε πια η νόμιμη σύζυγος του, προς το παρόν η φήμη της αποκαθίσταται και η μεγαλύτερη χαρά για εκείνη ήταν η νομιμοποίηση, η αναγνώριση των τέκνων της, του Διονυσίου και Δημητρίου οι οποίοι αποτελούν και τους βασικούς κληρονόμους του Κόντε Νικόλαου Σαλαμών.

•Ο Διονύσιος είχε αναπτύξει μια πολύ ιδιαίτερη σχέση με τη μητέρα του, ένα δεσμό αρκετά δυνατό, όμως παρότι τα παιδικά του χρόνια τα πέρασε στο σπίτι του πατέρα του στη Ζάκυνθο, μόλις εκείνος πέθανε, ανέλαβε τη μόρφωση και την διαπαιδαγώγησή του όπως συνηθιζόταν σε γόνους πλουσίων οικογενειών, ο κόντε Διονύσιος Μεσσαλάς, ο οποίος αποφάνθηκε πως για την καλύτερη μόρφωση και καλλιέργεια του Διονύσιου θα ήταν φρόνιμο να πάει στην Ιταλία, κάτι το οποίο ήταν σύνηθες για τους ευγενείς των Επτανήσων.

Στο μεταξύ, η μητέρα του είχε ήδη ερωτευτεί τον Μανώλη Λεονταράκη και πριν να φύγει ο Διονύσιος για την Ιταλία τελέστηκαν οι γάμοι τους όταν εκείνος ήταν μόλις εννέα ετών. Η Αγγέλικα Νίκλη Σολωμού μαζί με το σύζυγό της Μανώλη Λεονταράκη απέκτησαν ένα γιό τον Ιωάννη Λεονταράκη.

Ο Διονύσιος στην Ιταλία όπου βρίσκεται έχει εκστασιαστεί με την Ιταλική κουλτούρα και το ρεύμα του ρομαντισμού που υπήρχε τόσο στην Τέχνη γενικότερα, όσο και στη λογοτεχνία ειδικότερα, εκεί πειραματίζεται στη γραφή της ποίησης για πρώτη φορά και μάλιστα στην Ιταλική γλώσσα, καθώς θεωρεί πως τη γνωρίζει καλύτερα από την Ελληνική.

Στη Ζάκυνθο επιστρέφει μετά από δέκα χρόνια, όπου αποπειράται να γράψει στα Ελληνικά χωρίς ιδιαίτερη επιτυχία, μέχρι το 1821 που ο αγώνας των Ελλήνων, η επανάσταση του Έθνους, ο ξεσηκωμός μιλά στην ψυχή και την πένα του και γίνεται το εφαλτήριο για την ύψιστη ποιητική γραφή, τον « Ύμνο εις την Ελευθερίαν», τον Εθνικό Ύμνο των Ελλήνων, ο οποίος ολοκληρώθηκε το 1823 κι όταν πια το 1824 εκδίδεται, ο Διονύσιος Σολωμός είναι ο αγαπημένος ποιητής της Ελλάδας, ο ποιητής τους.

Στη συνέχεια εγκαταστάθηκε μόνιμα στην Κέρκυρα και το 1833 δυστυχώς ο ετεροθαλής αδελφός του ο Ιωάννης Λεονταράκης ξεκίνησε μια δίκη προκειμένου να επωφεληθεί κι εκείνος μέρος της περιουσίας του κόντε Σαλαμών.
Σ’ αυτή τη δίκη που γινόταν σε μια ταραχώδη εποχή της Ελλάδας και άφησε ιστορία ως: « Η Δίκη των αδελφών Σαλαμών», συγκλονίζοντας τους πάντες, η Αγγέλικα πήρε το μέρος του Ιωάννη Λεονταράκη γιατί θεωρούσε πως κι αυτό το παιδί της δικαιούται να λάβει μια βοήθεια στη ζωή του.

