Αθήνας. Ιούλης 2017. Η άσφαλτος αχνίζει. Σαράντα και βάλε βαθμοί Κελσίου. Και το λες πιουρ ιντάστριαλ ηχοεμπειρία το βουητό των air condition που ακούγεται μέρα – νύχτα παντού. Ήταν σαν η πόλη να έλεγε: “Φύγε από πάνω μου. Δεν θέλω να πατάς στα πεζοδρόμιά μου. Αρκετά τα πάτησες τόσους μήνες πριν, φύγε πια”. Ήταν νωρίς απόγευμα, όταν μπαίνοντας σε μπαρ στα Πατήσια για να κρυφτώ από τη ζέστη είδα τον δημοσιογράφο, ενίοτε d.j., συχνά συγγραφέα Νίκο Λακόπουλο να κοιτά τον φορητό υπολογιστή του με τόση ένταση που θα έλεγες πως θα αντάλλασσε και τη ζωή του για να γίνει κέρσορας στο κείμενο που έγραφε. Μου είπε πως ήταν συνέντευξη με τον Μίκη Θεοδωράκη. Ζήτησα να διαβάσω μέρος της. Το αρνήθηκε. Και μετά άναψε ένα τσιγάρο. Μου είπε πως οι γιατροί του είπαν να το κόψει. Μάλλον ήταν η ντρίμπλα του για να μην αρχίσω να ρωτάω περισσότερα για όσα του είπε ο μεγαλύτερος εν ζωή Έλληνας συνθέτης. Ο Νίκος Λακόπουλος δημοσίευσε τη συνέντευξη με τον Θεοδωράκη, σε δύο μέρη, στις 27 και 28 Δεκεμβρίου. Ναι, του πήρε κάπου πέντε μήνες να τη δημοσιοποιήσει. Μπορείτε να τη διαβάσετε ολόκληρη στο “ανοιχτό παράθυρο”. Πέρα από τις ιστορικές αναφορές, αυτή η συνέντευξη αποκτά αστική αξία όταν ο Έλληνας συνθέτης περιγράφει την Αθήνα του μεσοπολέμου. Τις γειτονιές της. Τα στέκια. Τους ανθρώπους που ήθελαν να προσπεράσουν τη θλίψη της γερμανικής κατοχής. Οι αναμνήσεις του είναι ιστορική αναφορά για την πόλη.

-Έχετε γνωρίσει τη γυναίκα σας, τη Μυρτώ, στα 17 με 18. Πού πηγαίνατε ως νέοι; Πού βγαίνατε ραντεβού; Μιλήστε για την Αθήνα και την Ελλάδα εκείνης της εποχής…

Μ.Θ. Το καλοκαίρι, κάθε Κυριακή πηγαίναμε για μπάνιο στο Καλαμάκι. Πιο σπάνια στη Βουλιαγμένη. Δευτέρα βράδυ στο Ηρώδειο με την Κρατική Ορχήστρα. Μια φορά την εβδομάδα θέατρο και δύο κινηματογράφο. Οι νέοι και οι νέες διασκέδαζαν τότε κυρίως στην Αθήνα και στις συνοικίες με τα περίφημα «ταράτσεν πάρτυ», δηλαδή με μοντέρνους χορούς και ψευτομεζέδες. Εκεί ο Χατζιδάκις διέπρεψε ως πιανίστας κι εγώ ως φωνογραφοτζής… Τέλος υπήρχαν στα σπίτια ομαδικές συζητήσεις για όλα τα θέματα. Αντίσταση, Μουσική, Φιλολογία, Επιστήμη, Μελλοντολογία. Κι αυτό κάθε βδομάδα. Ερωτικά ραντεβουδάκια στον Βουρλοπόταμο και στου Φιλοπάππου. Εκδρομές στην Πεντέλη και στη Σαλαμίνα. Λουκουμάδες στην Πανεπιστημίου και στη Χαριλάου Τρικούπη. Υποβρύχιο σε ένα ζαχαροπλαστείο που είχε τραπεζάκια πάνω από τη θάλασσα στην Καστέλλα. Πηγαίναμε με το τραμ. Στα 1943-44 ζούσαμε υποφερτά. Δεν πεινούσαμε. Η ελληνική γη, παρά την αφαίμαξη από τις κατοχικές δυνάμεις, μας έτρεφε μια χαρά. Ντυνόμαστε φτηνά, απλά, καθαρά. Τα κορίτσια μας ήταν όμορφα. Οι καρδιές μας αισιόδοξες.

Ο Χίτλερ έπαιρνε συνεχώς την κάτω βόλτα. ΗΠΑ, Αγγλία, Σοβιετική Ένωση σε ένα ενιαίο μέτωπο. Εμείς, οι πιο πολλοί, οργανωμένοι. Κάθε νύχτα τουφεκίδι. Κάποια μάχη στις συνοικίες με τον ΕΛΑΣ να χτυπά τα Τάγματα Ασφαλείας και τη Βέρμαχτ. Στα βουνά οι αντάρτες. Η Εθνική Αλληλεγγύη πλάι σε κάθε αδύναμο. Σε κάνει όμορφο όταν μπορείς να έχεις το κεφάλι σου ψηλά και τη συνείδησή σου ήσυχη, γιατί άλλος πολύ, άλλος πιο λίγο, κάναμε το χρέος μας και αντιμετωπίζαμε το μέλλον με αισιοδοξία.

Μίμης Ανδρουλάκης, Νίκος Λακόπουλος- μάνατζερ Club Decadence- Μίκης Θεοδωράκης -2006 στο Decadence

-Είναι αλήθεια ότι έχετε εργασθεί ως φορτοεκφορτωτής στα Καμίνια; Πώς έγινε;

Μ.Θ. Έμενα στη Νέα Σμύρνη, στον θείο μου που ήταν γενικός διευθυντής στο Λογιστήριο του Κράτους, όμως ο μισθός του δεν έφτανε για να θρέψει τέσσερα πρόσωπα, δηλαδή τον ίδιο, τη γυναίκα του, την ξαδέλφη μου και μένα. Γι’ αυτό έπρεπε να δουλέψω. Ξεκινούσα στις 6.00 το πρωί από τη Νέα Σμύρνη με τα πόδια, για να είμαι στα Καμίνια στις εφτά. Κουβαλούσα βαριά δέματα από τις εφτά ως τις τρεις συνεχώς χωρίς διάλειμμα, φόρτωνα και ξεφόρτωνα. Πείναγα κιόλας. Μόλις τελείωνα, έτρωγα μια φέτα μαύρο ψωμί και έπινα ένα τενεκεδάκι «μπουλουγούρι», ζωμό αορίστου προελεύσεως. Από εκεί έπαιρνα τον ηλεκτρικό. Κατέβαινα στην Ομόνοια κι από κει στο Ωδείο στην Πειραιώς. Τρίτη και Πέμπτη βράδυ είχαμε πρόβα με τη Χορωδία Αθηνών του Οικονομίδη. Λίγο πριν αρχίσει η απαγόρευση, έπαιρνα το τελευταίο τραμ από το Σύνταγμα και κατέβαινα στην Καλλιθέα κι από κει με τα πόδια στη Νέα Σμύρνη. Μελετούσα κι έπεφτα για ύπνο εξουθενωμένος. Έτσι σπούδασα.

πηγή: www.anoixtoparathyro.gr