Αυτό ήταν και το τελειωτικό χτύπημα στη σχέση της με τον Διονύσιο, το τέλος ήρθε απότομα σχεδόν ακαριαία, ο ομφάλιος λώρος μετατράπηκε σε σχοινί που έπνιξε το δεσμό τους και παρότι η δίκη έληξε υπέρ του Διονύσιου Σολωμού, ο ίδιος αποστασιοποιήθηκε, δεν θέλησε να την ξαναδεί ποτέ, απομακρύνθηκε από τους ανθρώπους, άλλαξε συμπεριφορά έγινε νευρικός, φίλερις, οξύθυμος, άρχισε το ποτό, έγραφε πάλι στα ιταλικά κι έτσι απομονωμένος από το κοινωνικό περιβάλλον μετά από τρία εγκεφαλικά πέθανε στην Κέρκυρα.

•Ο Περικλής Μοσχολιδάκης μετά από μακροχρόνια και εμπεριστατωμένη έρευνα και μελέτη , έγραψε ένα υψιπετές, γεραρό θεατρικό έργο, διόλου έωλο ως προς τα Ιστορικά του στοιχεία, αντιθέτως με ακρίβεια ωσάν ιστορική μελέτη- εγχειρίδιο από τη μια, απ’ την άλλη ένα κοινωνιολογικό δοκίμιο που πραγματεύεται τα ήθη της εποχής και τη θέση της γυναίκας στην επτανησιακή κοινωνία, με περισσή εμβρίθεια στην ψυχαναλυτική δομή της φυσιογνωμίας της Αγγέλικας Νίκλη Σολωμού και του Διονύσιου Σολωμού.

Με ιδιαίτερο σεβασμό στους ιδιωματισμούς της Επτανησιακής γλώσσας, αλλά και στη ρυθμική της γραμμή στο τέμπο της που διαχέεται από μουσική, το ποιητικό αυτό θεατρικό έργο του Περικλή Μοσχολιδάκη αποτελεί χάρμα οφθαλμών και ώτων, έργο υψηλής αισθητικής συγκίνησης με λόγο χειμαρρώδη, πηγαίο, άμεσο, με φυσική ροή και συνειρμική ακολουθία, αφηγηματική δράση και εξέλιξη, καταιγιστικός που στηλιτεύει τα κακώς κείμενα κοινωνικά και πολιτικά της εποχής, πολυπρισματικός σαν καλειδοσκόπιο στις εικόνες του, στις χρωματικές του εκφάνσεις, διανθισμένο μ’ ένα χιούμορ λεπτεπίλεπτο, κομψό, απαράμιλλης φινέτσας, μα πάνω από όλα ένας λόγος εξομολογητικός, ζεστός, ανθρώπινος, μεστός συναισθημάτων, εξαγνιστικός, καθαρτήριος.

Μέσα από την σκηνοθετική του προσέγγιση ο Περικλής Μοσχολιδάκης αποκαλύπτει ιστορικά στοιχεία για την συμμετοχή των Ενετοκρατούμενων Επτανήσων στην Επανάσταση, καθώς τα Επτάνησα προκειμένου να αποφύγουν την Τουρκοκρατία, ζήτησαν βοήθεια και προστασία κι έτσι υπήρξαν άλλοτε έχοντας Βενετοκρατία κι άλλοτε Αγγλοκρατία, χωρίς αυτό να σημαίνει πως είχαν χάσει την Ελληνική τους υπόσταση και την Εθνική τους φυσιογνωμία, το δίνει τόσο ευφυώς εύληπτα αντιληπτό δια στόματος Αγγέλικας με κομψευόμενο χιούμορ, όταν μας λέει πως δεν γνώριζαν καθημερινά σε ποιόν ανήκαν αν δεν έβλεπαν πρώτα, ποια σημαία κυμάτιζε στα μπαλκόνια.

Αναδεικνύει επίσης την κοινωνική διαστρωμάτωση της εποχής, όταν μας αναφέρει ότι το όνομα του κόντε Σαλαμών ήταν γραμμένο μέσα στο ( Libro d’ oro) δηλαδή τη Χρυσή Βίβλο των ευγενών. Σ’ αυτό το βιβλίο ήταν καταχωρημένοι όσοι είχαν ευγενική καταγωγή, αλλά και όσοι ήταν βαθύπλουτοι και ενίσχυαν οικονομικά τον τόπο τους, μ’ αυτόν τον τρόπο οι τάξεις ήταν τρείς, οι ευγενείς, οι αστοί και ο όχλος ή αλλιώς οι ποπολάροι, σ’ αυτούς υπήρχε κι ένας έτερος διαχωρισμός, όσοι ήταν ανεπάγγελτοι ή χειρώνακτες βιοπαλαιστές ήσαν ακόμα πιο χαμηλά και ονομάζονταν ( πλεμπάγια) ή αλλιώς σκυλολόι.

•Η σκηνοθετική ματιά του Περικλή Μοσχολιδάκη τόσο αιχμηρή ώστε κατορθώνει να ρίξει άπλετο φως στη θέση της γυναίκας στην Επτανησιακή κοινωνία.

Η θέση των γυναικών ήταν άκρως υποβαθμισμένη δεν αναγνώριζαν σε αυτές κανένα δικαίωμα, καμία ελευθερία, ήταν υποταγμένες, υποτελείς πρώτα στην πατρική τους οικογένεια, πατέρα, αδέλφια και εν συνεχεία στον άνδρα που θα παντρεύονταν, στο σύζυγό τους. Οι γυναίκες είτε πλούσιες με ευγενική καταγωγή, είτε φτωχές ποπολάρες όλες βίωναν τα δεσμά της φυλακής που είχε δημιουργήσει γι’ αυτές μια ανδροκρατούμενη, σκληρή και αποτρόπαια κοινωνία που δεν αντιμετώπιζε τη γυναίκα ως άνθρωπο, αλλά ως αντικείμενο εξυπηρέτησης των ανδρικών αναγκών.

Βλέπουμε πως η Αγγέλικα ήταν φτωχή ποπολάρα που ο πατέρας της την πούλησε στον κόντε Σαλαμών χωρίς να μπορέσει να αντιδράσει, δεχόταν στη συνέχεια απ’ τον κόντε να είναι η μαντενούτα του κι όλο το νησί να την συζητά σαν έβγαινε στην πλατεία και να την κογιονάρει και να εκπληρώνει αδιαμαρτύρητα κάθε ερωτική επιθυμία του κόντε μικρό κορίτσι, χωρίς δικαίωμα να ονειρευτεί, να αγαπήσει και να ερωτευτεί.

•Κι όλα αυτά εις γνώση της συζύγου του κόντε της Μαρνέτας Κάκνη, που ούτε και αυτή μπορούσε να σταματήσει όλη αυτή την κατάσταση που την έθιγε και την πρόσβαλε ως γυναίκα παρά την ευγενική της καταγωγή.

Αντικείμενο πόθου, εκμετάλλευσης, εξαγοράς, σκλαβιάς, κακομεταχείρισης, όπου η μόρφωση γι’ αυτές ήταν όνειρο ζωής άπιαστο, με στέρηση ακόμα και μιας εξόδου, μιας διασκέδασης, χωρίς να μπορούν να εκφέρουν ούτε τη γνώμη τους και με ενδυμασία που τόνιζε έτι περισσότερο τη δεινή τους θέση καθώς ήταν αυστηρή- πνιγηρή- κλειστή έως το λαιμό, χωρίς να διαφαίνεται ούτε ίχνος από κάποιο μέρος του σώματός τους.

Πέρα όμως από τις ιστορικές, κοινωνικές αιχμές που διατυπώνει μέσα από τη σκηνοθετική του φόρμα, εκείνο που είναι πραγματικά συγκλονιστικό, είναι η εμβάθυνση στη ψυχοσύνθεση της Αγγέλικας Νίκλη Σολωμού και ο τρόπος που ξεδιπλώνει τη ζωή της, τα βιώματά της επί σκηνής, τους καημούς της, τα βάσανά της, τις συναισθηματικές της πτώσεις καταβυθίσεις μα και τις εξάρσεις της, τον αγώνα της για επιβίωση κι ένα καλύτερο μέλλον για τα παιδιά της, για αναγνώριση της ίδιας μέσα σε μια απάνθρωπη κοινωνία, την αποκατάσταση της γυναικείας και ηθικής της υπόστασης, την απλότητα που κρύβει αγάπη και πόνο, το γέλιο που συναντά το δάκρυ στην άκρη των ματιών της, το χάδι που λαχτάρησε μα δεν πρόλαβε να πάρει και το παράπονο της μοναξιάς που δεν έχει τέλος.

Ευφυής σκηνοθετικά ο τρίπτυχος διάλογος ανάμεσα στην Αγγέλικα Νίκλη, τη φωνή του Διονύσιου Σολωμού (στην οποία ακούγεται ο ίδιος ο Περικλής Μοσχολιδάκης) στιβαρός και τρυφερός συνάμα, απόκοσμη φωνητική παρουσία, που εδραιώνει την ύπαρξη του Διονύσιου Σολωμού, τη μεγαλοπρέπεια του Εθνικού μας ποιητή και την τρυφερή συνείδηση του γιού που αγαπά τη μητέρα του και που ο δεσμός τους είναι αθάνατος παρότι είχε διαρρηχθεί κάποια στιγμή και σ’ ένα βιολοντσέλο που σχολιάζει ωσάν παρατηρητής την εξομολόγηση της Αγγέλικας επί σκηνής από τον Κωνσταντίνο Χίνη, όπου το συνθετικό μέρος των έξοχων μουσικών μοτίβων υπογράφει ο ίδιος.

Η σύνθεση του Κωνσταντίνου Χίνη, ευρηματική καθώς άλλες φορές γίνεται συνοδοιπόρος της πολυτάραχης ζωής της Αγγέλικας, άλλες φορές της χαρίζει τη στοργή που της λείπει, έπειτα γίνεται σκερτσόζος όπως η ίδια όταν μιλά για τον έρωτά της με τον Λεονταράκη κι άλλες καυστικός, οξύς λες και το δοξάρι του αντί για νότες ρίχνει σαϊτιές στην καρδιά της Αγγέλικας. Μιλά μαζί της κι είναι η συντροφιά της σ’ αυτή τη μοναχική περιπλάνηση της ζωής της.

•Στο ρόλο της Αγγέλικας Νίκλη Σολωμού η Μάγδα Κατσιπάνου, με μια και μόνο λέξη, συγκλονιστική.

Η Μάγδα Κατσιπάνου δαψίλεια υποκριτικού τάλαντου κατορθώνει να αναδείξει απόλυτα την υπόσταση της μητέρας του Διονύσιου Σολωμού σε όλες τις ψυχολογικές της εκφάνσεις, στις μεταπτώσεις και τις κορυφώσεις της.

Σε πλήρη δράση και απόλυτη ευελιξία, τα εκφραστικά της μέσα επί σκηνής, οικοδομούν τη φυσιογνωμία της ταλαπείριας αυτής ποπολάρας γυναίκας, χωρίς ίχνος αφηγηματικής επιβράδυνσης, με άρθρωση καθαρή, στρογγυλή, με φωνή που διαφοροποιείται τόσο ηχοχρωματικά που περιγράφει όλες τις συναισθηματικές της διακυμάνσεις, με δυο μεγάλα εκφραστικά μάτια που κυριεύουν ολόκληρη τη θεατρική αίθουσα, νιώθεις το άγγιγμά τους, νιώθεις το παράπονό τους, άλλες φορές πάλι την πάμβοτη λάμψη τους, με την ανάσα της να ξαλαφρώνει τους στοχασμούς της, να τους μοιράζεται και να ξαποσταίνει απ’ τον βασάλτη λογισμό που κρύβει στα σωθικά της, για το γιό της το Διονύσιο που δεν θέλει να την ξαναδεί.

Τόσο άρτια κινησιολογικά η Μάγδα Κατσιπάνου κατορθώνει να αναδείξει και τις δύο όψεις του ίδιου νομίσματος της Αγγέλικας, τόσο της απλής λαϊκής γυναίκας που πουλήθηκε χωρίς να θέλει στον κόντε Νικόλαο Σαλαμών κι έγινε μαντενούτα του, θρήσκα μιλά με το Θεό της, του λέει τους καημούς και τα παράπονά της, του αντιμιλά, εναντιώνεται, θυμώνει που δεν βλέπει τις αδικίες κι ύστερα πάλι ζητά ταπεινά συγχώρεση, όσο και της γυναίκας που έγινε κυρία και μπορεί πια να είναι τα παιδιά της νόμιμα κι όχι νόθα και μπορεί να περπατά με το κεφάλι ψηλά στο Τζάντε.

Μάνα, γλυκιά, τρυφερή, πονεμένη, μα και γυναίκα που λαχταρά τον έρωτα, που πόθησε έναν άντρα στη ζωή της τον Λεονταράκη, αναδεικνύοντας τη θηλυκή της πλευρά με μικρές πινελιές χιούμορ και μια κίνηση κομψή, λεπτεπίλεπτη, καλοδουλεμένη.

Μια στιβαρή παρουσία επί σκηνής η Μάγδα Κατσιπάνου αγέρωχη, υπερήφανη, αξιοπρεπής, αγωνίστρια δυναμική και συνάμα εύθρυπτη, είναι η γυναίκα που θα μοιραστείς το λικέρ στο διπλανό ποτήρι και τις σκέψεις της, μα κι αυτή που θα θαυμάσεις το μεγαλείο της ψυχής της και το δέος που δημιουργεί, κατακυριεύει το είναι σου.

Αυτοκαθορίζεται και δεν ετεροκαθορίζεται επί σκηνής από τίποτα, όλα συμπορεύονται- συμπλέουν μαζί της, εκείνη είναι η κυρίαρχη μορφή που δεσπόζει.

Όταν η Μάγδα Κατσιπάνου περιγράφει το θάνατο του γιού της Διονύσιου λέγοντας πως όλος ο κόσμος έτρεχε στους δρόμους και φώναζε: « Πέθανε ο ποέτας μας, ξεψύχησε», η συναισθηματική της κορύφωση ήταν πραγματική αποκάλυψη, το βλέμμα της, η φωνή της και το σώμα της σε απόλυτη συνειρμική αλληλουχία κραύγαζαν το χαμό, σπαρακτική μάνα για το θάνατο του γιού της, η αντίστροφη μέτρηση για τη ζωή της μόλις ξεκίνησε.

Πόνος και υπερηφάνεια μαζί καθώς λέει: « Ο Διονύσιος ήταν ήρωας πια όχι με το καριοφίλι μα με τις πένες και το μελάνι».

Διάφανη πια, διάτρητη από τους πόνους, από την ψυχική φθορά που βίωσε σε όλη τη ζωή της, φτάνει στον τάφο του παιδιού της και γίνονται τα χέρια της σκαπανείς στο χώμα που σκεπάζει το παιδί της και θέλει να μπει μέσα μαζί του κι ο θρήνος της μεγαλειώδης, σαν εκείνη, ο κοπετός της αβάσταχτος σε συνταράσσει, σε ξεθεμελιώνει στα κατάβαθα της ψυχής σου και σε παίρνει μαζί της, την κουβαλάς μέσα σου την Αγγέλικα.

Κι έρχεται η ώρα του εξαγνισμού για τη «Διάφανη» για την αριστουργηματική Μάγδα Κατσιπάνου, όπου με το νερό της θάλασσας, το νερό του Ιονίου πελάγου ξεπλένει το χώμα από το πρόσωπό της, ξεπλένει το χώμα που σφράγισε την ψυχή της, ξεπλένει τα δάκρυα των στεναγμών της κι έτσι αμόλυντη και καθαρτήρια μιλά στο γιό της το Διονύσιο: « Διονύσιε παιδί μου, είσαι ακόμα εκεί, στο μυαλό του Θεού;
Ναι μητέρα. Εδώ είμαι μαζί Του.

Διονύσιε αγόρι μου, μήπως υπάρχει μια μικρή θεσούλα και για μένα δίπλα σας;», το εξαγνιστικό ταξίδι της για την άλλη διάσταση άρχισε εκεί δίπλα στο γιό της και στους γονείς της, μέθεξη ψυχών κι η δημιουργός τους Μάγδα Κατσιπάνου συνταρακτική.

Το εικαστικό μέρος της παράστασης είχε ο Μάριος Βουτσινάς όπου τα σκηνικά και τα κοστούμια ήταν πλήρως εναρμονισμένα με την εποχή στην οποία διαδραματίζεται όλη η υπόθεση της παράστασης.

Σκηνικό λιτό με το χάρτη της Βενετίας να καλύπτει το δάπεδο της σκηνής, ένα βενετσιάνικο παραβάν στο βάθος να προσδίδει το επτανησιακό χρώμα, η φωτογραφία του Διονύσιου Σολωμού, η Ελληνική σημαία σε περίοπτη θέση, σημειολογική αναφορά στον Εθνικό μας ποιητή και στην ύψιστη αξία της πατρίδας, η πολυθρόνα της Αγγέλικας που την περιμένει, λίγο λικέρ και δυο ποτήρια.

Το κοστούμι της Αγγέλικας ήταν ότι πιο ενδεδειγμένο θα μπορούσε να φιλοτεχνήσει ο Μάριος Βουτσινάς, φτιαγμένο όλο από μεταξωτό ταφτά μαύρο, με ενσωματωμένο εσωτερικό φουρό για να αναδεικνύει τη μεγαλοπρέπεια της μορφής, με μικρές πινελιές κόκκινης δαντέλας στα τελειώματα στο μπούστο περιμετρικά και τα μανίκια, καθώς γυναικεία σάρκα εκείνη την εποχή ήταν απαγορευτικό να φανεί κι ένα μαύρο σάλι βελούδινο ριγμένο στους ώμους της.

Το άσπρο με τελείωμα δαντέλας μεσοφόρι της Αγγέλικας Νίκλη Σολωμού, δήλωνε τη διαφάνεια της ψυχής της.

Οι φωτισμοί από τον Άκη Σαμόλη συμπορεύονται σε γαλάζιες αποχρώσεις με τις αναμνήσεις της Αγγέλικας κι ύστερα πάλι κίτρινοι, χλωμοί θυμίζουν κεριά που πενθούν μαζί της, που μοιρολογούν τη χαμένη της νιότη, τη ζωή που δεν έζησε, που δεν την άφησαν κ’ αν να την ονειρευτεί κι όταν οι συναισθηματικά φορτισμένες σκηνές ξετυλίγονται, ένα φως στιβαρό, αδυσώπητο, σκληρό διαχέεται πάνω στο κεφάλι της και τη λούζει ολάκερη, έτσι το αισθητικό αποτέλεσμα υπήρξε τόσο άρτιο, δίνοντας πάντα το προβάδισμα στο λόγο να αναδειχθεί.

Η Αγγέλικα Νίκλη Σολωμού « Η Διάφανη» σε κείμενο και σκηνοθεσία Περικλή Μοσχολιδάκη, είναι μια παράσταση που συγκλονίζει το θεατρόφιλο κοινό εδώ και δύο χρόνια και που όπως δείχνουν τα πράγματα, ήρθε για να μείνει, στο θέατρο και στη ζωή μας, όσοι μοιραστήκαμε κι όσοι πρόκειται να μοιραστούμε αυτό το θάμα.

«Η Διάφανη» του Περικλή Μοσχολιδάκη, είναι μια παράσταση αληθινό εγκαλλώπισμα της Τέχνης του θεάτρου, χωρίς περιττά φτιασίδια και επιτηδευμένο κείμενο και ερμηνεία, δημιούργημα αυθεντικό, γνήσιο που συγκινεί, που δεν εκμαιεύει το δάκρυ με περίτεχνα τεχνάσματα, ούτε το γέλιο με φληναφήματα και περιττολογίες, που ξέρει να μιλά στο μυαλό και στο συναίσθημα, να γιατρεύει πληγές, ν’ ανοίγει διάπλατα τα μάτια της ψυχής, να αποτείνει φόρο τιμής όχι μόνο στον Εθνικό μας ποιητή Διονύσιο Σολωμό, μα και στην μητέρα του Αγγέλικα Νίκλη Σολωμού, μα πάνω από όλα ξέρει να μαγεύει, να σε κάνει να ενδύεσαι το κοστούμι της Αγγέλικας, να το κουβανείς στην ψυχή σου, ν’ αφουγκράζεσαι τον κοπετό της, να το μοιράζεσαι με το μέσα σου, να το διαλαλείς στους συνειρμούς σου, να μεταμορφώνεσαι εσύ σε « Διάφανη» να καθαγιάζεις τους δαίμονές σου κι έτσι ελεύθερη κι ανυπότακτη να οραματίζεσαι « Μέσα στο μυαλό του Θεού».

*Μαριλιάνα Ρηγοπούλου είναι εκπαιδευτικός, σοπράνο, κριτικός θεάτρου

** Γνωρίστε τη «Διάφανη» έχει πολλά να σας εκμυστηρευτεί!!